Η επιστροφή στο… παρελθόν μπορεί να δώσει νέα πνοή στην ελληνική βαμβακοκαλλιέργεια. Με έμφαση στην καινοτομία και στην ανταγωνιστικότητα, επιστρατεύονται για την παραγωγή βάμβακος νεωτερισμοί τύπου «clusters» και «ομάδων παραγωγών».
Δηλαδή μορφές συνεργασίας μεταξύ αγροτών, επαγγελματικών ενώσεων, επιχειρήσεων, ερευνητικών ιδρυμάτων και άλλων φορέων, οι οποίες στον πυρήνα τους διατηρούν τα χαρακτηριστικά εκείνα –κυρίως τη συνένωση δυνάμεων –που μετέτρεψαν, μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά, την κλωστοϋφαντουργία σε κορωνίδα της βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα, παρέχοντας πρώτη ύλη στις χιλιάδες τότε ελληνικές βιοτεχνίες ιματισμού.
Το σκεπτικό είναι, οι ομάδες των βαμβακοπαραγωγών να μπορούν να ενταχθούν σε ευρύτερα δίκτυα με σκοπό την παραγωγή προϊόντων προστιθέμενης αξίας με ποιότητα, πιστοποίηση και εξαγωγικό προσανατολισμό.

Προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας


Η ανάπτυξη δικτυώσεων, όπως επισημαίνει στο «Βήμα» η υφυπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού κυρία Θεοδώρα Τζάκρη, «ενισχύει τη δύναμη διαπραγμάτευσης μέσω της αύξησης του όγκου του προϊόντος, διευρύνει τον αριθμό των πιθανών αγοραστών, μειώνει το ανά παραγωγό κόστος των συλλογικών επενδύσεων, μειώνει επενδυτικά και λειτουργικά κόστη».
Παράλληλα, σύμφωνα με την υφυπουργό, διευκολύνει την ανάπτυξη και τη μεταφορά εξειδικευμένης τεχνογνωσίας μέσα στα δίκτυα και ενισχύει συνολικά την ανταγωνιστικότητα του παραγωγικού συστήματος. «Η στρατηγική της ανάπτυξης προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, κατασκευασμένων από ελληνικό βαμβάκι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μπορεί να αποτελέσει τον βασικό προσανατολισμό του δικτύου» τονίζει.
«Made in Eu from Greek Cotton»


