Μια «Νέα Πραγματικότητα» εντοπίζει στην εαρινή Έκθεσή του για την Παγκόσμια οικονομία που δημοσιοποίησε τη Μεγάλη Τρίτη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Πρόκειται για τη «χαμηλότερη δυναμική ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, το Ταμείο επισημαίνει ότι η κάμψη της αναπτυξιακής δυναμικής παγκοσμίως εντοπίζεται χρονικά από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και εντεύθεν. Η κάμψη αυτή αντανακλά τις επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και από τη χαμηλότερη κεφαλαιακή ανάπτυξη και παραγωγικότητα που παρατηρείται σε πολλές ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες αγορές και οικονομίες.
Σε ό,τι αφορά τις ανεπτυγμένες οικονομίες οι χαμηλότερες αναπτυξιακές προοπτικές αποδίδονται σχεδόν εξίσου στην κάμψη της κεφαλαιακής συσσώρευσης και στην κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης της αγοράς εργασίας. Και η κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης της αγοράς εργασίας είναι το απότοκο των αρνητικών δημογραφικών εξελίξεων.
Σε ό,τι αφορά τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι χαμηλότερες αναπτυξιακές προοπτικές αποδίδονται στην επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παραγωγικότητας.
Ανεπαρκής η ανάκαμψη
Το Ταμείο σημειώνει ότι όσο βελτιώνονται οι οικονομικές συνθήκες και ανακάμπτει η οικονομική δραστηριότητα σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, οι επενδύσεις θα αυξηθούν και σταδιακά θα ανακάμψει ο ρυθμός ανάπτυξης των παραγωγικών κεφαλαίων.
Ωστόσο, οι προοπτικές για το εργατικό δυναμικό των ανεπτυγμένων χωρών είναι λιγότερο ευνοϊκές. Δημογραφικοί παράγοντες αναμένεται να διαδραματίσουν ρόλο τροχοπέδης σε πολλές οικονομίες, καθώς ο πληθυσμός γερνά και όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα δουν την παραγωγικότητά τους να πλησιάζει τους πριν την κρίση ρυθμούς, ωστόσο η ταχεία ανάπτυξη της παραγωγικότητας που είχε παρατηρηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 – ανάπτυξη που τροφοδοτήθηκε από την εξαιρετική ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής και της επικοινωνίας – δεν φαίνεται πως θα αποκατασταθεί.
Συνοψίζοντας, τα σενάρια που επεξεργάστηκε το ΔΝΤ οδηγούν στην πρόβλεψη ότι η αναπτυξιακή δυναμική στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα παραμείνει τα επόμενα χρόνια σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα πριν την κρίση, ενώ στις αναδυόμενες οικονομίες και αγορές η αναπτυξιακή δυναμική αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω σε μεσοπρόθεσμη βάση.
«Τα σενάρια αυτά υποδηλώνουν για το μέλλον χαμηλότερους ρυθμούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής. Επιπλέον, η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών μεγεθών θα είναι δυσκολότερο να διατηρηθεί καθώς η φορολογική βάση θα διευρύνεται με χαμηλότερους ρυθμούς», σημειώνει χαρακτηριστικά το ΔΝΤ.
Δράσεις που απαιτούνται
Παρά ταύτα, το Ταμείο εκτιμά ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια αισιοδοξίας. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα αναληφθεί δράση προς την κατεύθυνση της τόνωσης της αναπτυξιακής δυναμικής των οικονομιών. Αν και το σωστό μίγμα μέτρων που πρέπει να ληφθούν και πολιτικής που πρέπει να αναληφθεί διαφέρει από χώρα σε χώρα, το ΔΝΤ υπενθυμίζει κάποιες αναπτυξιακές «συνταγές» γενικής εφαρμογής και παντός καιρού. Αυτές είναι:
– Η καινοτομία που πρέπει να ενθαρρυνθεί και να τονωθεί μέσω της μεγαλύτερης στήριξης της έρευνας και της ανάπτυξης από τις κυβερνήσεις. Αυτή η στήριξη μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης των συστημάτων χορήγησης ευρεσιτεχνιών και της υιοθέτησης καλοσχεδιασμένων φορολογικών κινήτρων και επιχορηγήσεων.
– Η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού μπορεί να ενισχυθεί μέσω της βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης.
