Η τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες απέδειξε για άλλη μία φορά το ανέφικτο της απόλυτης ασφάλειας. Εύλογα οι ανυποψίαστοι πολίτες αναρωτιούνται για την αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών ασφαλείας με το εξειδικευμένο προσωπικό και τον πανάκριβο εξοπλισμό να παρεμποδίσουν ανάλογα τρομοκρατικά πλήγματα.
Διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι κανένα μέτρο ασφαλείας δεν μπορεί εγγυημένα να αποτρέψει τον αποφασισμένο (και καλά οργανωμένο) τρομοκράτη που έχει αποφασίσει να μεταβληθεί σε «μάρτυρα» των ιδεών του. Ίσως μάλιστα και η τεχνολογία να πολλαπλασιάζει την ικανότητά του για αιματηρά τυφλά κτυπήματα. Αναπόφευκτα λοιπόν ο τρόμος καθίσταται μέρος της καθημερινότητάς μας.
Στα πλαίσια αυτής της διαπάλης, η πόλη των Βρυξελλών, παρά τον αυξημένο βαθμό αντιτρομοκρατικού συναγερμού, δεν απέφυγε το πλήγμα. Αποτελεί πλέον έργο των αρχών ασφαλείας να επανεξετάσουν τα μέτρα περιφρούρησης και τα δίκτυα πληροφοριών σε μια αέναη -αλλά συνάμα και απέλπιδα- προσπάθεια για επίτευξη της απόλυτης ασφάλειας.
Αρχικές εκτιμήσεις όμως καταδεικνύουν τα τραγικά αποτελέσματα μιας μακροχρόνιας εθελοτυφλίας στην αντιμετώπιση του προβλήματος της γκετοποίησης τμημάτων των ευρωπαϊκών πόλεων. Η περιθωριοποίηση σε συνδυασμό με την εξάντληση των κοινωνικών παροχών και κυρίως της ελπίδας των χιλιάδων νέων μη γηγενών κατοίκων για ένα καλύτερο μέλλον, οδηγούν στην απελπισία και στην επικράτηση εξτρεμιστικών ιδεών.
Η ανησυχία για μια σταδιακή και ανεξέλεγκτη «ισλαμοποίηση των Βρυξελλών» με ενδεχόμενη εμφάνιση ακραίων στοιχείων εκφράζονταν συχνά από βέλγους αξιωματούχους προς συναδέλφους τους σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ – Ευρωπαϊκή Ένωση) ήδη προ δεκαετίας.
Εμφανείς είναι πλέον οι δεσμοί μεταξύ των προσφάτων επιθέσεων (Παρίσι, Βρυξέλλες) που εκτελέσθηκαν ως επί το πλείστον από ευρωπαίους πολίτες μουσουλμανικής προέλευσης που απέκτησαν τη θανατηφόρα τεχνογνωσία τους μέσω διάχυσης και μεταφοράς της από τα πεδία των μαχών σε Συρία και Ιράκ.
Οι τρομοκράτες μπορούν να ισχυριστούν ότι πέτυχαν να σκορπίσουν τον τρόμο προσβάλλοντας το διοικητικό κέντρο της Ευρώπης και αποδεικνύοντας ότι παρά τις πρόσφατες συλλήψεις μελών τους είναι σε θέση να εξαπολύσουν συντονισμένες αιματηρές επιθέσεις.
Ο αντικειμενικός στόχος των τρομοκρατών δεν είναι όμως μόνο η πρόκληση φόβου. Οι αρρωστημένοι εγκέφαλοι της τρομοκρατίας επιδιώκουν να προξενήσουν μια αντεκδικητική αντίδραση των δυτικών κοινωνιών κατά του μουσουλμανικού κόσμου αδιακρίτως. Η σύγκρουση των πολιτισμών είναι για αυτούς η επιδιωκόμενη και νομοτελειακή εξέλιξη που θα οδηγήσει στη συντριβή των «απίστων» και την παγκόσμια επικράτηση της ιδεολογίας τους. Απόλυτα νοσηρή και απλοϊκή σκέψη που νοηματοδοτεί όμως την ύπαρξη απελπισμένων και περιθωριοποιημένων ανθρώπων.
Δυστυχώς όμως άνθρωποι πρόθυμοι να ακολουθήσουν το μονοπάτι της απόλυτης και αντιπαραγωγικής σύγκρουσης των «πολιτισμών» υπάρχουν αρκετοί σε όλες τις πλευρές. Ήδη τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής φαίνονται και στο φοβικό τρόπο αντίδρασης των Ευρωπαίων στις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές.
Αναπόφευκτη η αγωνία των συμπολιτών μας για το ενδεχόμενο τρομοκρατικής επίθεσης και στην Ελλάδα. Αγωνία που ενδυναμώνεται και από την ανεξέλεγκτη ροή και εγκλωβισμό προσφύγων και μεταναστών στα εδάφη μας. Οι κίνδυνοι υπαρκτοί και πολύπλευροι, και δικαιολογημένη η βουβή αγωνία που συχνά δεν εκδηλώνεται υπό το φόβο της ρατσιστικής «ρετσινιάς». Μια ανησυχία που δεν προέρχεται από τη διαφορετικότητα του άλλου, αλλά κυρίως από τη δικαιολογημένη ανησυχία της ανασφάλειας, της εξέλιξης των εθνικών μας ζητημάτων, της οικονομικής αντοχής αλλά και της διαφύλαξης της (λοιδορούμενης ενίοτε αλλά βαθιά ριζωμένης) εθνικής ταυτότητάς μας.
