Μια ιδιότυπη επιβράδυνση, αυτό που αποκαλείται «ύφεση της ανάπτυξης» (growth recession), μια περίοδο δηλαδή που ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα κυμανθεί κάτω από το 3% ή και κάτω από το 2% ως απόρροια της κινεζικής επιβράδυνσης, δεν αποκλείουν κορυφαίοι οικονομολόγοι και αναλυτές της αγοράς.
Ο Willem Buiter, επικεφαλής οικονομολόγος της Citigroup, εκτιμά π.χ. ότι υπάρχει πιθανότητα 55% να υπάρξει κάποιας μορφής παγκόσμια ύφεση, ήπια σε διάρκεια και βάθος, τα επόμενα χρόνια η οποία θα μπορούσε να προκύψει από τη μείωση της ζήτησης από τις αναδυόμενες αγορές, ιδιαίτερα από την Κίνα, η οποία έχει διογκωθεί και έχει γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως.
Μεταξύ των λόγων για ανησυχία βρίσκεται η άποψή του ότι στην πραγματικότητα η ανάπτυξη της Κίνας ήδη βρίσκεται πιο κοντά στο 4% παρά στον κυβερνητικό στόχο του 7% για εφέτος. Παράλληλα σημειώνει το τεράστιο χρέος που έχουν συσσωρεύσει οι κινεζικές επιχειρήσεις εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου σε σύντομο χρονικό διάστημα. Την περασμένη δεκαετία η υπερχρέωση του κινεζικού ιδιωτικού τομέα ξεπέρασε ακόμη και αυτήν των ΗΠΑ, η οποία έχει μια πιο προηγμένη οικονομία και ένα πιο σοβαρό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Κίνδυνος μεγαλύτερης επιβράδυνσης


Στα χρόνια που ακολούθησαν τη χρηματοοικονομική κρίση η πιστωτική άνθηση της Κίνας αποτέλεσε βασικό μοχλό στήριξης της παγκόσμιας ανάπτυξης. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία της BIS, το ιδιωτικό χρέος (νοικοκυριά και μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις) της Κίνας έχει αυξηθεί από 117% του ΑΕΠ το 2008 στο 198% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2015, κινούμενο πλέον σε επίπεδα μεγαλύτερα των ΗΠΑ και της ευρωζώνης (147% του ΑΕΠ και 167% του ΑΕΠ αντίστοιχα). Η αύξηση κατά 81 ποσοστιαίες μονάδες του ιδιωτικού χρέους στην Κίνα είναι μάλιστα μεγαλύτερη από την άνοδο πριν από την κρίση στις ΗΠΑ και στη ζώνη του ευρώ (περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).
Σε ονομαστικούς όρους, το χρέος των ιδιωτών στην Κίνα έχει αυξηθεί κατά 350%, από τα 37 τρισ. ρέμνιμπι (RMB) στο τέλος του 2008 στα 128 τρισ. RMB σήμερα (από 5,8 τρισ. δολάρια στα 20 τρισ. δολάρια). Η αύξηση αυτή κατά 14,2 τρισ. δολάρια είναι πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά με τη συσσώρευση ιδιωτικού χρέους στην προ της κρίσης εποχή στη ζώνη του ευρώ (4,9 τρισ. δολάρια) αλλά και στις ΗΠΑ (9,5 τρισ. δολάρια). Τα στοιχεία της BIS δείχνουν επίσης ότι, αν στο ιδιωτικό χρέος της Κίνας προστεθεί και το δημόσιο (+92% του ΑΕΠ από το 2008), τότε φθάνει σήμερα στο 240% του ΑΕΠ, σε παρόμοιο επίπεδο με αυτό των ΗΠΑ (239% του ΑΕΠ) και μερικώς μικρότερο από την ευρωζώνη(276% του ΑΕΠ).
O συνδυασμός μιας υπερτιμημένης μετοχικής αγοράς, της τάσης υποτίμησης του νομίσματος αλλά και κυρίως του υψηλού δανεισμού και της ταχείας πιστωτικής επέκτασης σε σχέση με το ΑΕΠ αυξάνει τον κίνδυνο μιας σημαντικότερης επιβράδυνσης καθώς τα συμπτώματα αυτά είναι ένας συνδυασμός αυτών που κυριάρχησαν πριν από τις κρίσεις στις ΗΠΑ (2000 και 2008) και στην Ιαπωνία (1989) σε σχέση με την υπερτίμηση των μετοχικών αγορών και την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου αλλά και της κρίσης των αναδυόμενων ασιατικών αγορών (1998).
Η στροφή της κινεζικής οικονομίας που επιχειρείται από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις στην κατανάλωση είναι συνεπής με τη μείωση των εξωτερικών πλεονασμάτων, τη μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και την αποδυνάμωση του γουάν, παρατηρούσαν αναλυτές της αγοράς. Αν μάλιστα η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας αποφασίσει να περιορίσει τα συναλλαγματικά αποθέματά της, αναμένεται μείωση της ρευστότητας παγκοσμίως, με αρνητικές συνέπειες για τις αγορές και την παγκόσμια οικονομία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