Η εκπαίδευση μαζί με την Υγεία ήταν τα κατ’ εξοχήν θύματα της κρίσης. Εχουν δίκιο όσοι ζητούν τη συγκεκριμενοποίηση των μεταρρυθμιστικών προτάσεων σ’ αυτούς τους τομείς. Θα αναφερθώ σε αυτές που ονόμασα «μεταρρυθμίσεις ενδιάμεσου πεδίου»: μεταρρυθμίσεις που δεν αναιρούν μόνο προηγούμενους κακούς νόμους, που δεν ανακουφίζουν απλώς αλλά που αλλάζουν δομικά τα πράγματα, παραμένοντας σε ένα ενδιάμεσο πεδίο συμφωνίας ανάμεσα στη νέα κυβέρνηση και στους δανειστές της. Και θα αναφερθώ στα της Παιδείας.
Το εγκαθιδρυμένο νομοθετικό πλέγμα (ν. Διαμαντοπούλου) έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αποτυπώνει ιδεολογικές εμμονές και εκφράζει όλες εκείνες τις λεπτομερείς τεχνοκρατικές και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που σκοτώνουν και το πνεύμα και το γράμμα μιας ελεύθερης Παιδείας. Κανένα από τα μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης ούτε αντιμετώπισε ούτε έλυσε. Τι θα μπορούσε να κάνει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της Αριστεράς;
Το πρώτο είναι ο τεράστιος αριθμός των μετεγγραφών κάθε χρόνο που αφενός ερημώνουν τα περιφερειακά πανεπιστήμια, αφετέρου με την υπερσυγκέντρωση φοιτητών ακυρώνουν τη διδασκαλία στα κεντρικά. Τι σημαίνει αυτό το πρόβλημα; Οτι η χωροθέτηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων έγινε με κριτήρια τοπικής ενίσχυσης αλλά δεν έλαβε υπόψη της τις ροές. Να λοιπόν ένα βασικό πεδίο μεταρρύθμισης εκπαιδευτικής με πολύ μεγάλες οικονομικές συνέπειες. Να ξαναχαραχθεί ο χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι τριβές που παράγουν τις αιτίες του φαινομένου των μετεγγραφών. Δεκαετίες τώρα μεταβάλλεται συνεχώς το εξεταστικό σύστημα. Αλλά οι εξετάσεις αφορούν μόνο μερικές σχολές υψηλής ζήτησης. Αυτές μπορούν να θέσουν πρόσθετα κριτήρια που δεν οδηγούν στην αποστήθιση και στη βαθμοθηρία αλλά επιβραβεύουν διαφοροποιημένες γνώσεις. Εξάλλου το εξεταστικό σύστημα πρέπει να είναι διαφοροποιημένο κατά σχολές, κλάδους και ικανότητες. Χάνουμε από τον ορίζοντά μας την ευφυΐα όταν την αντιλαμβανόμαστε μόνο με έναν ορισμένο, ομοιόμορφο, σχολικό τρόπο. Η απώλεια αυτή, με οικονομικούς όρους, είναι ανυπολόγιστη.
