Απώλειες 7,7 τρισ. δολαρίων παγκοσμίως και 8,5 δισ. ευρώ περίπου στο Χρηματιστήριο Αθηνών σημειώνουν οι μετοχές εφέτος πραγματοποιώντας ένα από τα χειρότερα ξεκινήματα έτους, με τις ρευστοποιήσεις να θυμίζουν την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Αν και η παρέμβαση του προέδρου της ΕΚΤ Mάριο Ντράγκι την Πέμπτη σχετικά με το ενδεχόμενο υιοθέτησης περαιτέρω μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, καθώς και η διαβεβαίωσή του ότι οι εποπτικές αρχές δεν πρόκειται να ζητήσουν νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εφέτος από τις ευρωτράπεζες, συγκράτησαν την πτώση, εν τούτοις το επενδυτικό κλίμα παραμένει ασταθές.
Ο Reinhard Cluse, οικονομολόγος της UBS για την Ευρώπη, εκτιμά πάντως ότι στις 10 Μαρτίου το νέο «πακέτο Ντράγκι» θα περιλαμβάνει μείωση του αρνητικού επιτοκίου καταθέσεων κατά 10 μονάδες βάσης στο -0,4%, πιθανή αύξηση κατά 10 δισ. ευρώ των μηνιαίων αγορών περιουσιακών στοιχείων (και ίσως και διεύρυνσή τους) από τα 60 δισ. ευρώ στα 70 δισ. ευρώ και επέκταση της λήξης του προγράμματος τυπώματος χρήματος πέραν του Μαρτίου του 2017.
Το επενδυτικό συναίσθημα έχει πάντως κλονιστεί και η στροφή σε ασφαλή καταφύγια ήταν εμφανής την ώρα που τουλάχιστον 40 χρηματιστήρια σε όλον τον κόσμο από τα 93 που παρακολουθεί το Bloomberg έχουν βρεθεί σε περιβάλλον «πτωτικής αγοράς» (bear market).

Το πρόσφατο sell-off (ξεπούλημα) θα μπορούσε να σημαίνει και μια προσαρμογή των αγορών στις νέες παγκόσμιες συνθήκες, εκτιμούσαν κορυφαίοι τραπεζίτες, ενώ αναλυτές ανέφεραν ότι με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν πλέον τα πυρομαχικά για να αλλάξουν το κλίμα. Από την άλλη πλευρά, τεράστια κεφάλαια που διοχετεύθηκαν στις αναδυόμενες αγορές για περισσότερο από μία δεκαετία, λόγω της ήπιας νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, επαναπατρίζονται ή στρέφονται σε τοποθετήσεις που αποτιμώνται σε δολάρια, καθώς το αμερικανικό νόμισμα αποτελεί επενδυτικό καταφύγιο εξαιτίας της αναιμικής ανάπτυξης αλλά και της αναταραχής που έχει επέλθει στις διεθνείς αγορές.
Ο παγκόσμιος δείκτης μετοχών MSCI All Country World Index σημειώνει απώλειες 11% εφέτος και συνολικά 20%, που υποδηλώνει ότι βρέθηκε τεχνικά σε bear market, από το ρεκόρ του περασμένου Μαΐου, ενώ και ο γενικός δείκτης στην Αθήνα υποχωρεί το 2016 κατά 16% κινούμενος κοντά σε χαμηλά τετραετίας. Καθώς οι διαδικασίες σχετικά με το Ασφαλιστικό, την αξιoλόγηση του ελληνικού προγράμματος διάσωσης και τη ρύθμιση του χρέους προβληματίζουν, πέρα από την πτώση των ελληνικών μετοχών, την ανιούσα πήραν και τα ελληνικά ομόλογα.
Διεθνώς το «ξεπούλημα» προκλήθηκε τόσο από τους ανανεωμένους φόβους για την οικονομία της Κίνας (με τις αγορές να αμφισβητούν τα επίσημα στοιχεία) και για την παγκόσμια οικονομία και τις επιπτώσεις στα εταιρικά κέρδη μετά και τη «βουτιά» κατά 77% του πετρελαίου από τον Απρίλιο του 2011, οπότε είχε φτάσει στα 126,65 δολάρια/βαρέλι, αλλά και συνολικά των εμπορευμάτων όσο και από την αύξηση του γεωπολιτικού και πολιτικού κινδύνου.
