Οι εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου κυριαρχήθηκαν από την αντιμνημονιακή και τη λεγόμενη αντισυστημική ρητορεία. Κατά τον επερχόμενο τότε ΣΥΡΙΖΑ οι προηγούμενοι ήταν εχθροί του λαού και της κοινωνίας και οι πράξεις τους συνώνυμες της υποταγής, της εθελοδουλείας και της υπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων. Προηγήθηκε μακρά διαδικασία προπαγάνδας και μαζί είχαν αναδειχθεί στον μέγιστο βαθμό οι συνέπειες των δύο πρώτων μνημονίων, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν συγκεκριμένες πεποιθήσεις και αντιλήψεις, όπως και προσδοκίες ανατροπής σε μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού.
Υπό αυτές τις συνθήκες επικράτησε τότε το αίτημα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής και έτσι προσφέρθηκε η ευκαιρία στην Αριστερά του κ. Τσίπρα να δοκιμάσει δυνάμεις και δυνατότητες και κυρίως να εκφράσει και να εκπροσωπήσει μια άλλη πολιτική για τη χώρα και τον λαό μας. Ωστόσο η συνέχεια δεν δικαίωσε εκείνες τις προσδοκίες.
Η αντιμνημονιακή πλάνη κατέρρευσε μπρος στην ευρωπαϊκή πίεση για τήρηση των υπεσχημένων και υπό το βάρος του εμφανούς αλλά μη επαρκώς αξιολογηθέντος χρηματοδοτικού αδιεξόδου. Αντιστοίχως η αντισυστημική ρητορεία υποχώρησε μπρος στη διοικητική αδυναμία του αριστερού κυβερνητικού σχήματος. Προϊόντος του χρόνου το αδιέξοδο φανερώθηκε και για την κάλυψή του επινοήθηκαν κόλπα πολιτικά. Η επιλογή του δημοψηφίσματος απεδείχθη φωτοβολίδα και το εντυπωσιακό αποτέλεσμά του δεν άντεξε ούτε μία μέρα.
Η κυβέρνηση έπειτα από εκείνο το εντυπωσιακό «Οχι» σύρθηκε, υπό την απειλή του Grexit, σε μια ετεροβαρή διαπραγμάτευση, η οποία έφερε το τρίτο και για πολλούς το σκληρότερο Μνημόνιο. Για την ψήφισή του επιστρατεύθηκαν αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, το κόμμα του κ. Τσίπρα διασπάστηκε, ο λαός και ιδιαιτέρως οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος απογοητεύθηκαν και έτσι φθάσαμε στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου.
Διανύουμε την τελευταία εβδομάδα της σύντομης προεκλογικής περιόδου, τελούμε εν αναμονή της δεύτερης τηλεμαχίας και, παρ’ όλα αυτά, παραμένει δυσχερής η πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος. Το κλίμα, η ατμόσφαιρα και ο ενθουσιασμός που έδωσαν τη νίκη στον κ. Τσίπρα τον περασμένο Γενάρη δεν υπάρχουν χωρίς αμφιβολία. Οι υπερασπιστές του δεν είναι πια ορατοί ούτε θορυβώδεις όπως ήταν στις προηγούμενες εκλογές. Αντιθέτως, ο υποτιμημένος Μεϊμαράκης κατάφερε να ενοποιήσει το κόμμα του και να δημιουργήσει ακόμη και προϋποθέσεις νίκης.
Ωστόσο μετά την πρώτη τηλεμαχία κάτι φαίνεται να συνέβη στο εκλογικό σώμα. Το ενδεχόμενο νεοδημοκρατικής νίκης κατά μία εκδοχή ενεργοποίησε τους νέους και τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που επέλεγαν μέχρι πρότινος την αποχή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας υψώνει τους τόνους και επαναφέρει την αντισυστημική ρητορεία, σε μια προσπάθεια ακριβώς να κινητοποιήσει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του «Οχι» και τους κλονισμένους ψηφοφόρους του Ιανουαρίου.
Κανείς επί του παρόντος δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια προς τα πού θα γείρει το εκλογικό σώμα. Θα δώσει άραγε δεύτερη ευκαιρία στον κ. Τσίπρα ή θα επιλέξει τον συντηρητικό και για πολλούς ασφαλέστερο δρόμο που του προτείνει ο λαϊκός κ. Μεϊμαράκης;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