Το «Made in Eu from Greek Cotton» (κατασκευασμένο στην Ευρώπη από ελληνικό βαμβάκι) μπορεί να αποτελέσει τη φιλοσοφία του δικτύου που θα δημιουργηθεί, προκειμένου, έστω και με καθυστέρηση, το ελληνικό βαμβάκι να ανακτήσει τη χαμένη του αίγλη στην παγκόσμια αγορά. «Μια τέτοια στροφή θα εξασφαλίσει τη διατήρηση της καλλιέργειας, θα δώσει καλύτερη πρώτη ύλη στη βιομηχανία, θα δημιουργήσει προϊόντα αξίας, θα ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές και θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη υπεραξία για όλη την αλυσίδα από την καλλιέργεια και τη βιομηχανοποίηση ως και τα τελικά προϊόντα και τα ενδύματα» υπογραμμίζει η κυρία Τζάκρη.
Στο υπουργείο έχει συσταθεί ομάδα εργασίας με στόχο τον προσδιορισμό δράσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αλυσίδας αξίας του βάμβακος. Σε αυτήν συμμετέχουν εκπρόσωποι της βαμβακοπαραγωγής και της μεταποίησης –από την εκκόκκιση, την κλωστοϋφαντουργία και την ένδυση –αλλά και της Δημόσιας Διοίκησης, ερευνητικών φορέων και φορέων πιστοποίησης.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η δημιουργία ενός «οδικού χάρτη» με τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αποκτήσει το ελληνικό βαμβάκι προστιθέμενη αξία και να μην επαναληφθούν οι αστοχίες της αγροτικής πολιτικής που καταγράφηκαν κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, οι οποίες οδήγησαν στην κατάρρευση της κλωστοϋφαντουργίας και στην υποβάθμιση της ποιότητας του ελληνικού βάμβακος. Λάθη που έγιναν η αιτία κλωστοϋφαντουργίες-κολοσσοί να βάλουν λουκέτο και σήμερα να απομένουν άδεια κουφάρια (όσες δεν έχουν κατεδαφιστεί), μνημεία-μάρτυρες της ελληνικής βιομηχανικής ιστορίας. Ετσι, το 1981 κλείνει οριστικά η περίφημη «Ρετσίνα» στον Πειραιά (είχε ιδρυθεί το 1872), τη δεκαετία του ’90 ακολουθούν με «λουκέτα», μεταξύ άλλων, η «Βαμβακουργία» Βόλου και η «Πειραϊκή – Πατραϊκή» ενώ τη δεκαετία του 2000 έρχεται η κατάρρευση του ομίλου Λαναρά.
Οπως υποστηρίζει ο προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος δρ Μωχάμεντ Νταράουσε, υπάρχει πλέον ένα σημαντικό εργαλείο για να αλλάξει το μοντέλο παραγωγής και να γίνει η καλλιέργεια μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Η λύση έχει έναν κοινό παρονομαστή, τα συλλογικά σχήματα παραγωγής. Με το Μέτρο 9 για «Σύσταση Ομάδων – Οργανώσεων Παραγωγών» του νέου Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 (Β’ Πυλώνας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής – ΚΑΠ), διαμορφώνεται μια θεσμοθετημένη προοπτική με κίνητρα.
Δικαιούχοι είναι νέες ομάδες και οργανώσεις παραγωγών, που ανήκουν στην κατηγορία των Πολύ Μικρών, Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και έχουν ελάχιστο αριθμό δέκα μελών. Η στήριξη καταβάλλεται σε ετήσια βάση στους δικαιούχους, αποτελεί ποσοστό επί της ετήσιας εμπορεύσιμης αξίας των προϊόντων της ομάδας ή της οργάνωσης και βαίνει φθίνουσα, ως ακολούθως: 10%,8%, 6%, 4% και 2% ως ποσοστό της αξίας παραγωγής που έχει διατεθεί στο εμπόριο κατά το 1ο, 2ο, 3ο, 4ο και 5ο έτος αντιστοίχως. Το ανώτατο ποσό ενίσχυσης ανέρχεται σε 100.000 ευρώ ανά έτος.
Παράλληλα, ο παραγωγός μπορεί να συμμετάσχει συνδυαστικά και σε άλλα μέτρα και δράσεις της ΚΑΠ, μεγιστοποιώντας την ωφέλεια για τον ίδιο αλλά και στηρίζοντας την καλλιέργεια. Μπορεί να ενισχυθεί για τα πάγια κόστη που απορρέουν από τη συμμετοχή του σε ένα σύστημα ποιότητας AGRO 2 ή ECOLABEL ως και 1.300 ευρώ ετησίως για 5 έτη. Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα (Μέτρο 4) σε μεμονωμένους βαμβακοπαραγωγούς να κάνουν επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεών τους, με προμήθεια παγίων και με επιδότηση 40% – 50% επί της καθαρής αξίας ως 500.000 ευρώ. Αν οι επενδύσεις γίνουν από συλλογικά σχήματα, η επιδότηση μπορεί να ανέλθει και στο 70% και οι συλλογικές επενδύσεις στα 2.000.000 ευρώ.
Το βαμβάκι περνά από πολλά μεταποιητικά στάδια (καλλιέργεια, εκκόκκιση, νηματοποίηση, κατασκευή υφάσματος, βαφή – φινίρισμα, κοπή – ραφή – πώληση), οπότε υπάρχει μεγάλο περιθώριο να αποκτήσει μεγάλη προστιθέμενη αξία. Με τα «εργαλεία» της νέας ΚΑΠ και την υποστήριξη του προϊόντος από την πολιτεία θα μπορούσε ο «λευκός χρυσός» της ελληνικής γης να δώσει ταυτότητα και ώθηση στην κλωστοϋφαντουργία και στη βιομηχανία της ένδυσης. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Νταράουσε, «αν αξιοποιούμε τα μέτρα μόνο για να εισπράξουμε τα οφέλη, για να στηρίξουμε προσωρινά τη βιωσιμότητά της (ως αυτοσκοπό), χωρίς να παραχθεί νέα αξία, μάλλον το μέτρο θα αποτύχει και θα επιστρέψουμε σύντομα στο προηγούμενο μη βιώσιμο μοντέλο».


ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Δεν είναι βιώσιμο το σημερινό καθεστώς

Σήμερα, τα βασικά προβλήματα του κλάδου συνοψίζονται στα εξής: υψηλό κόστος παραγωγής, υποβάθμιση της ποιότητας βάμβακος, αδυναμία στην τυποποίηση, χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά την πολιτική αγροτικής ανάπτυξης, από το 1981 και μετά, η οποία στηρίχθηκε στις υψηλές επιδοτήσεις που «καλλιέργησαν» τους περίφημους αγρότες του… καναπέ, με χαμηλή απασχόληση και παραγωγή αλλά υψηλά εισοδήματα, το 2002 καταργήθηκε και ο Οργανισμός Βάμβακος δημιουργώντας προβλήματα στην πιστοποίηση του προϊόντος. Παράλληλα, παραδοσιακές ελληνικές ποικιλίες βάμβακος, ιδιαίτερα ποιοτικές, εγκαταλείφθηκαν και αντικαταστάθηκαν με εισαγόμενες, πιο παραγωγικές, αλλά αμφιβόλου ποιότητας.
Οπως αναφέρει ο προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος δρ Μωχάμεντ Νταράουσε, το σημερινό καθεστώς δεν είναι βιώσιμο, με συνέπεια τη σταδιακή μείωση της καλλιέργειας (20%-30% εφέτος).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