– Τα προβλήματα που αναχαιτίζουν τους ρυθμούς παραγωγής σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες μπορούν να απαλειφθούν μέσω της αύξησης των δαπανών για έργα υποδομής.
– Σε κάποιες χώρες υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των συνθηκών επιχειρηματικότητας και καλύτερης λειτουργίας των αγορών.
– Η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην αναπτυξιακή διαδικασία πρέπει να στηριχτεί, κυρίως σε ό,τι αφορά τις γυναίκες εργαζόμενες σε ορισμένες χώρες και τους εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας σε άλλες. Αυτό απαιτεί έναν καλύτερο σχεδιασμό του φορολογικού συστήματος και των πολιτικών δημοσίων δαπανών σε ορισμένες οικονομίες.
– Η τόνωση της ζήτησης μέσω νομισματικών και, όπου αυτό είναι εφικτό, μέσω φορολογικών πολιτικών παραμένει σημαντική σε αρκετές οικονομίες προκειμένου να τονωθούν οι επενδύσεις και η κεφαλαιακή ανάπτυξη.
Αναιμικές εταιρικές επενδύσεις
Σε παράρτημα της Έκθεσης του ΔΝΤ που υπογράφουν οι Ακίμπ Ασλάμ, Ντάνιελ Λέι και Σέοκ Τζιλ Παρκ, αναφέρεται ότι η συζήτηση για τους λόγους για τους οποίους οι επιχειρήσεις δεν αυξάνουν τις επενδύσεις τους στην ανανέωση των βαρέων μέσων παραγωγής, του εξοπλισμού και των βιομηχανικών τους μονάδων, συνεχίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι τρεις ερευνητές παρατηρούν ότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες η συρρίκνωση των εταιρικών επενδύσεων, που αποτελούν τη μεγαλύτερη συνιστώσα των ιδιωτικών επενδύσεων, από την πρόσφατη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και εντεύθεν είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με παλαιότερες υφέσεις.
«Και υπάρχουν ανησυχητικά σημάδια ότι η συρρίκνωση αυτή διαβρώνει σε βάθος χρόνου τις προοπτικές για οικονομική ανάκαμψη», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Όλα ξεκινούν από τη ζήτηση
Οι Ασλάμ, Λέι και Παρκ συνδέουν τη γενικότερη κάμψη των επενδύσεων με τη γενικότερη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και της παραγωγής. Και όταν οι επιχειρήσεις ερωτώνται για τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, απαντούν ότι βασική τροχοπέδη των δραστηριοτήτων τους είναι η αναιμική καταναλωτική ζήτηση.
«Πέρα από τη γενική αυτή διαπίστωση, παρατηρούμε ιδιαίτερη πτώση των επενδύσεων στις χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες το κόστος δανεισμού είχε εκτιναχθεί στα ύψη τη διετία 2010-11 με την κρίση χρέους. Στις χώρες αυτές τα δημοσιονομικά προβλήματα και η αβεβαιότητα διαδραμάτισαν επιπρόσθετο ρόλο και αποθάρρυναν περισσότερο τις εταιρικές επενδύσεις», γράφουν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ.
Δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές
Το ερώτημα πώς θα αναζωογονηθούν οι εταιρικές επενδύσεις ανακύπτει αβίαστα και για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό οι ερευνητές θεωρούν ότι χρειάζεται μια συνεκτική πολιτική που θα εκπορεύεται από πολλούς φορείς και εξουσίες.
«Οι δημοσιονομικές και οι νομισματικές πολιτικές μπορούν να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις για να επενδύσουν, ωστόσο οι πολιτικές αυτές δεν αρκούν για να επαναφέρουν τις επενδύσεις στα προ της κρίσεως επίπεδα. Εκείνο που χρειάζεται είναι περισσότερες δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές που μπορούν να τονώσουν τη ζήτηση βραχυπρόθεσμα, να ενισχύσουν την προσφορά μεσοπρόθεσμα και στη συνέχεια να ενθαρρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις στις χώρες όπου οι συνθήκες είναι ευνοϊκές», σημειώνουν οι τρεις οικονομολόγοι και η υπογράμμιση είναι δική τους.
Τέλος, το ΔΝΤ θεωρεί ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ενίσχυση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην παραγωγική διαδικασία (η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δηλαδή), «μπορούν να βελτιώσουν τις προοπτικές για την τόνωση της παραγωγής και κατά συνέπεια να ενθαρρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις».