Το δεύτερο είναι η επαναχάραξη του χάρτη των σχολών και των τμημάτων. Τα πανεπιστήμιά μας έχουν χτιστεί σαν τα αυθαίρετα σπίτια, χωρίς σχέδιο, με πανωσηκώματα. Σχολές με ένα-δυο τμήματα, σχολές με 13 τμήματα, τμήματα γνωστικού πεδίου, τμήματα-μαμούθ πολυσπονδυλωτά, τμήματα με τεχνητές συνενώσεις, πρόκειται για ένα χάος. Δεν θέλει αυτό το σύστημα μια μελέτη και έναν ορθολογικό προγραμματισμό που δεν σταματά στην πρώτη παρέα που έστησε τμήμα για να αυτοστεγαστεί με ένα μπαϊράκι ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας; Δεν πρέπει να εισαχθεί η δυνατότητα της κύριας και της δευτερεύουσας ειδικότητας, των κοινών πτυχίων ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους, η δυνατότητα επικοινωνίας και κυκλοφορίας των φοιτητών από το ένα τμήμα στο άλλο, διασφαλίζοντας το επίπεδο και προλαμβάνοντας τυχόν καταχρήσεις;
Το τρίτο ζήτημα αφορά την έρευνα. Η επιστημονική αιμορραγία της χώρας πρέπει να αντιμετωπιστεί. Δεν γίνεται μόνο προς το εξωτερικό. Οι νέες γενιές των επιστημόνων αγωνιούν τρέχοντας από ‘δώ κι από ‘κεί για τον βιοπορισμό τους. Το μακροπρόθεσμο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, τεράστιο και βαρύ. Από την άλλη, υπάρχει ένας αρχαϊκός χάρτης της έρευνας που είναι ο ίδιος με εκείνον της δεκαετίας του 1950, όταν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δημιουργήθηκαν ο Δημόκριτος, το ΕΚΚΕ, το ΕΙΕ και το ΚΕΠΕ. Ελάχιστες σύγχρονες εξαιρέσεις, το ΙΤΕ της Κρήτης και δύο-τρία άλλα ερευνητικά κέντρα. Τα περισσότερα ιδρύματα σήμερα φυτοζωούν και μαραζώνουν. Παράλληλα η Ακαδημία Αθηνών είναι ένα αρχαϊκό κατάλοιπο, η οποία είναι συζητήσιμο αν ανταποκρίνεται σε κάποιο κριτήριο χρησιμότητας, με ασύμμετρα αποτελέσματα σε σχέση με το κόστος της. Ο ερευνητικός χώρος χρειάζεται μια ριζική αναδιάρθρωση. Η Ακαδημία πρέπει να επανιδρυθεί στα πρότυπα της British Academy, να στελεχωθεί με εξαιρετικούς και πρωτοπόρους επιστήμονες από Ελλάδα και εξωτερικό με θητεία και να γίνει ένα κυρίως ερευνητικό κέντρο το οποίο θα προκηρύσσει έρευνες, θα δέχεται προτάσεις, θα παρέχει ερευνητικές υποτροφίες και fellowships διαφορετικής διάρκειας, συγκεντρώνοντας πόρους εθνικούς και ευρωπαϊκούς, δημόσιους και ιδιωτικούς. Είτε λέγεται νέα Ακαδημία είτε διαφορετικά, η χώρα χρειάζεται μια καινούργια ερευνητική δομή, τουλάχιστον στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες που γνωρίζω καλύτερα, χωρίς μόνιμο προσωπικό, όπου όλοι, κρίνοντες και κρινόμενοι, θα κρίνονται, με βάση τα πεπραγμένα τους, τις προτάσεις τους και τα αποτελέσματά τους.
Τα περιορισμένα πλαίσια ενός άρθρου δεν επιτρέπουν περισσότερες λεπτομέρειες –άλλωστε η επεξεργασία χρειάζεται να είναι συλλογική. Εκείνο που χρειάζονται όμως τα μεταρρυθμιστικά σχέδια είναι εμπιστοσύνη. Δεν μπορείς να κάνεις μεταρρυθμίσεις εναντίον της κοινωνίας ή βεβαρημένες με την υποψία πως ο τελικός τους στόχος είναι να απολύσεις κόσμο, να κλείσεις θεσμούς, να δυσκολέψεις την πρόσβαση στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, να ιδιωτικοποιήσεις εκπαίδευση και έρευνα. Το δεύτερο ζήτημα είναι η μεγάλη περιφρόνηση του νεοφιλελευθερισμού προς τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες και προς τη βασική έρευνα. Χρειάζεται να επαναφέρουμε σε όλες τις βαθμίδες και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες το πνεύμα του σεμιναρίου, της πρόσωπο με πρόσωπο συζήτησης και αναζήτησης της γνώσης γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



