Ελπίδες για στροφή της οικονομίας της Ευρωζώνης προς μια σταθερή πορεία ανάκαμψης και για ανάσχεση της αντιαναπτυξιακής διολίσθησης των τιμών δημιουργούν τα στοιχεία για τις λιανικές πωλήσεις που έδωσε την Τετάρτη στη δημοσιότητα η Eurostat.
Σύμφωνα με την επίσημη Στατιστική Υπηρεσία της ΕΕ, οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν τον Ιανουάριο του 2015 κατά 1,1% συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2014 και κατά 3,7% συγκριτικά με τον Ιανουάριο της περυσινής χρονιάς.
Πρόκειται για τον τέταρτο συνεχόμενο μήνα κατά τον οποίο καταγράφεται αύξηση των λιανικών πωλήσεων στην Ευρωζώνη.
Πρόκειται επίσης για τη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση των πωλήσεων που καταγράφεται από το Μάιο του 2013 και για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ετήσια βάση που καταγράφεται από τον… μακρινό Αύγουστο του 2005!
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές της ΕΕ, μοχλός της ανάκαμψης των λιανικών πωλήσεων στις 19 χώρες-μέλη του ευρώ είναι η πτώση των τιμών του πετρελαίου, που ενθάρρυναν τους Ευρωπαίους να «φουλάρουν» τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων τους και τα ντεπόζιτα πετρελαίου θέρμανσης των σπιτιών τους.
Ειδικά οι πωλήσεις καυσίμων αυτοκινήτων αυξήθηκαν κατά 3,2% στην Ευρωζώνη τον Ιανουάριο συγκριτικά με το Δεκέμβριο, εξέλιξη εντυπωσιακή αν αναλογιστεί κανείς ότι το Δεκέμβριο η κατανάλωση βενζίνης είναι κατά κανόνα αυξημένη λόγω των εορτών των Χριστουγέννων.
Αύξηση κατά 1,2% σημείωσαν, σύμφωνα με τη Eurostat, οι πωλήσεις συνολικά των καταναλωτικών προϊόντων εξαιρουμένων των τροφίμων. Αισθητή ανάκαμψη σημείωσαν οι λιανικές πωλήσεις στη Γερμανία και στην Πορτογαλία, όχι όμως και στη Γαλλία που παρέμειναν «παγωμένες» τον πρώτο μήνα του 2015.
Ο αποπληθωρισμός επιμένει
Η πτώση των τιμών του πετρελαίου ευνόησε την τόνωση των καταναλωτικών δαπανών, ευνόησε όμως και τον αποπληθωρισμό. Τον Ιανουάριο στο σύνολο της Ευρωζώνης οι τιμές υποχώρησαν κατά 0,6% συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι.
Ως γνωστόν, ο αποπληθωρισμός αποθαρρύνει την κατανάλωση, αφού πολλοί αναβάλλουν τις αγορές τους με την προσδοκία να πέσουν κι άλλο οι τιμές.
Τρεις λόγοι αισιοδοξίας
Οι αναλυτές εντοπίζουν τρεις λόγους για να αισιοδοξεί κανείς ότι η οικονομία της Ευρωζώνης οδεύει προς μια σταθερότερη πορεία ανάπτυξης και τείνει να συγχρονίσει το βήμα της με τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας, οι οποίες έχουν αποκαταστήσει ήδη αναπτυξιακούς ρυθμούς υψηλότερους από εκείνους που είχαν προτού ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Ο πρώτος λόγος αισιοδοξίας είναι η μεγάλη μείωση των τιμών του πετρελαίου, μια διαδικασία που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2014. Μέσα σε ένα πεντάμηνο οι τιμές κατακρημνίστηκαν κατά σχεδόν 60%. Το τελευταίο δίμηνο, ωστόσο, ανέκτησαν αρκετό από το χαμένο έδαφος και μοιάζουν να σταθεροποιούνται στα 60 δολάρια το βαρέλι, σε επίπεδα δηλαδή 40% με 45% χαμηλότερα από εκείνα που βρίσκονταν πέρυσι τον Ιούνιο.
Η σταθεροποίηση των πετρελαϊκών τιμών έπειτα από μια περίοδο ελεύθερης πτώσης πέρα από τον γεωπολιτικό αντίκτυπο που έχει στη Μέση Ανατολή ευνοεί την παγίωση στους καταναλωτές ενός αισθήματος σταθερότητας για τις οικονομικές εξελίξεις που τους αφορούν, ενώ ευνοεί επίσης την οικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης στις αγορές και την αποδυνάμωση των επίμονων κερδοσκοπικών πειρασμών.
Δεύτερος λόγος αισιοδοξίας για ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον της Ευρωζώνης είναι η διαμόρφωση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων σε επίπεδα περίπου 10% χαμηλότερα συγκριτικά με εκείνα που βρισκόταν προ 12μήνου.
Η διαφαινόμενη σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών στα επίπεδα αυτά και η αποτροπή μεγάλων διακυμάνσεων δεν είναι καλοδεχούμενη εξέλιξη από τους κερδοσκόπους των αγορών, που ως γνωστόν «θρέφονται» από τις αναταράξεις και τα σκαμπανεβάσματα τιμών και ισοτιμιών, είναι όμως ευεργετική για την πραγματική οικονομία της Ευρωζώνης διότι επιχειρήσεις και καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να προγραμματίσουν με μεγαλύτερη ασφάλεια τις προσεχείς κινήσεις τους.
