Η Σοφία Κόπολα ετοιμάζεται να κάνει το ντεμπούτο της στο λυρικό θέατρο με την «Τραβιάτα» του Βέρντι στη Ρώμη

Το επικείμενο ντεμπούτο της Σοφίας Κόπολα στο λυρικό θέατρο προκάλεσε πολλές συζητήσεις άμα τη ανακοινώσει του γεννώντας μεγάλες προσδοκίες στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η αμερικανίδα σκηνοθέτρια θα πάρει το βάπτισμα του πυρός με έναν τίτλο εμβληματικό: την «Τραβιάτα» του Βέρντι που θα κάνει πρεμιέρα στην Οπερα της Ρώμης στις 24 Μαΐου φιλοδοξώντας να επανεγγράψει το θέατρο της ιταλικής πρωτεύουσας στον διεθνή χάρτη ύστερα από μια περίοδο έντονου κλυδωνισμού. Την πρόσκληση στη 44χρονη Κόπολα απηύθυνε ο βετεράνος σχεδιαστής μόδας Βαλεντίνο Γκαραβάνι καθώς η συγκεκριμένη παραγωγή θα αποτελέσει το πρώτο πρότζεκτ το οποίο θα χρηματοδοτήσει το ίδρυμα που φέρει το όνομά του με τον ίδιο να σχεδιάζει τα κοστούμια της πρωταγωνίστριας πραγματοποιώντας ένα όνειρο ζωής.

Κλασικό και μοντέρνο


Η ταινία της «Μαρία Αντουανέτα» (2006) ήταν αυτή η οποία έδωσε την ιδέα για την Κόπολα στον Βαλεντίνο καθώς τον εντυπωσίασε η ευαισθησία, η μουσική αισθητική της και η ικανότητά της να συνδυάζει το κλασικό με το μοντέρνο. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πάντως η οπτική της σκηνοθέτριας επάνω στην «Τραβιάτα» θα αντανακλά προηγούμενες κινηματογραφικές δουλειές της καθώς, σύμφωνα με όσα δήλωσαν συνεργάτες της, «έχει επανειλημμένως ασχοληθεί με πνευματώδεις γυναίκες οι οποίες ήρθαν αντιμέτωπες με κοινωνικούς περιορισμούς». Φαίνεται πως για όλα τα πράγματα υπάρχει ο σωστός χρόνος καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που το όνομα της Κόπολα σχετίζεται με την όπερα. Το 2007 το λυρικό θέατρο του Μονπελιέ είχε ανακοινώσει ότι η ίδια επρόκειτο να σκηνοθετήσει μια νέα παραγωγή τής «Μανόν Λεσκό» την καλλιτεχνική περίοδο 2009-2010 με πρωταγωνιστή τον Ρομπέρτο Αλάνια, πράγμα που διαψεύστηκε όμως την επαύριο από τους συνεργάτες της…
Η δημοσιοποίηση της συνεργασίας της Κόπολα με το λυρικό θέατρο της Ρώμης συνέπεσε με την ανακοίνωση του προγράμματος της Οπερας της Φιλαδέλφειας για την καλλιτεχνική περίοδο 2016-2017: η οπερατική διασκευή της βραβευμένης ταινίας του Λαρς φον Τρίερ «Δαμάζοντας τα κύματα» (1996) από την αμερικανίδα συνθέτρια Μίσι Ματσόλι προβάλλει αναμφίβολα ως η πλέον αναμενόμενη παραγωγή μιας σεζόν με γενικότερο τίτλο την «Πρόκληση». Παρ’ όλο που οι υπόλοιποι συντελεστές δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί, το γεγονός αυτό δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου την επεισοδιακή «εμπλοκή» του δανού σκηνοθέτη με την όπερα πριν από κάμποσα χρόνια. Το 2001 η πανηγυρική ανακοίνωση τής από μέρους του ανάληψης της ευθύνης της σκηνοθεσίας της νέας παραγωγής της βαγκνερικής τετραλογίας που είχε προγραμματίσει το διάσημο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ για το 2006 προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον στον Τύπο. Ο ίδιος μάλιστα είχε χαρακτηρίσει το πρότζεκτ ως τον «απόλυτο σκοπό της ζωής του». Τρία χρόνια αργότερα, όμως, αναγκάστηκε να αποχωρήσει παραδεχόμενος ότι οι απαιτήσεις της τετραλογίας υπερβαίνουν τις φυσικές αντοχές του. Η εξέλιξη αυτή άφησε κυριολεκτικά στα κρύα του λουτρού τον τότε διευθυντή του Φεστιβάλ Βόλφγκανγκ Βάγκνερ – πατέρα της σημερινής καλλιτεχνικής διευθύντριας –ενώ οι συνεργάτες του ανέλαβαν να κρατήσουν τα προσχήματα λέγοντας πως η πόρτα της διοργάνωσης δεν έχει κλείσει για τον Λαρς φον Τρίερ και ίσως κάποια στιγμή επιχειρήσει κάτι λιγότερο απαιτητικό…
Αμφιλεγόμενη τάση


