Για όσους επιμένουν περί άλλα να συζητούν, η αντιπολίτευση έχει να απαντήσει σε ένα απλό και αυτονόητο ερώτημα: πώς θα ανορθώσει τη χώρα όταν την παραδώσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Επί της διαπίστωσης δεν υπάρχουν αποκλίσεις.
Ολοι οι παράγοντες της αντιπολίτευσης, από τον Κυριάκο ως τον Σημίτη και από τη Φώφη, τον Σταύρο και τον Βενιζέλο, συμφωνούν τουλάχιστον σε ένα πράγμα: η κυβέρνηση αυτή είναι η χειρότερη που γνώρισε ποτέ η δημοκρατική Ελλάδα. Tο κόστος της παραμονής και της απομάκρυνσής της θα είναι μεγάλο.
Δεν θα φύγουν ούτε εύκολα ούτε ανώδυνα.
Επειδή όμως η πολιτική δεν κοροϊδεύει, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση φέρει ημερομηνία λήξης και ούτε διαθέτει εναλλακτικές λύσεις για να αντικαταστήσει τον εαυτό της.
Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, η σημερινή αντιπολίτευση θα κληθεί να διαχειριστεί την καταστροφή. Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Οπως όλα δείχνουν, η ΝΔ του Κυριάκου μπορεί να αντιπολιτεύεται ως τώρα υποτονικά αλλά δύσκολα δεν θα αποτελέσει την κυρίαρχη δύναμη της επόμενης φάσης. Το «κίνημα έξωσης του ΣΥΡΙΖΑ» θα την παρασύρει έστω και παρά τη θέληση ή την ικανότητά της.
Αυτό όμως δεν αρκεί. Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι η ΝΔ δεν έχει εκλογικό ταβάνι αλλά έχει. Δύσκολα θα οδηγηθεί σε ευρεία αυτοδυναμία και ούτε είναι προφανές ότι τη χρειάζεται.
Υπό αυτή την έννοια λοιπόν είναι κρίσιμο για την Ελλάδα να συγκροτηθεί ένας ευρύς συνασπισμός εξουσίας όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων ο οποίος θα αναλάβει την ανόρθωση από τα ερείπια και την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Είναι ένα εθνικό σχέδιο. Γι’ αυτό χρειάζεται μια ισχυρή Κεντροαριστερά. Γι’ αυτό χρειάζεται μια ισχυρή Δημοκρατική Συμπαράταξη ή ένα ισχυρό Ποτάμι, ακόμη κι ένας ισχυρός Λεβέντης.
Και γι’ αυτό το εθνικό σχέδιο της ανόρθωσης δεν μπορεί να περιλαμβάνει τοξικές ή επαμφοτερίζουσες περιπτώσεις που δεν αντιλαμβάνονται ή που δεν θέλουν να υπηρετήσουν τη θεμελιώδη διαχωριστική γραμμή της εποχής μας. Είναι το πρόβλημα με τους «παπανδρεϊκούς» –αν επιβιώνει ακόμη το είδος…
Το βέβαιον είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να επιστρέψει σε ξεπερασμένα μοντέλα διαχείρισης. Ούτε να κυβερνηθεί από οριακές και αμφιλεγόμενες πλειοψηφίες.
Υπό αυτή την έννοια, το έργο μοιάζει δεδομένο και σχεδόν αυτονόητο. Το ζητούμενο είναι ποιοι και πώς θα ανεβάσουν την παράσταση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