Επιπλέον, εφόσον το ευρώ σταθεροποιείται σε επίπεδα λογικά (και όχι υπερβολικά) χαμηλότερα έναντι του δολαρίου και των άλλων μεγάλων νομισμάτων, τα ευρωπαϊκά προϊόντα και οι υπηρεσίες αποκτούν πειστικές (καθότι διαρκείς στον χρόνο) προοπτικές τόνωσης της ανταγωνιστικότητάς τους.
Τρίτος λόγος, τέλος, της αισιοδοξίας για επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ είναι η περίφημη «ποσοτική χαλάρωση» που ανακοίνωσε τον Ιανουάριο ο Μάριο Ντράγκι. Ως γνωστόν, ο πρόεδρος της ΕΚΤ ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας της Ευρωζώνης που προβλέπει μηνιαίες «ενέσεις» ρευστότητας 60 δισ. ευρώ. Η, ας πούμε, συνταγογραφημένη θεραπεία της ευρωοικονομίας προβλέπει συνολική ποσότητα «ενέσιμων» κεφαλαίων άνω του 1 τρισ. ευρώ.
Με το πρόγραμμα Ντράγκι εξασφαλίζεται η ρευστότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ευκολότερου δανεισμού επιχειρήσεων και ιδιωτών με όρους μάλιστα ιδιαίτερα ευνοϊκούς, αφού ήδη ο ιταλός επικεφαλής της Ευρωτράπεζας έχει φροντίσει να ρίξει τα επιτόκια του ευρώ σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα –το επιτρέπει αυτό η κατάσταση που επικρατεί στο επίπεδο των τιμών…
Η ελληνική υπόθεση
Την σχεδόν ειδυλλιακή αυτή εικόνα της ευρωοικονομίας απειλεί, φυσικά, να ανατρέψει το ενδεχόμενο ενός «ελληνικού ατυχήματος», που θα οδηγούσε ενδεχομένως ακόμα και στην κατάρρευση της Ευρωζώνης και την κατάργηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Διότι σύμφωνα με έρευνα του Reuters που δημοσίευσε την Τρίτη το «ΒΗΜΑ» ένας στους τρεις (και παραπάνω…) επενδυτής «βλέπει» διάλυση του ευρώ.
Συγκεκριμένα, η έρευνα Euro Break-up Index που πραγματοποιήθηκε από τις 26 έως τις 28 Φεβρουαρίου μεταξύ 980 ιδιωτών και θεσμικών επενδυτών, έδειξε ότι το 38% των ανθρώπων της αγοράς (το υψηλότερο ποσοστό από το Μάρτιο του 2013) περιμένουν διάλυση της Ευρωζώνης μέσα στους επόμενους μήνες.
Τον Ιανουάριο το ποσοστό αυτό ήταν 24,3%. Αν συνδυάσει τα σκαμπανεβάσματα του Euro Break-up Index με τα σκαμπανεβάσματα της σχέσης της Ελλάδας με τους εταίρους-δανειστές της, θα διαπιστώσει ότι όταν η σχέση δοκιμάζεται ο δείκτης εκτινάσσεται στα ύψη και όταν οι εντάσεις εκτονώνονται ο δείκτης υποχωρεί.
Αρκεί να αναφερθεί ότι το ιστορικό υψηλό που εμφάνισε ο δείκτης ήταν 73% τον Ιούλιο του 2012 –ήταν η περίοδος των διπλών εκλογών για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στην Ελλάδα –ενώ το ιστορικό χαμηλό του δείκτη (7,6%) κατεγράφη τον Ιούλιο του 2014, όταν τα ελληνικά spreads είχαν υποχωρήσει πολύ και η οικονομία είχε επιστρέψει σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο.
Προφανώς οι επενδυτές δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι η προεδρική εκλογή μπορούσε να προκαλέσει εκλογές στην Ελλάδα –ενδεχόμενο που συμπεριέλαβαν στις εκτιμήσεις τους από τον επόμενο κιόλας μήνα, διότι είναι γνωστό ότι οι αγορές αδιαφορούν για την περίφημη «πεμπτουσία της Δημοκρατίας» και αντιμετωπίζουν τις εκλογές ως «πολιτική αβεβαιότητα».
Αν είναι, όμως, έτσι υπάρχει εν προκειμένω και μια άλλη ανάγνωση της έρευνας του Reuters, που έχει να κάνει με το ότι ενώ όλες οι δημοσκοπήσεις έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ο δείκτης Euro Break-up έφθασε «μόνο» στο 38%.
Μια εξήγηση ίσως είναι το ότι η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη θεωρήθηκε πιο παγιωμένη από όσο ήταν το 2012. Μια άλλη ότι οι επιπτώσεις ενός Grexit κρίνονται πλέον λιγότερο διαλυτικές για το ευρωσύστημα.
Εν πάση περιπτώσει, αίσθηση προκαλεί η προσέγγιση που κάνει στην ανάλυσή του στο BBC ο οικονομολόγος Ντάνκαν Ουέλντον αναφορικά με τις πρόσφατες εξελίξεις μεταξύ Ελλάδας και εταίρων-δανειστών της.
«Η παράταση του προγράμματος στήριξης της Ελλάδας που συμφωνήθηκε πρόσφατα ίσως να μοιάζει περισσότερο με το κλότσημα της κονσέρβας μπροστά στο δρόμο παρά με μια συμφωνία που θα αντιμετωπίσει τα ουσιαστικά προβλήματα. Αποτελεί όμως και έναν ακόμα λόγο για να αισιοδοξεί κάποιος για το μέλλον της Ευρωζώνης συνολικά. Διότι περιορίζει κι άλλο το ρίσκο ενός απειλητικού οικονομικού ατυχήματος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο βρετανός αναλυτής.