Το καλοκαίρι του 2008 οι δύο παραστάσεις του επικού «Μπορίς Γκοντούνοφ» του Μούσοργκσκι από την Οπερα Μπαλσόι σε σκηνοθεσία του Αλεξάντρ Σοκούροφ στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών έφεραν σε επαφή –με έμμεσο, έστω, τρόπο –το ελληνικό κοινό με μια τάση η οποία κέρδισε σταθερά έδαφος την προηγούμενη δεκαετία στη διεθνή σκηνή: την προσέγγιση της Οπερας μέσα από τη ματιά των κινηματογραφικών σκηνοθετών. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο εκείνη την ίδια χρονιά μια σειρά δημιουργοί όπως ο Γούντι Αλεν, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και ο Αμπάς Κιαροστάμι προστέθηκαν σε μια μεγάλη λίστα η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τα ονόματα του Λουκίνο Βισκόντι, του Αντρέι Ταρκόφσκι, του Φράνκο Τζεφιρέλι, του Ρομάν Πολάνσκι, του Ζανγκ Γιμού και του Μίχαελ Χάνεκε. Η «μόδα» γέννησε ερωτήματα: Πρόκειται άραγε για κίνηση ριζικής ανανέωσης με σκοπό την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και το άνοιγμα σε ευρύτερο κοινό πέρα από τους παραδοσιακούς φίλους της όπερας ή επιφανειακός εντυπωσιασμός, ένα βήμα προς την «αποδόμηση» του είδους με τη σταθερή υποβάθμιση της μουσικής προς χάριν της εικόνας;
Η αλήθεια είναι ότι το φλερτ της όπερας με τη μεγάλη οθόνη δεν είναι καινούργιο. Η κινηματογράφηση σημαντικών παραγωγών, η μεταφορά «αβανταδόρικων» λυρικών έργων στον κινηματογράφο, η οπερατική εκδοχή ταινιών (όπως π.χ. το «Sophie’s Choice», το «Brokeback Mountain» και τώρα το «Δαμάζοντας τα κύματα») και –ιδιαιτέρως την τελευταία δεκαετία –η αναμετάδοση παραστάσεων μέσω γιγαντοοθονών ή αιθουσών οι οποίες διαθέτουν τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό έχουν φέρει τις δύο τέχνες πιο κοντά. Οσο για τα παραδείγματα των κινηματογραφικών σκηνοθετών οι οποίοι θέλησαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στην όπερα, και αυτά κάθε άλλο παρά έλειψαν στο παρελθόν. Αξίζει να σταθεί κανείς, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της πολυσυζητημένης βαγκνερικής τετραλογίας που παρουσίασε ο Πατρίς Σερό στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1976: μια παραγωγή η οποία ξεκίνησε ως σκάνδαλο, εξελίχθηκε σε «καυτό» θέμα συζήτησης και κατέληξε να αποτελέσει διαρκές σημείο αναφοράς τόσο για κάθε επόμενο ανέβασμα του μνημειώδους αριστουργήματος του Βάγκνερ όσο και για αυτήν καθεαυτήν την ιστορία του λυρικού θεάτρου. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα του Φρέντερικ Σποτς στο βιβλίο του «Μπαϊρόιτ, η Ιστορία του Φεστιβάλ του Βάγκνερ» όπου κάνει λόγο για «φιλίες χρόνων που καταστράφηκαν και ζευγάρια που χώρισαν» ύστερα από την επεισοδιακή πρεμιέρα.
Ωστόσο, η παρουσίαση της «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι σε σκηνοθεσία Αντονι Μινγκέλα, η οποία εγκαινίασε τη σεζόν 2006-2007 στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, έχοντας προηγουμένως παρουσιαστεί στην Εθνική Οπερα της Αγγλίας, θεωρείται από πολλούς το αποφασιστικό «σημείο καμπής» της τελευταίας δεκαετίας. Και αυτό γιατί επρόκειτο για παράσταση η οποία αποδεδειγμένα έφερε την όπερα κοντά στο ευρύτερο κοινό προκαλώντας παράλληλα πολύ μεγάλη δημοσιότητα.
Η άγνοια δεν αποθαρρύνει


