Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα δε χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή στους μισθούς ούτε νέα μέτρα λιτότητας, αλλά εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εκφράζει σε ανάλυσή της η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank.
Ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank, που επιμελήθηκε την έκθεση αναφέρει πως η μελέτη της τράπεζας «βλέπει» πέρα από τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους επίσημους πιστωτές της και τους Θεσμούς στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διαβουλεύσεων για την αποπεράτωση της υφιστάμενης αξιολόγησης (review) του προγράμματος προσαρμογής.
Αν αυτού επικεντρώνεται στις κατευθύνσεις πολιτικής που θα πρέπει να προάγει το όποιο νέο πλαίσιο συμφωνηθεί με την Ευρωομάδα και τους Θεσμούς μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης έτσι ώστε να επιταχυνθεί η επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής ευημερίας.
Σύμφωνα με τη Eurobank, ένα τέτοιο πλαίσιο θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, μεγαλύτερη έμφαση στις διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις εγχώριες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε τομείς πέρα του σχετικού μισθολογικού κόστους.
«Τα ανωτέρω αποτελούν, με τη σειρά τους, αναγκαία προϋπόθεση για τη μετάβαση σε ένα νέο, βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης με έμφαση τις εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις καθώς και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας» τονίζει η τράπεζα.
Από την άλλη πλευρά, σημειώνει, η μονομερής έμφαση σε νέα μέτρα λιτότητας και μισθολογικού (από)πληθωρισμού θα ενίσχυε τον κίνδυνο μιας αυτοαναιρούμενης δημοσιονομικής πολιτικής (self-defecating fiscal consolidation) με αρνητικές επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και τη σταθεροποίηση του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ, την κοινωνική συνοχή και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Η νέα συμφωνία
Σύμφωνα με τη Eurobank, η προαγωγή ενός νέου πλαισίου συμφωνίας με τους επίσημες δανειστές και τους Θεσμούς θα απαιτούσε:
α) την ταχεία ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης με στόχο την άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζει το Ελληνικό Δημόσιο, και
β) την έναρξη των διαβουλεύσεων για ένα νέο πακέτο ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους, τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το τρέχον και τα επόμενα έτη καθώς και ένα νέο ενισχυμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση, το θεσμικό και ρυθμιστικό περιβάλλον καθώς και τις εγχώριες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.