Αποφασισμένη να προχωρήσει στην οριστική εξυγίανση του εγχώριου τραπεζικού κλάδου μέσω των εν εξελίξειstresstests, με την τρίτη από το 2013 ανακεφαλαιοποίησή του, δείχνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Το γεγονός αυτό έχει κινητοποιήσει τους υφιστάμενους μετόχους των ελληνικών συστημικών ομίλων, οι οποίοι σε περίπτωση που ο λογαριασμός των ασκήσεων αντοχής είναι μεγάλος και δε βάλουν ξανά «το χέρι στην τσέπη» κινδυνεύουν με σημαντική συρρίκνωση των ποσοστών τους.

Τραπεζικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Ευρωτράπεζα θα λάβει τις αποφάσεις της με γνώμονα τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, η οποία μπορεί να οδηγήσει υπό προϋποθέσεις στην επανασύνδεσή του με τις αγορές.

«Αναγκαία συνθήκη για αυτό είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, που θα επιτευχθεί μόνον εάν οι αγορές θεωρήσουν ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον επαρκώς κεφαλαιοποιημένες» σημειώνουν οι ίδιες πηγές.

Και προσθέτουν πως «με τοEurogroupνα έχει εγκρίνει πακέτο στήριξης του κλάδου ύψους 25 δισ. ευρώ, γνωρίζαμε εξ αρχής ότι οι ανάγκες που θα προκύψουν από ταstresstestsθα διαμορφωθούν σε υψηλά επίπεδα».

Όπως εξηγούν, εάν διαμορφωθούν κάτω από τα 10 δισ. ευρώ, κάτι για το οποίο πιέζουν οι μέτοχοι των τραπεζών, θα τεθεί ζήτημα αξιοπιστίας των ασκήσεων προσομοίωσης.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να παραμείνει κι ένα μικρό έστω απόθεμα δημόσιων κεφαλαίων, όπως συνέβη με το προηγούμενο πακέτο των 50 δισ. ευρώ, από το οποίο περίσσεψαν περίπου 10 δισ. ευρώ.

Ως εκ τούτου, υπογραμμίζουν τραπεζικοί κύκλοι, με βάση τα οικονομικά στοιχεία, αλλά και την παραπάνω ισορροπία που καλείται να τηρήσει η ΕΚΤ, το πιο πιθανό σενάριο είναι οι κεφαλαιακές ανάγκες να διαμορφωθούν λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα 15 δισ. ευρώ.

Το «κακό» σενάριο

Προσθέτουν πάντως πως σε περίπτωση που ο λογαριασμός πλησιάσει ακόμη και τα 20 δισ. ευρώ, δε σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι δε θα συμμετάσχουν στις αυξήσεις κεφαλαίου ιδιώτες επενδυτές.

Σε μία τέτοια περίπτωση, η ΕΚΤ θα στείλει στις αγορές σήμα οριστικής εξυγίανσης του κλάδου, γεγονός που συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές στις οποίες θα εκδοθούν οι νέες μετοχές, θα συμβάλει καθοριστικά για την προσέλκυση νέων ιδιωτικών κεφαλαίων.

Απλώς το κίνητρο για επενδυτικά σχήματα που θα τοποθετηθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα είναι πολύ ισχυρότερο. Σε αντίθεση με τους παλαιούς μετόχους, οι οποίοι θα βρεθούν μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα: Να εισφέρουν για μία ακόμη φορά νέο χρήμα, διασώζοντας την επένδυσή τους ή να αποχωρήσουν «κλειδώνοντας» σημαντικές ζημιές;

«Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Εάν διαφανεί ότι το πολιτικοοικονομικό περιβάλλον μπορεί να στηρίξει την επιστροφή του τραπεζικού κλάδου σε βιώσιμη τροχιά, δεν αποκλείεται να δούμε και τους υφιστάμενους μετόχους να μπαίνουν στις νέες αυξήσεις» τονίζει αναλυτής.

Οι τραπεζικές διοικήσεις πάντως κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να πείσουν τις ευρωπαϊκές αρχές ότι τα πράγματα για την ελληνική οικονομία μετά ταcapitalcontrolsδεν εξελίσσονται τόσο άσχημα όσο προβλεπόταν αρχικώς.

Ωστόσο, δεν μπορούν να κάνουν και …μαγικά. Έχουν αποστείλει τα στοιχεία στην ΕΚΤ για την διεξαγωγή τωνstresstestsκαι η μόνη επικοινωνία που υπάρχει πλέον σχετίζεται με την παροχή διευκρινιστικών απαντήσεων σε ερωτήματα που θέτουν οι ελεγκτές.

Σε αντίθεση με τις ασκήσεις του 2014, η εμπλοκή της Τράπεζας της Ελλάδος και των στελεχών των ελληνικών ομίλων στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων είναι σαφώς μικρότερη.