Πέρα από τις επιμέρους διαφορές τους, οι διάσημοι κινηματογραφικοί σκηνοθέτες οι οποίοι τα τελευταία χρόνια είπαν το «μεγάλο ναι» στην όπερα έχουν ένα κοινό σημείο: την ολοκληρωτική άγνοια του χώρου του λυρικού θεάτρου την οποία μάλιστα παραδέχονται με παρρησία. «Δεν έχω ιδέα τι θα κάνω, αλλά η άγνοια ουδέποτε υπήρξε ανασταλτικός παράγοντας για εμένα» δήλωνε ο Γούντι Αλεν άμα τη ανακοινώσει της είδησης πως θα σκηνοθετήσει τον κωμικό «Τζιάνι Σκίκι» του Πουτσίνι για την Οπερα του Λος Αντζελες. Η πορεία των πραγμάτων ήρθε να τον δικαιώσει αφού παρότι ο ίδιος δεν παρέστη στην πρεμιέρα (!), η παράσταση όχι μόνο καταχειροκροτήθηκε αλλά και απεδείχθη «χαλκέντερη»: χαρακτηριστικό, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε η εναρκτήρια της εφετινής σεζόν.
Αν η μακρινή συγγένεια η οποία συνδέει τη Σοφία Κόπολα με τον σουπερστάρ του πόντιουμ Ρικάρντο Μούτι μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική –έστω ως έναν βαθμό –κάθε άλλο παρά λάτρης της «παραδοσιακής» όπερας έχει δηλώσει από την πλευρά του ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ με αφορμή τη σκηνοθεσία της οπερατικής εκδοχής της περίφημης ταινίας του «Η μύγα» («The Fly» ,1986) στην Οπερα του Παρισιού. «Θεωρώ πολύ πιθανό να τα κάνω θάλασσα, δεν έχω την παραμικρή πείρα. Αυτό που ήθελα ήταν να μεταφέρω τις πιο μοντέρνες ιδέες μου στη σκηνή». Παρ’ όλο που δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για παταγώδη αποτυχία, η υποδοχή της παράστασης δεν παρέπεμπε στον ενθουσιασμό που προκάλεσε ο Γούντι Αλεν. Στην περίπτωση του Κρόνενμπεργκ οι αντιδράσεις του κοινού ήταν μάλλον χλιαρές με κάποιους από τους θεατές να δηλώνουν στις εφημερίδες ότι «περίμεναν κάτι πιο εντυπωσιακό».
Μάλλον αποτυχημένη θα μπορούσε να θεωρηθεί και η πρόταση του Αμπάς Κιαροστάμι στο μοτσάρτειο «Cosi fan tutte» που έκανε πρεμιέρα το 2008 στο Φεστιβάλ της Aix En Provence και αργότερα παρουσιάστηκε στην Εθνική Οπερα της Αγγλίας. Ο ιρανός σκηνοθέτης παραδέχτηκε ότι προτού αποπειραθεί να την προσεγγίσει, όχι μόνο δεν είχε καμία πείρα του είδους αλλά δεν είχε και ποτέ παρακολουθήσει καν την εν λόγω όπερα. Οι θεωρητικές δηλώσεις του περί «παγκοσμιότητας των θεμάτων με τα οποία είχε καταπιαστεί ο Μότσαρτ» δεν στάθηκαν ικανές να πείσουν τους έμπειρους θεατές του είδους αλλά και τους κριτικούς οι οποίοι χαρακτήρισαν τη σκηνοθεσία του «αφελή».