Η αγωνία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς διαβλέπουμε την περιχαράκωση άλλων ευρωπαϊκών κρατών και την αδυναμία άρθρωσης κοινής πολιτικής. Ήδη θεωρείται βέβαιο ότι ευρωπαϊκά κράτη, σε απάντηση της τρομοκρατικής ενέργειας, θα προχωρήσουν σε περαιτέρω μονομερείς ενέργειες με αρνητικές επιπτώσεις στη χώρα μας.
Αναμφισβήτητες όμως και οι ευθύνες μας που μέσω μιας αλλοπρόσαλλης πολιτικής ανοικτών συνόρων οδηγηθήκαμε (συνεπικουρουμένων και άλλων παραγόντων) στον υπερδεκαπλασιασμό των προσφυγικών ροών το 2015 και σε έλλειμμα εμπιστοσύνης εκ μέρους των «εταίρων» μας. Ευθύνες πολλές που αναλογικά επιμερίζονται στους επί χρόνια υπεύθυνους υιοθέτησης μιας ελλειμματικής και εθελοτυφλούσας μεταναστευτικής πολιτική και πολιτική ασφάλειας.
Η χώρα μας μέχρι σήμερα δεν έχει στοχοποιηθεί από τους εξτρεμιστές, ίσως επειδή δεν διαβλέπουν όφελος από παρόμοια ενέργεια. Πιθανόν, η όλη κατάσταση με τους εγκλωβισμένους πρόσφυγες, την ενδοευρωπαϊκή ασυνεννοησία και την απομόνωση της χώρας μας να εξυπηρετεί τους στόχους τους.
Μονόδρομος πλέον για την Ελλάδα είναι η αυστηρή τήρηση των εθνικών νόμων, των διεθνών συμβάσεων και των ευρωπαϊκών συμφωνιών συγχρόνως με μια ανθρώπινη αντιμετώπιση όλων των ταλαιπωρημένων ψυχών που συσσωρεύονται στα σύνορα μας. Διάσωση, καταγραφή, προσωρινή διαμονή προσφύγων, περιορισμός και επαναπροώθηση των παράτυπων μεταναστών. Η χώρα δεν μπορεί να είναι «ξέφραγο» αμπέλι εν ονόματι ενός απροσδιόριστου και μονόπλευρου ανθρωπισμού και ιδεολογικών ακροβασιών.
Φυσικά η απόφαση αυτή έχει σοβαρό οικονομικό κόστος, απαιτεί προσπάθεια και δυνατόν να προκαλέσει χαμηλής-μεσαίας έντασης αντιδράσεις καθώς θα περιορίζει τους χιλιάδες παράτυπους μετανάστες και πρόσφυγες σε κλειστές ή ελεγχόμενες αντίστοιχα δομές προσωρινής διαμονής. Είναι όμως η μοναδική μέθοδος που λειτουργώντας αποτρεπτικά, μεσοπρόθεσμα ενδεχομένως να μειώσει τις ροές και να οδηγήσει σε αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας και σε εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας.
Αναμφισβήτητα οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες και μετανάστες ουδεμία σχέση έχουν με τους τζιχαντιστές αλλά δεν παύουν να αποτελούν (για πολλούς λόγους) πιθανή αιτία αποσταθεροποίησης του κοινωνικού ιστού της Ευρώπης. Οι φράκτες όμως και οι βομβαρδισμοί του «Ισλαμικού Κράτους» δεν αποτελούν λύση.
Πίσω από τις τρομοκρατικές πράξεις υπάρχουν κράτη που καταρρέουν (και ευθύνες) και πίσω από τις ορδές των σύρων και ιρακινών προσφύγων έπονται εκατομμύρια απελπισμένων ανθρώπων από προβληματικές περιοχές. Εδώ θα κληθούμε ως «πολιτισμένα» κράτη να βρούμε τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ ασφάλειας, ανθρωπισμού και διαφύλαξης της ταυτότητος και τρόπου ζωής μας.
Σε αυτές τις λεπτές γραμμές και υπό τη σκιά της τρομοκρατίας θα διεξαχθεί ο «αγώνας» της γενιάς μας. Μέχρι όμως να υπάρξει μια συντονισμένη, ρεαλιστική και αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική η Ελλάδα, βασισμένη και στις εμπειρίες των άλλων κρατών, πρέπει να είναι προετοιμασμένη ακόμη και για το χειρότερο δυνατό σενάριο. Η προετοιμασία δεν αναφέρεται μόνο στις δυνάμεις ασφαλείας αλλά και στο γενικότερο χειρισμό της κρίσεως από την πολιτική ηγεσία και στην προετοιμασία του πληθυσμού.
Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ). Έχει υπηρετήσει σε μάχιμες μονάδες και επιτελικές θέσεις εσωτερικού και εξωτερικού και ήταν επί σειρά ετών διοικητής στο Πεδίο Βολής Κρήτης, ενώ είναι διαλέκτης και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας.



