Το κράτος παράγει λόγο. Μέσω των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών που ελέγχει. Μέσω των διαφημίσεων που προωθούν τις δράσεις του. Και φυσικά μέσω των έργων τέχνης που παραγγέλνει ή χρηματοδοτεί. Το ανέβασμα της παράστασης «Η ισορροπία του Nash» από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου δεν αποτελεί παρά μια μορφή κρατικού λόγου.
Ασφαλώς, το κράτος δεν έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης όπως έχει ο κάθε πολίτης. Αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι θα ήμασταν όλοι καλύτερα αν το κράτος δεν μιλούσε καθόλου. Και σε αυτό όμως το πεδίο, όπως παντού, η κρατική δράση υπόκειται σε περιορισμούς. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Πρώτον, είναι επίμεμπτη κρατική διαφήμιση υπέρ ή κατά ενός πολιτικού κόμματος. Δεύτερον, είναι ανεπίτρεπτη η υιοθέτηση από το κράτος ρατσιστικού λόγου. Αλλά δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ανάμεσα σε αυτούς τους περιορισμούς συγκαταλέγεται και μια γενική υποχρέωση μη προσβολής των πολιτών. Ο λόγος δεν είναι μόνον ότι οποιοδήποτε περιεχόμενο όλο και κάποιον θα προσβάλλει. Είναι πρωτίστως ότι σε μια ευνομούμενη και δίκαιη κοινωνία έχουμε συμφέρον το κράτος να προάγει με τον λόγο του κάποιες αξίες ή συμπεριφορές και όχι άλλες, π.χ. τον αθλητισμό και όχι την καθιστική ζωή. Εδώ υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά με άλλες μορφές κρατικής δράσης. Οταν το κράτος καταναγκάζει, οφείλει –κατ’ αρχήν –να επιτρέπει στον καθένα να ζει σύμφωνα με τη δική του αντίληψη για την καλή ζωή, όποια κι αν είναι αυτή. Αν σου αρέσει να ξημεροβραδιάζεσαι μπροστά στην τηλεόραση, κανείς δεν επιτρέπεται να σε σηκώσει με τη βία. Οταν, όμως, το κράτος μιλάει, δεν οφείλει –και πάλι κατ’ αρχήν –να τηρεί ίσες αποστάσεις, και ας λέει ό,τι θέλει ο θιασώτης της καθιστικής ζωής, και ας έχει πληρώσει τους φόρους του. Εδώ το κράτος αποσκοπεί να πείσει και συνεπώς δεν δεσμεύεται από ένα ανάλογο καθήκον ουδετερότητας.
Μήπως λοιπόν το σφάλμα του Εθνικού Θεάτρου έγκειται στο ότι πρόβαλε τις λάθος αξίες; Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται.
Πρώτον, δεν είναι όλα τα είδη κρατικού λόγου ίδια. Αλλιώς κρίνουμε την εκ μέρους του κράτους απευθείας υποστήριξη μιας άποψης («πείτε όχι στα ναρκωτικά») και αλλιώς τη στήριξη της τέχνης (χρηματοδότηση μιας ταινίας με θέμα δύο φίλους που επισκέπτονται το Λας Βέγκας υπό την επήρεια σκληρών ναρκωτικών). Γι’ αυτό, ορθώς διστάζουμε να αποδώσουμε σε καλλιτεχνικά έργα ένα μονοδιάστατο μήνυμα: «Αυτός ο πίνακας σπιλώνει το σύμβολο του Εσταυρωμένου». «Αυτό το μυθιστόρημα βεβηλώνει το Κοράνι». Μια τέτοια αντίληψη περί τέχνης έχει αντίκτυπο στην αποστολή του κράτους. Στον βαθμό που έχει λόγο να στηρίξει την καλλιτεχνική δημιουργία πρέπει να καλλιεργήσει ένα καθεστώς σχετικής εκφραστικής ελευθερίας και να ενθαρρύνει διάφορους τρόπους εξερεύνησης των αξιών που η τέχνη θεραπεύει. Δεν είναι τυχαίο ότι ναι μεν μας εξεγείρει η σκέψη ότι το Εθνικό Θέατρο επιλέγει παραστάσεις που ηρωοποιούν έναν καταδικασμένο τρομοκράτη, όπως του καταμαρτυρούν οι επικριτές του, αλλά ακούγεται παράταιρο (και κάπως σεμνότυφο) να ορίσουμε ως σκοπό του την προώθηση έργων που εξαίρουν την αξία της δημοκρατικής νομιμότητας.