«Το να εισάγεις διάσημους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες είναι μια από τις τακτικές με το μεγαλύτερο ρίσκο από πλευράς διευθυντών των λυρικών θεάτρων»
γράφει χαρακτηριστικά ο Ρούπερτ Κρίστιανσεν στην εφημερίδα «Daily Telegraph». «Παρά το αρχικό ενδιαφέρον του Τύπου και του κοινού – συνεχίζει ο ίδιος –το εγχείρημα είναι πολύ αμφίβολο καθώς οι πρόβες με τους τραγουδιστές και η συνεργασία με τον διευθυντή ορχήστρας είναι μια διαδικασία πολύ διαφορετική από το να δουλεύεις πίσω από τις κάμερες». Ανάλογους προβληματισμούς έχει κατά καιρούς εκφράσει ο βετεράνος βρετανός σκηνοθέτης Γκράχαμ Βικ, παραστάσεις του οποίου έχουν επανειλημμένως παρουσιαστεί στην Ελλάδα. Ο ίδιος θεωρεί ότι η όπερα είναι τελείως διαφορετικό είδος από τον κινηματογράφο και το θέατρο και το γεγονός ότι κάποιες φορές τείνει να ξεχνιέται, αποτελεί πραγματικό κίνδυνο. Σε ανάλογο μήκος κύματος ο συνάδελφός του Ντέιβιντ Ολντεν –στο παρελθόν έχουμε δει και δική του παράσταση στην Ελλάδα –ο οποίος δίνει μια διάσταση περισσότερο πρακτική: «Αν εμπιστευθείς κάποιον τελείως άπειρο προκειμένου να σκηνοθετήσει μια σημαντική όπερα σε ένα επίσης σημαντικό θέατρο, οι πιθανότητες να κάνει κάτι που να αντέξει στον χρόνο δεν ξεπερνούν το 20%. Οταν μάλιστα μιλάμε για τα οικονομικά μεγέθη της όπερας, πρόκειται για αυτοκτονική επιλογή. Πραγματικά γελοίο…».

Βισκόντι: εκπαιδεύοντας την Κάλλας
Μια από τις πλέον συζητημένες συνεργασίες στην ιστορία του λυρικού θεάτρου ήταν αυτή του Λουκίνο Βισκόντι με τη Μαρία Κάλλας. Εστω κι αν τελικά δεν έπεισε την ντίβα να εκτεθεί στον κινηματογραφικό του φακό, ο ιταλός σκηνοθέτης στάθηκε αναμφίβολα μια από τις ισχυρότερες φυσιογνωμίες στην καριέρα της αφού ήταν το πρόσωπο που «κρυβόταν» πίσω από τη θεατρική διείσδυση στους ρόλους της. Αν η δασκάλα της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και ο μαέστρος Τούλιο Σεραφίν υπήρξαν οι άνθρωποι οι οποίοι την «έπλασαν» φωνητικά, ο Βισκόντι ήταν αυτός ο οποίος κατόρθωσε να μεταμορφώσει κυριολεκτικά την «ενστικτώδη» καλλιτέχνιδα εκλεπτύνοντας στο έπακρο τα εκφραστικά της μέσα και κινητοποιώντας τις ερμηνευτικές της δυνατότητες έτσι ώστε να φθάσουν σε επίπεδα μεγάλης ηθοποιού πρόζας. Ο Βισκόντι επένδυσε στην Κάλλας τα σκηνοθετικά του οράματα και από την πλευρά της η «Βασίλισσα της Σκάλας» μετατράπηκε σε εύπλαστο «όργανο» στα χέρια του. Το αποτέλεσμα ήταν η λαμπρή τους συνεργασία –με αποκορύφωμα την περίφημη «Τραβιάτα» του 1955 –να αγγίξει δυσθεώρητα, για την εποχή εκείνη, ύψη τελειότητας, φέρνοντας πραγματική επανάσταση στον χώρο της όπερας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