Η ανάπτυξη της υψηλού επιπέδου ξενοδοχειακής εστίασης στη χώρα δεν μπορεί παρά να χαροποιεί κάθε φίλο της γαστρονομίας αλλά και κάθε Ελληνα. Αλλωστε τα περισσότερα εκ των κορυφαίων εστιατορίων του πλανήτη απολαμβάνουν τη θαλπωρή, τις διευκολύνσεις, το location και το κύρος ενός ονομαστού ξενοδοχείου, προσφέροντας με τη σειρά τους έξτρα λάμψη και την καλύτερη διαφήμιση για τον τόπο τους, αφού οι υψηλού τουρισμού επισκέπτες που θα φάνε εκεί θα αποκομίσουν θετικές εντυπώσεις.

Το Radisson Blu Athens Park Hotel πάνω από μια δεκαετία είναι μπροστάρης σε αυτή τη γαστρονομική έκρηξη και από τις κουζίνες του έχουν περάσει σπουδαία ονόματα όπως ο Ερβέ Προνζάτο. Ετσι, όταν κανείς παίρνει το ασανσέρ για τον 8ο όροφο και το φημισμένο St’ Astra, οι προσδοκίες είναι υψηλές. {{{ moto }}}

Το είδος των «γαστροφίλων» είμαστε ένα περίεργο είδος που δεν ξέρω αν πληρούμε έστω και τις στοιχειώδεις αρχές της θεωρίας του Δαρβίνου περί προσαρμοστικότητας και εξέλιξης των ειδών, για τον λόγο αυτόν θεωρώ βέβαιη την εξαφάνισή μας εντός λίγων εκατομμυρίων χρόνων. Ως τότε όμως πάντα θα προτιμούμε ένα αστέρι Michelin από τα χιλιάδες αστέρια που μας προσφέρει η θέα από τον πολυτελή αλλά διόλου επιτηδευμένο χώρο του rooftop εστιατορίου.

Και ο χαμηλός φωτισμός επιτρέπει πολλούς έναστρους ουρανούς, τεχνητούς στην οροφή του εσωτερικού χώρου αλλά και φυσικούς στην οροφή του γαλαξιακού χώρου. Η θέα με την Ακρόπολη να ξεπηδά μέσα από το σκούρο φόντο είναι από μόνη της ισχυρότατος λόγος για να έρθει κανείς εδώ. Εγώ όμως ψάχνω το ένα αλλά ολόλαμπρο αστέρι μέσα στα πιάτα του Γιάννη Λιόκα, με την προϋπηρεσία του σε εστιατόρια όπως η Fuga και το Jerome Serres να θέτει ισχυρές βάσεις για κάτι το ξεχωριστό.

Πάντως το ορεκτικό δεν περιελάμβανε Λιόκα αλλά Ερικ Ντελεόνε, αφού ο sushi chef μάς παρασκεύασε μια γεμάτη χαρακτήρα ποικιλία sushi που ξεχωρίζει ανάμεσα στις περισσότερες του είδους αφού είναι μπολιασμένη με ελληνική πληθωρικότητα και ένταση.

Μάλιστα τα uramaki και τα λοιπά maki θα άξιζαν μια επίσκεψη επί τούτω αν η κουζίνα του Λιόκα δεν αποδεικνυόταν τόσο καλή. Συνδυάζοντας τις γαλλικές τεχνικές με εξωτικές πινελιές ο ταλαντούχος όσο και σεμνότατος σεφ προσφέρει fusion δημιουργίες που διαθέτουν εξαιρετική ισορροπία και μοναδική συνέπεια από πιάτο σε πιάτο.

Δεν έχει πραγματικά κανένα νόημα να προτείνει κανείς πιάτα St’ Astra. Παραγγείλετε ό,τι θέλετε και να είστε σίγουροι ότι θα είναι πολύ καλό και απόλυτα ισορροπημένο! Μάλιστα σε αυτούς τους δύο τομείς ο Γιάννης θέτει τον πήχη σε ύψη δυσθεώρητα για κάθε – μα κάθε – άλλο εστιατόριο στη χώρα. Ισως αυτό σε κάποιους φανεί υπερβολικό, μια επίσκεψη όμως είμαι σίγουρος ότι θα τους κάνει να συμφωνήσουν μαζί μου.

Από εκεί και πέρα βέβαια μπαίνει και το προσωπικό γούστο που σίγουρα θα ικανοποιηθεί μέσα από τον ενδιαφέροντα κατάλογο, από τον οποίο πάντως θα έπρεπε να απουσιάζουν τα παντελώς αταίριαστα με τη φυσιογνωμία του εστιατορίου πιάτα ζυμαρικών. Φίνα και με «εσωτερική δράση στο στόμα» το λαβράκι και η πανσέτα, πληθωρική ένταση το Black Cod και το μοσχαρίσιο φιλέτο, με ήπια σιγουριά τα χτένια και ο τόνος, ιντριγκαδόρικος ο συνδυασμός του wakame με το μελάνι σουπιάς και τη μαγιονέζα στον σολομό!

Φυσικά τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το St’ Astra είναι το τέλειο εστιατόριο και η κουζίνα του δεν σηκώνει βελτιώσεις. Προσοχή θα πρέπει να δοθεί στις υφές των πιάτων, αφού η υπερβολική παρουσία των – υπέροχων κατά τα άλλα – πουρέδων απαιτεί τραγανά στοιχεία που θα «γκαζώσουν» το σύνολο. Από την άλλη, οι τέλειες ισορροπίες, που για κάποιους (μεταξύ των οποίων είμαι και εγώ) θεωρούνται ύψιστο προτέρημα, αφαιρούν εν μέρει το στοιχείο της έκπληξης που είναι απαραίτητο για μια αξέχαστη γαστρονομική εμπειρία.

Εχοντας μόλις σε δύο μήνες καταφέρει να επιτύχει υψηλές επιδόσεις στα δύσκολα, πιστεύω ότι ο Γιάννης Λιόκας θα μπορέσει να διορθώσει γρήγορα τα εύκολα ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τον πήχη της ποιότητας. Μάλιστα μια βελτίωση της τάξεως του 10% σε συνδυασμό με κάποιες αλλαγές στο φτωχό κομμάτι του κρασιού θα φέρουν το εστιατόριο στο επίπεδο του 1 αστεριού Michelin.

Βέβαια τα παραπάνω είναι καθαρά προσωπικές σκέψεις που ουδόλως ξέρω αν ενδιαφέρουν τους ανθρώπους μέσα και έξω από την κουζίνα. Θα ήταν όμως πολύ ευχάριστο το πιο λαμπερό γαστρονομικό αστέρι να λάμψει δίπλα στα αμέτρητα άλλα αυτού του εξαιρετικού εστιατορίου, ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τις μετοχές όχι μόνο του ξενοδοχείου αλλά και ολόκληρης της τουριστικής Αθήνας.

Πολλές μπουκιές, λίγα λόγια…

Μια επίσκεψη στο οινοποιείο του εξαιρετικού κρητικού παραγωγού Διαμαντάκη έγινε αφορμή για να ξαναθυμηθώ (ύστερα από καιρό!) το μεγαλείο της κρητικής κουζίνας. Το Εαρινό βρίσκεται στους ημιορεινούς (500 μ.) Ασίτες – 22 χλμ. από το Ηράκλειο – και αξίζει κάθε λίτρο βενζίνης που θα κάψετε τόσο για την εξαιρετική θέα του όσο και για το αυθεντικό φαγητό του.

Σαλάτες με άγρια χόρτα που «μιλούσαν», λαχανοντολμάδες-όνειρο, φίνα τσιλαδιά (πηχτή), μοσχοβολιστό σφουγγάτο με τσιμούλια, τρομερό τσιγαριαστό, αέρινη συκωταριά και ανεπανάληπτα παϊδάκια συνέθεσαν μια απόλυτη umami εμπειρία.

Αν και η μέρα και η ώρα δεν επέτρεψαν να γευτούμε τα «σφαχτά» του Σαββατοκύριακου απολαμβάνοντας και άλλα δυνατά χαρτιά του καταλόγου, το Εαρινό κάνει σχεδόν κάθε εστιατόριο του Ηρακλείου να φαντάζει ασήμαντο· και όσους κατοίκους του επιμένουν στο μπαλσάμικο, στο έμενταλ και στα φιλέτα άξιους γαστρονομικής συμπάθειας…

Εαρινό, Ασίτες Ηρακλείου, τηλ. 2810 861 528 και 6946 689 652.