Δεύτερον, σε συνθήκες πλουραλισμού είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν αντικρουόμενες αντιλήψεις για τις αξίες που θεραπεύει η τέχνη και την ιεράρχησή τους. Δεν είναι όλες ανεύλογες απλώς και μόνο επειδή διαφέρουν από τη δική μας. Μια ευνομούμενη και δίκαιη κοινωνία προβλέπει διαδικασίες για το πώς θα επιλύονται αυτές οι διαφωνίες όταν πρέπει να ληφθεί μια απόφαση. Γενικά μιλώντας, είναι ένδειξη ανωριμότητας μιας κοινωνίας αν οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται αποκλειστικά ανάλογα με το τι επιθυμεί η εκάστοτε πολιτική πλειοψηφία. Η πολιτική πλειοψηφία δεν είναι στην καλύτερη θέση να κρίνει ποια τέχνη αξίζει να στηριχθεί (ή ποια επιστημονική έρευνα αξίζει να χρηματοδοτηθεί). Το Εθνικό Θέατρο είναι ένας οργανισμός που αποσκοπεί να καλύψει αυτόν τον ρόλο. Το εξουσιοδοτούμε να αποφασίζει ποιες παραστάσεις θα ανεβάσει επειδή κατά τεκμήριο διαθέτει την ειδική γνώση να τις κρίνει με γνώμονα την καλλιτεχνική τους αξία.
Δεν έχω καμία αυταπάτη ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως προπαγάνδα. Πολλά καλλιτεχνικά έργα δημιουργήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ακριβώς για να εξυμνήσουν την τρομοκρατία και να σκανδαλίσουν τους θρήσκους. Δεν έχω επίσης καμία αυταπάτη ότι ορισμένες φορές οι οργανισμοί που έχουν ταχθεί να υπηρετήσουν την τέχνη σφάλλουν ή, ακόμη χειρότερα, υποτάσσουν την τέχνη σε άλλες σκοπιμότητες. Είναι όμως λάθος να θεωρούμε θεσμική υπέρβαση κάθε κρατικό λόγο που μεροληπτεί υπέρ μιας ορισμένης, ευρέως εννοούμενης πολιτικής –μη κομματικής –θεώρησης. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεσμικώς ανεκτός κρατικός λόγος είναι υπεράνω κριτικής. Μπορεί να είναι στενόμυαλος, ιδεοληπτικός, προκατειλημμένος, αναίσθητος κ.τ.λ., και δεν έχουμε κανέναν λόγο να του χαριστούμε, αρκεί βέβαια να μην εκφεύγουμε των ορίων του νόμου. Συνεπώς, όταν επικρίνουμε –και έντονα –μια κρατικά χρηματοδοτούμενη θεατρική παράσταση, δεν τη λογοκρίνουμε. Σε τελική ανάλυση, οι δημόσιοι λειτουργοί που είναι αρμόδιοι να αποφασίζουν τι θα πει το κράτος έχουν ευθύνη να ασκούν την εξουσία τους ενσυνείδητα. Κι εμείς έχουμε ευθύνη και δικαίωμα να τους αξιολογούμε. Οταν το κάνουμε –ας μη γελιόμαστε –αντιπαραβάλλουμε στη δική τους παρέμβαση στη δημόσια σφαίρα τη δική μας. Ετσι αναμετριόμαστε στον στίβο των ιδεών, όχι με απαγορεύσεις.
Ο κ. Δημήτρης Κυρίτσης είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Reading.