Το πρωί της δραματικής 13ης Νοεμβρίου, λίγες ώρες πριν την οργανωμένη δολοφονική επίθεση στο Παρίσι, το επίσημο Ινστιτούτο Στατιστικών Ερευνών της Γαλλίας Insee είχε ανακοινώσει ότι το τρίτο τρίμηνο του έτους ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα είχε φθάσει στο 0,3% συγκριτικά με το δεύτερο. Ποσοστό ούτως ή άλλως αναιμικό, όμως κατά τι υψηλότερο του αναμενομένου.

Το ερώτημα αν τα σοκαριστικά γεγονότα που ακολούθησαν την ανακοίνωση του Insee θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επιχειρήσεων ανακύπτει αβίαστα. Ασφαλώς τρεις μόλις ημέρες μετά από την πρωτοφανή δολοφονική επίθεση που δέχθηκε το Παρίσι είναι χρόνος ελάχιστος για να αποτολμήσει κανείς προβλέψεις για τον οικονομικό αντίκτυπο που αυτές μπορούν να έχουν. Πόσω μάλλον να διαβλέψει αν πρόκειται να βυθίσουν τη δεύτερη μεγαλύτερη (μετά τη γερμανική) οικονομία της Ευρωζώνης και πάλι στην ύφεση.
Παρά ταύτα τη Δευτέρα το απόγευμα η ιστοσελίδα της η «Monde» δημοσίευσε ένα πρώτο ρεπορτάζ για τον πιθανό οικονομικό αντίκτυπο των επιθέσεων.
«Βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά. Δεν υπήρξε προηγούμενο αυτού που συνέβη. Τα γεγονότα στο περιοδικό Charlie Hebdo και στο σούπερ μάρκετ στην Πορτ ντε Βενσέν, τον περασμένο Ιανουάριο, δεν εμπόδισαν την οικονομία να ανακάμψει κατά 0,7% το πρώτο τρίμηνο. Αλλά οι επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου είχαν ως στόχο ένα λαό ολόκληρο, είχαν μια μαζικότητα πρωτοφανή», δήλωσε στην εφημερίδα ο Ντενί Φεράν, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου ερευνών Coe-Rexecode.
«Αν ξαναχτυπηθεί το Παρίσι οι ξένοι καταναλωτές δεν θα ρισκάρουν εύκολα μια επίσκεψη στην πρωτεύουσα, ούτε ίσως και σε άλλες περιοχές της Γαλλίας. Οι αεροπορικές εταιρείες, οι όμιλοι που δραστηριοποιούνται στις μεταφορές, όπως η Eurotunnel, τα καταστήματα ειδών πολυτελείας και τα ξενοδοχεία, οι τομείς δηλαδή που εξαρτώνται από τον τουρισμό και την κατανάλωση, θα είναι οι πρώτοι που θα πληγούν», εκτικμά η Τανζί Λε Λιμπού, οικονομική αναλύτρια της Aurel BGC.
«Οι τρομοκρατικές επιθέσεις έχουν μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη. Πλήττουν τα δημόσια οικονομικά των κυβερνήσεων και ανεβάζουν το κόστος δανεισμού των κρατών», σημείωνε σε έκθεσή της για τις επιπτώσεις της τρομοκρατίας που δημοσιοποίησε στις 5 Οκτωβρίου ο οίκος αξιολόγησης Moody’s.
«Η μελέτη των επιπτώσεων τρομοκρατικών επιθέσεων σε 10 χώρες που επλήγησαν το 2013 δείχνει ότι το ΑΕΠ τους επηρεάστηκε αρνητικά κατά 0,51% έως 0,8% σε βραχυπρόθεσμη βάση. Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 1,3% έως 2,1% την χρονιά που σημειώθηκαν οι επιθέσεις», επισημαίνεται στην έκθεση. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι τα δύο τρίτα των επιθέσεων την χρονιά 2013 σημειώθηκαν στο Ιράκ, στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν και στην Ινδία.
«Υπάρχει πλήρης σύγχυση για το τι φέρνει το μέλλον. Για τον καταναλωτή θα ήταν λογικό να περιορίσει τις δαπάνες του και να αυξήσει τις αποταμιεύσεις του για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες δυσκολίες στο μέλλον», εκτιμά σε σημείωμά του που έδωσε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα ο διευθυντής οικονομικών ερευνών της Natixis Φιλίπ Βεστέρ.
«Από την πλευρά των επιχειρήσεων, μπορούμε να φανταστούμε την αβεβαιότητα που θα επηρεάζει τις αποφάσεις τους, κυρίως σε ό,τι αφορούν τις επενδύσεις. Ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Τα κρούσματα τρομοκρατικών επιθέσεων του παρελθόντος σε ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες δεν προκάλεσαν σημαντική συρρίκνωση των οικονομιών τους», πρόσθεσε ο γάλλος οικονομικός αναλυτής.
Μικρή πιθανότητα ύφεσης
Η πλειονότητα των ειδικών θεωρεί ότι οι επιπτώσεις των επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου στη γαλλική οικονομία θα είναι περιορισμένες. «Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης των νοικοκυριών επιταχύνθηκε στο 1,5% το τρίτο τρίμηνο του 2001 από 0,2% και 0,3% που ήταν τα δύο τρίμηνα που είχαν προηγηθεί», υπενθυμίζει ο Ντενί Φεράν του Ινστιτούτου Coe-Rexecode.
«Στην Ισπανία, μετά την επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης το Μάρτιο του 2004, ο ρυθμός ανάπτυξης δεν επηρεάστηκε. Η τότε ανάκαμψη της ισπανικής οικονομίας δεν είχε διακυβευτεί. Οι επιθέσεις στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 2005 δεν είχαν επίσης μεταβάλει την τάση ανάκαμψης της βρετανικής κυβέρνησης», συμπληρώνει ο Φιλίπ Βεστέρ της Natixis.
«Εν προκειμένω, σε ό,τι αφορά τη γαλλική οικονομία και τη ζώνη του ευρώ, τον πρώτο λόγο φαίνεται πως τον έχουν (ευτυχώς…) οι αναπτυξιακές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων και η δυναμικότερη, όπως ελπίζεται, πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέσω πιο αποφασιστικών και μαζικών αγορών δημοσίου χρέους», συνοψίζει το ρεπορτάζ της η συντάκτρια της «Monde» Οντρέ Τονελιέ.
Και προς επίρρωσιν του επιλόγου της αναφέρει την εκτίμηση του γενικού διευθυντή του ερευνητικού Ινστιτούτου Coe-Rexecode Ντενί Φεράν: «Τα μακροοικονομικά μέτρα έχουν σημαντικότερο αντίκτυπο στην αναπτυξιακή διαδικασία από γεγονότα σαν κι αυτό της 13ης Νοεμβρίου, όσο δραματικά κι αν είναι αυτά».