Μπορεί οι μεγάλες ξένες τράπεζες και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης (μετά τα γνωστά τερτίπια με τις διαρροές από ελληνικής πλευράς) να εμφανίζουν και πάλι ως ένα πιθανό σενάριο την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, οι Ευρωπαίοι όμως είναι αυτό ακριβώς που θέλουν να αποφύγουν. Και τούτο διότι, όπως εξελίσσονται τώρα τα πράγματα στην πολύπαθη Ευρωπαϊκή Ενωση, το τελευταίο που θα επιθυμούσαν είναι μια επανάληψη της γνωστής κρίσης του Ιουλίου 2015, με δεδομένο ότι, σε αντίθεση με τότε, το ευρωπαϊκό περιβάλλον σήμερα είναι ιδιαίτερα βεβαρημένο, με αποτέλεσμα πολλοί να πιστεύουν ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της διάλυσης της ΕΕ, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζαμε έως τώρα. Γι’ αυτό και εντείνονται οι προσπάθειες να επέλθει ένας συμβιβασμός μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ, με την κυρία Λαγκάρντ να αποδέχεται τώρα ότι η ελάφρυνση του χρέους μπορεί να γίνει χωρίς κούρεμα, με την παράταση της ωρίμασης των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να συμβεί αυτό είναι να εφαρμόσει επιτέλους η Ελλάδα τις περιώνυμες μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε να είχε εφαρμόσει από τον περασμένο Οκτώβριο, και να σταματήσει τις γνωστές, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, καθυστερήσεις. Οπως μάλιστα συνέστησε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ντομπρόβσκις, ο στόχος πρέπει να είναι οι περικοπές δαπανών και όχι οι αυξήσεις φόρων, που βαθαίνουν την ύφεση και εμποδίζουν την ανάπτυξη. Πέρα όμως από όλα αυτά, το βέβαιο είναι ότι η προσοχή των Ευρωπαίων είναι κυρίως στραμμένη στην πολύπλευρη κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ με την προοπτική του Brexit τον Ιούνιο, την όλο και πιο πολύπλοκη επίλυση του Προσφυγικού και την απειλή νέων τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Το κλίμα έχει βαρύνει ιδιαίτερα μετά το αρνητικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ολλανδία, το οποίο μπορεί να μην έχει, από νομικής απόψεως, ένα πρακτικό αποτέλεσμα, ήλθε όμως να δώσει αέρα στα πανιά των απανταχού ευρωσκεπτικιστών, με κορυφαίους τη Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και τον Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία. Αλλά η εξέλιξη που προκάλεσε πραγματικό σεισμό ήταν η αποκάλυψη ότι ο βρετανός πρωθυπουργός διατηρούσε offshore λογαριασμούς στον Παναμά. Αυτό μάλιστα που ενόχλησε ιδιαίτερα ήταν ότι ενώ αρχικά το αρνήθηκε, υποχρεώθηκε στη συνέχεια να το παραδεχθεί. Δεν θέλει, λοιπόν, και πολλή σκέψη για να γίνει αντιληπτό ότι η δυσάρεστη αυτή εξέλιξη θα έχει άμεσες επιπτώσεις στο επικείμενο δημοψήφισμα του Ιουνίου, καθώς οι ψηφοφόροι θα θελήσουν με το «Οχι» να εκφράσουν όχι τόσο την άρνησή τους για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, όσο την αγανάκτησή τους για τη στάση του πρωθυπουργού τους. Με ποιο κύρος, αλήθεια, θα μπορέσει από εδώ και πέρα να στηρίξει την προπαγάνδα υπέρ του «Ναι»;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