«Το ακριβές κόστος των τρομοκρατικών επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι δεν πρόκειται να γίνει γνωστό παρά έπειτα από αρκετές εβδομάδες», διαμηνύει το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, σύμφωνα με διαρροές κυβερνητικών πηγών που αποκάλυψε ο ραδιοφωνικός σταθμός RTL, το κόστος των δολοφονικών ενεργειών στη γαλλική οικονομία μπορεί να φθάσει τα 2 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για ποσό που αντιστοιχεί στο 0,1% του γαλλικού ΑΕΠ. Οι εκτιμήσεις βασίζονται στη σύγκριση με στοιχεία που έχουν συλλεγεί για το οικονομικό κόστος των τρομοκρατικών ενεργειών που έχουν πλήξει τη Γαλλία τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών με τα οποία ήλθε σε επαφή η εφημερίδα «Le Figaro» σημείωσαν ότι ο αναφερθείς από το RTL υπολογισμός του οικονομικού κόστους της 13ης Νοεμβρίου –το ανθρώπινο κόστος είναι προφανές ότι είναι ανυπολόγιστο –ανέφεραν ότι «πρόκειται για μια πρώτη εκτίμηση» και ότι «είναι πολύ δύσκολο να καθορίσει κανείς τους δείκτες μέτρησης των επιπτώσεων ενός τόσο μοναδικού συμβάντος».
Τα στελέχη του υπουργείου πρόσθεσαν: «Αντιλαμβάνεστε ότι δεν είμαστε σε θέση να σχολιάσουμε τίποτε αναφορικά με τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ που ανέφερε ο ραδιοφωνικός σταθμός. Θα καταλήξουμε σε πιο συγκεκριμένους αριθμούς και θα τους ανακοινώσουμε σε αρκετές εβδομάδες».

Τουρισμός, μεταφορές, εμπόριο
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Figaro», οι επιπτώσεις των πρώτων ημερών μετά τις επιθέσεις των τρομοκρατών έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στον κλάδο του τουρισμού, των ξενοδοχείων και της εστίασης στη γαλλική πρωτεύουσα και την ευρύτερη διοικητική περιοχή του Ile-de-France.
Επιπτώσεις, όμως, όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδικάτου των Γάλλων Ξενοδόχων, υπάρχουν και εκτός Παρισιού με την ακύρωση εκδρομών και επισκέψεων από σχολεία, οργανισμούς, ενώσεις και ιδρύματα σε αξιοθέατα της χώρας «σε μια περίοδο μάλιστα που ο κλάδος άρχιζε να ανακάμπτει μετά τις επιθέσεις του περασμένη Ιανουαρίου κατά του περιοδικού Charlie Hebdo και του εβραϊκού σούπερ μάρκετ, επίσης στη γαλλική πρωτεύουσα».
Ο κλάδος των μεταφορών πλήττεται επίσης από τις επιθέσεις των τρομοκρατών. Η εταιρεία RATP, που λειτουργεί μεταξύ άλλων και το γαλλικό μετρό, κατέγραψε μεν μια «κατανοητή» μείωση της επιβατικής κίνησης κατά 50% στις 14 Νοεμβρίου, την επομένη δηλαδή των επιθέσεων, καθώς τα παρισινά μουσεία και τα αξιοθέατα ήταν όλα κλειστά.

Και δέκα ημέρες, ωστόσο, μετά από τις επιθέσεις παρατηρείται μια πτώση της κίνησης του επιβατικού κοινού κατά 10% στην πρωτεύουσα. Σημειωτέον ότι το Παρίσι είναι ο διασημότερος τουριστικός προορισμός συγκεντρώνοντας περισσότερους επισκέπτες ετησίως από όλες τις πρωτεύουσες του πλανήτη.

Και στις αεροπορικές μεταφορές, ασφαλώς, κατεγράφη κάμψη της επιβατικής κίνησης και των κρατήσεων, όπως διαβεβαίωσε μιλώντας στο αμερικανικό κανάλι CNBC ο διευθύνων σύμβουλος της Air France Αλεξάντρ Ντε Ζινιάκ.

Το προηγούμενο του Ιανουαρίου
Το λιανικό εμπόριο περιλαμβάνεται επίσης στους μεγάλους χαμένους των τρομοκρατικών επιθέσεων, με μια κάμψη του τζίρου της τάξεως του 15% που εξακολουθεί να παρατηρείται στα μεγάλα καταστήματα του κέντρου του Παρισιού –τις πρώτες ημέρες μετά τις επιθέσεις η πτώση του τζίρου κυμαινόταν από 30% έως 50%. Ακόμα και σε άλλες γαλλικές πόλεις τα καταστήματα ένδυσης, ιδιαιτέρως, καταγράφουν κάμψη του τζίρου τους κατά 20% έως 30%, σύμφωνα με τις επαγγελματικές ενώσεις των Γάλλων εμπόρων. «Και όλα αυτά ενώ πλησιάζουν τα Χριστούγεννα…», συμπληρώνουν.
Τον περασμένο Ιανουάριο οι επιπτώσεις των επιθέσεων στο Charlie Hebdo και στην εβραϊκή υπεραγορά στο εμπόριο είχαν σύντομη χρονική διάρκεια. «Ήταν η αρχή των χειμερινών εκπτώσεων και έπρεπε να περιμένουμε τρεις εβδομάδες για να αποκατασταθεί η κίνηση σε κανονικά επίπεδα, ανάλογα με την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2014», σημειώνει ο πρόεδρος του γαλλικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Ζεράρ Ατλάν.

«Όσοι βλέπουν τον κύκλο των εργασιών τους να συρρικνώνεται δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να περιμένουν»
, σημειώνει η «Figaro». Αλλά και το RTL επισημαίνει ότι και τα στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης του υπουργείου Οικονομικών, που αποτόλμησαν την πρώτη εκτίμηση μία μόλις εβδομάδα μετά από τις επιθέσεις, συνέστησαν «υπομονή για ακριβέστερους υπολογισμούς της ζημιάς στην εθνική οικονομία».