Μπορεί, όπως λέγεται πάντως, «όταν η Αμερική φτερνίζεται, όλος ο κόσμος να αρρωσταίνει», το βέβαιον είναι πια πως, όταν «η Κίνα δεν αισθάνεται καλά», μάλλον οι αναταράξεις στις αγορές κορυφώνονται καθώς οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία του πλανήτη είναι καθοριστικές.
Θολό τοπίο


Σε πρόσφατη έρευνα της UBS οι προσδοκίες της αγοράς αποτυπώνουν ένα θολό τοπίο για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη καθώς το 55% των ερωτηθέντων αναμένει πως η ανάπτυξη θα υποχωρήσει κάτω του 6% το 2016, ενώ ο μέσος όρος των προβλέψεων σχετικά με την ισοτιμία γουάν/δολαρίου για το τρέχον έτος εκτιμάται στο 6,92.
Πάντως στο «κακό σενάριο» της UBS, στο οποίο η ανάπτυξη υποχωρεί στο 4%, το πετρέλαιο θα κινηθεί προς τα 25 δολάρια/βαρέλι, τα βιομηχανικά μέταλλα θα χάσουν ένα επιπλέον 20%, ο δείκτης των παγκόσμιων μετοχών MSCI World θα υποχωρήσει 25%-30% και των αναδυομένων αγορών MSCI EM κατά 40%. Τα ομόλογα στις ΗΠΑ θα σημείωναν κέρδη, ενώ στα νομίσματα το δολάριο και το ευρώ θα ενισχυθούν και τα νομίσματα των αναδυομένων αγορών θα υποχωρήσουν 12%-15%.
Η μέση τιμή του μαύρου χρυσού τα τελευταία 150 χρόνια κυμαίνεται στα 34 δολ./βαρέλι
Πού θα πάει το πετρέλαιο – Οι κίνδυνοι και οι προβλέψεις
Οταν πέρυσι η Goldman Sachs έκανε λόγο για τιμή πετρελαίου στα 20 δολ. το βαρέλι, κανείς δεν την πήρε σοβαρά, αλλά τώρα η τιμή του δεν απέχει πολύ από αυτά τα επίπεδα. Αν και τα σχόλια του Draghi βοήθησαν τον μαύρο χρυσό να ενισχυθεί, ωστόσο το πετρέλαιο δεν έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο.
Η απαίτηση για μια ειδική συνεδρίαση του OPEC εντείνεται, το Ιράν συνεχίζει τις διαδικασίες αύξησης της παραγωγής και τα θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία για το α’ εξάμηνο του 2016 συνεχίζουν να είναι σταθερά υπέρ της προσφοράς, εκτιμά η Saxo Bank. Ο επικεφαλής του τμήματος εμπορευμάτων Edward L Morse (φωτογραφία) και η ομάδα των αναλυτών της Citigroup παρατηρούν πως ιστορικά η μέση τιμή του μαύρου χρυσού τα τελευταία 150 χρόνια κυμαίνεται στα 34 δολ./βαρέλι, δηλαδή λίγο πάνω από τα σημερινά επίπεδα των 30 δολ./βαρέλι.
Για να ενσωματωθούν οι νέες συνθήκες της αγοράς η Citi έχει μειώσει την πρόβλεψή της για τη μέση τιμή του Brent στα 40 δολ./βαρέλι το 2016 και στα 60 δολ. το 2017. Οπως εκτιμά, ως το τέλος του 2016 η αγορά αναμένεται να ισορροπήσει με αποτέλεσμα η πρόβλεψή της να είναι ότι στο 4ο τρίμηνο του έτους το Brent θα βρεθεί στα επίπεδα των 52 δολ./βαρέλι, αν και οι καθοδικοί κίνδυνοι αναφορικά με τη ζήτηση παραμένουν. Πάντως στην αγορά εκτιμάται πως το «παιχνίδι του δειλού» μεταξύ του OPEC, των παραγωγών σχιστολιθικού πετρελαίου και των εκτός OPEC παραγωγών σχετικά με τα μερίδια αγοράς δείχνει να έχει ακόμη αρκετούς γύρους.
Η προειδοποίηση εξάλλου του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) ότι η αγορά πετρελαίου θα «πνιγεί» στο υπερβάλλον πετρέλαιο επέτεινε τις πιέσεις. Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, το Ιράν μπορεί να αυξήσει την παραγωγή μόνο κατά 100.000 βαρέλια/ημέρα κάθε μήνα μετά την άρση των κυρώσεων και κατά 400.000 βαρέλια σε διάστημα έξι μηνών, αν και η Saxo Bank προβλέπει πως έπειτα από χρόνια κυρώσεων και υποεπενδύσεων, θα απαιτηθεί μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που υπολογίζει η αγορά για να φτάσει την πλήρη παραγωγική του δυναμικότητα.

Οι μετοχές και οι φόβοι για νέα κρίση
Οι ευρωπαϊκές μετοχές έπειτα από πτώση 20% έχουν εισέλθει τεχνικά σε bear market (πτωτική αγορά), παρατηρεί ο στρατηγικός αναλυτής για την Ευρώπη Jonathan Stubbs της Citigroup, ο οποίος πίσω από την αναταραχή των αγορών βλέπει περισσότερο μια κρίση εμπιστοσύνης σχετικά και με την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να ελέγξουν το παιχνίδι.
Καθώς δεν βλέπει ύφεση θεωρεί ότι σε ορίζοντα 6-12 μηνών οι μετοχικές αγορές θα κινηθούν υψηλότερα. O Mark Braley (φωτογραφία) και η ομάδα των αναλυτών της Deutsche Bank σημειώνουν ότι οι μετοχές είχαν μια δύσκολη αρχή, το 2016, απόρροια των ανησυχιών για την κινεζική και την παγκόσμια ανάπτυξη, όπως αποτυπώνεται και στην πτώση του πετρελαίου και των εμπορευμάτων, την ενίσχυση του δολαρίου και την πίεση στο γουάν. Για τους αναλυτές της γερμανικής τράπεζας οι πιέσεις ήταν υπερβολικές. Καθώς μάλιστα αναμένουν μια μέτρια αύξηση της παγκόσμιας ανάπτυξης, υπάρχουν περιθώρια για μια ανοδική αντίδραση των αγορών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τράπεζας, με τιμές πετρελαίου περίπου 35 δολάρια/βαρέλι και μηδενική σχεδόν μεταβολή εταιρικής κερδοφορίας, δίδει τιμές-στόχους στις 2.200 μονάδες για τον δείκτη-σηματωρό των διεθνών μετοχικών τάσεων S&P 500 των ΗΠΑ, τις 380 μονάδες για τον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx600, τις 10.023 μονάδες για τον δείκτη HSCEI και τις 64 μονάδες για τον MSCI China της Κίνας, κάτι που παραπέμπει σε περιθώρια ανόδου 15%-25% με βάση τα σημερινά επίπεδα τιμών.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η Phoenix Capital προειδοποιεί πως η ΕΚΤ και η Fed έχουν χάσει τον έλεγχο και είμαστε προ των πυλών για μια κρίση μεγαλύτερη του 2008. Το πρόβλημα είναι, λέει, ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι μια φούσκα ομολόγων καθώς το 2008 αντιστοιχούσαν σε 80 τρισ. δολάρια ενώ τώρα είναι πάνω από 100 τρισ. δολάρια.
Την ίδια στιγμή η αγορά παραγώγων που χρησιμοποιεί αυτή τη φούσκα ως ασφαλιστική δικλίδα είναι πάνω από 555 τρισ. δολάρια, ενώ και τα εταιρικά ομόλογα από 3,5 τρισ. δολάρια το 2007 σήμερα υπερβαίνουν τα 7 τρισ. δολάρια. Επίσης αναφέρει ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες το ίδιο ή και περισσότερο από όσο ήταν η Lehman Brothers. H μόχλευση της Fed είναι 78 προς 1 και της ΕΚΤ 26 προς 1 όταν της Lehman ήταν 30 προς 1.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