Τις βασικές αρχές του χρηματιστηριακού καπιταλισμού –τουλάχιστον στη βρετανική εκδοχή του –μοιάζει να αμφισβητεί ο ΟΟΣΑ, ο οποίος προειδοποιεί την κυβέρνηση Κάμερον ότι η βρετανική οικονομία, παρά τους ισχυρούς ρυθμούς ανάκαμψης που γνωρίζει, αντιμετωπίζει πρόβλημα παραγωγικότητας που οξύνει τις κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες στη χώρα.
«Η Βρετανία πρέπει να διορθώσει το πρόβλημα παραγωγικότητας για να διασφαλίσει την ανάπτυξη της οικονομίας της στο μέλλον και να βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Αφορμή για την προειδοποίηση αυτή είναι η διαπίστωση του ΟΟΣΑ ότι τα τελευταία χρόνια, από την εποχή της κρίσης δηλαδή, δεν κατέστη δυνατό να αυξηθεί ο δείκτης παραγωγής ανά Βρετανό εργαζόμενο.
Εξ αιτίας κυρίως του λόγου αυτού ο ΟΟΣΑ υποβάθμισε την προοπτική ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας το 2015 –παρά το γεγονός ότι και εφέτος, όπως προβλέπει, η οικονομία θα αναπτυχθεί με σαφώς υψηλότερους ρυθμούς συγκριτικά με τις άλλες δυτικές οικονομίες.
Συγκεκριμένα, για το τρέχον έτος προβλέπει ανάπτυξη του βρετανικού ΑΕΠ κατά 2,6%, ενώ η προηγούμενη πρόβλεψή του Οργανισμού ήταν 2,7%. Για το 2016 η πρόβλεψη παραμένει σταθερή στο 2,5%.
Βαρίδι η παραγωγικότητα
Οι οικονομολόγοι του διεθνούς Οργανισμού εξήγησαν ότι ο δείκτης που μετρά την παραγωγή κάθε εργαζόμενου υποδηλώνει «αν ένας λαός δύναται ή όχι να γίνει πιο παραγωγικός και να βελτιώσει τα βασικά επίπεδα διαβίωσής του».
Εν προκειμένω στη Βρετανία παρατηρείται συγκριτικά χαμηλή παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού και αργή αύξηση των μισθών και των ημερομισθίων. Συγκεκριμένα, η διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ της Βρετανίας και των άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών του G7 έχει διευρυνθεί όσο ουδέποτε άλλοτε από το 1992 και εντεύθεν.
Οι ειδικοί σημειώνουν ότι η Βρετανία υπολείπεται πολλών ανεπτυγμένων χωρών του Οργανισμού όταν συγκρίνεται με βάση το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ των κατοίκων της σταθμισμένο με τον πληθωρισμό. Πρόκειται για ένα κριτήριο το οποίο υποδηλώνει ακριβέστερα το επίπεδο διαβίωσης από όσο το υποδηλώνει μόνο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Η έρευνα του ΟΟΣΑ συνδέει την υστέρηση αυτή με άλλες υστερήσεις της Βρετανίας που έχουν να κάνουν με την «εκπαίδευση και τις δεξιότητες των πολιτών της, την έρευνα, τις υποδομές και τον σχεδιασμό χρήσης γης, καθώς επίσης με την πρόσβαση σε χρηματοδοτικά κεφάλαια που έχουν οι νέες και καινοτόμες επιχειρήσεις».
Αντιπαραγωγικοί οι χαμηλοί μισθοί
Το αποτέλεσμα των υστερήσεων αυτών, κατά τον Οργανισμό, είναι η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων στη Βρετανία με ρυθμό υψηλότερο από εκείνον που ούτως ή άλλως παρατηρείται στις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Για τους ειδικούς του διεθνούς Οργανισμού, δηλαδή, η συγκράτηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, που δεν αφήνει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων να ανακάμψει αισθητά, όχι μόνο δεν ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της βρετανικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, αλλά την επιδεινώνει.
Παρά την διευρυνόμενη εισοδηματική ανισότητα, ωστόσο, ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι η φτώχεια είναι συγκριτικά χαμηλή στη Βρετανία.
«Το μέσο εισόδημα του 10% των πλουσιότερων Βρετανών είναι περίπου 10 φορές υψηλότερο από το εισόδημα των φτωχότερων. Η διαφορά μειώθηκε κατά τα χρόνια της κρίσης 2009-2011 σε επίπεδο ελαφρώς χαμηλότερο από το μέσον όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, το μερίδιο του πλούτου που διακρατεί το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού είναι από τα χαμηλότερα στον ΟΟΣΑ», σημειώνεται στην έκθεση.
Απειλή οι μεγάλες τράπεζες
Αίσθηση προκαλεί η προειδοποίηση του ΟΟΣΑ προς την κυβέρνηση Κάμερον για την απειλή που αντιμετωπίζει εξαιτίας του μεγέθους των βρετανικών τραπεζών.
«Οι βρετανικές τράπεζες παραμένουν πολύ μεγάλες με αποτέλεσμα αν αντιμετωπίσουν πρόβλημα κεφαλαιοποίησης, αυτό θα μετατραπεί σε απειλή για την οικονομία. Επιπλέον, οι τράπεζες έχουν μειώσει τον δανεισμό τους καθιστώντας δυσχερέστερη τη χρηματοδότηση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Μέρος της τραπεζικής χρηματοδότησης έχει αντικατασταθεί από εναλλακτικούς χορηγούς πιστώσεων, η λειτουργία των οποίων αποτελεί μια πρόκληση για τις ρυθμιστικές αρχές», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του ΟΟΣΑ.
Η αγορά ακινήτων στη Βρετανία ανακάμπτει, εκτιμά ο ΟΟΣΑ. Ωστόσο, εκφράζει τον σκεπτικισμό του σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα του προγράμματος «Αρωγή για Αγορά», που εφαρμόζει η κυβέρνηση Κάμερον για να τονώσει την αγορά ακινήτων κι αυτό επειδή έχει ενισχύσει μεν τη ζήτηση αλλά δεν έχει τονώσει την προσφορά.
Αποτέλεσμα της αποτυχίας αυτής είναι η μεγάλη ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων και ο κίνδυνος δημιουργίας νέας φούσκας στη βρετανική αγορά και δη στην αγορά του Λονδίνου.