Η ασφυξία που επέβαλε η ΕΚΤ στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και το έγγραφο της γερμανικής κυβέρνησης που ζητάει από την Ελλάδα να εγκαταλείψει το πρόγραμμα μιας κυβέρνησης με νωπή λαϊκή εντολή και να επιστρέψει σε εκείνο που το εκλογικό σώμα απέρριψε δείχνουν ότι το πρόβλημα στην Ευρώπη δεν είναι μόνο η Ελλάδα αλλά η λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση αλλά η κρίση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Μαντεύω τις αντιρρήσεις. Η προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ενωση σημαίνει ότι αποφασίζουμε να ανταλλάξουμε μέρος της εθνικής κυριαρχίας με τα οφέλη της συμμετοχής σε μια μεγαλύτερη και ισχυρότερη κοινότητα, ότι έτσι κι αλλιώς ποτέ η εθνική ανεξαρτησία στην Ελλάδα δεν ήταν απόλυτη αλλά περιοριζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις και τις συμμαχίες της, και ακόμη, πόσο ανεξάρτητη μπορεί να είναι μια δημοκρατία όταν είναι οφειλέτρια δημοκρατία;
Αν αποδεχθούμε αυτές τις έλλογες ενστάσεις, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η δημοκρατία ως σεβασμός της θέλησης «των πολλών» έχει σημασία και μπορεί να γίνει σεβαστή μόνο αν μπορεί να παραμείνει στο ήδη διαμορφωμένο πλαίσιο ή αν αφορά ζητήματα που δεν άπτονται των μεγάλων κατευθυντήριων επιλογών. Αλλά αυτό είναι το πλαίσιο της μεταδημοκρατίας. Η μεταδημοκρατία δεν βγάζει τανκς στους δρόμους, δεν καταργεί τις εκλογές, τα κόμματα, το κοινοβούλιο, την ελευθερία της έκφρασης. Ολα αυτά διατηρούνται μεν, αλλά ως τελετουργίες, στερημένες περιεχομένου και αποτελεσματικότητας.
Οι ελληνικές εκλογές είναι η δοκιμασία μιας πραγματικότητας που σιγά-σιγά και αθόρυβα συγκροτήθηκε από τις αρχές του 1990, με δύο κατευθυντήριους άξονες: την αλλαγή του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και τον μετασχηματισμό της δημοκρατίας σε μεταδημοκρατία. Η κρίση ακολούθησε και η διευθέτησή της ακολούθησε τους δύο αυτούς άξονες.
Είναι μύθος ότι το πρόγραμμα της τρόικας από την αρχή της ελληνικής κρίσης είχε σκοπό να βοηθήσει την ελληνική κοινωνία να εξέλθει από την κρίση, δημιουργώντας ένα κράτος και μια κοινωνία που δεν παράγουν χρέη. Την περασμένη Τετάρτη, την προηγουμένη της νύχτας που η ΕΚΤ επέβαλε μέτρα ασφυξίας στην ελληνική κυβέρνηση για να εγκαταλείψει το πρόγραμμά της, ο υπουργός Οικονομικών της Αγγλίας Τζορτζ Οζμπορν δήλωνε ότι η περικοπή των δημόσιων δαπανών κατά 9,5% επί της υπουργίας του δεν ήταν αρκετή και ότι στο διάστημα ως το 2019 θα πρέπει να μειωθούν κατά 15%. Η Αγγλία, δήλωσε, δεν συνήλθε ακόμη από την κρίση και τα δημοσιονομικά κενά θα πρέπει να καλυφθούν στο επόμενο διάστημα κατά 98% από περικοπές δαπανών και μόνο κατά 2% από φορολογικούς πόρους. «Η χειρότερη λιτότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι μπροστά μας» ήταν ο τίτλος του δημοσιεύματος.
Αν η Βρετανία μπήκε πρώτη, από τον καιρό της Μάργκαρετ Θάτσερ, στην οδό της αποδιάρθρωσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και της αντικατάστασής του από ένα άλλο του οποίου φιλοσοφία είναι ο ανταγωνισμός όλων των κοινωνικών λειτουργιών στον τρόπο που λειτουργεί η αγορά, και πρακτική του η μεταφορά πλούτου από τους πολλούς στους λίγους, τότε βλέπουμε πώς αυτός ο δρόμος τέλος και τελειωμό δεν έχει. Αυτός είναι ο δρόμος των «δομικών μεταρρυθμίσεων» που επαγγέλλονται σήμερα το Βερολίνο, η ΕΚΤ, η Κομισιόν. Οχι μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τις δημόσιες υπηρεσίες, όχι μεταρρυθμίσεις που προσαρμόζουν τη διάθεση των δημόσιων αγαθών όπως η Υγεία, η Παιδεία, ο πολιτισμός στις αλλαγές της τεχνοεπιστήμης και της παγκοσμιοποίησης, όχι μεταρρυθμίσεις βελτίωσης της ζωής των πολλών και των ασθενεστέρων. Πρόκειται για μια επέκταση της ανταγωνιστικότητας με άνοιγμα ολοένα και περισσότερων πεδίων στη λογική του εμπορίου και των ιδιωτικοποιήσεων, για μια αυξανόμενη περικοπή των κοινωνικών δαπανών, για μετατροπή των κοινωνικών αγαθών σε εμπορεύσιμες υπηρεσίες, για περιορισμό της έννοιας των κοινών, του Δημοσίου, όλων εκείνων δηλαδή των στοιχείων που βρίσκονταν στον πυρήνα αυτού που θεωρούσαμε Ευρώπη και δημοκρατία.
Αυτές τις αλλαγές, αυτή την Ευρώπη, ευαγγελίζονταν έως τις εκλογές η τρόικα, τα κόμματα που την υποστήριζαν, οι διανοούμενοι που εκλογίκευαν και μεταγλώττιζαν στα καθ’ ημάς τη φιλοσοφία της. Σε αυτή τη φιλοσοφία ήλθε να αντιταχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Πρόκειται για μια ρωγμή και στους δύο κατευθυντήριους άξονες της ευρωπαϊκής πραγματικότητας: και στη νέα οικονομική συνθήκη και στη μεταδημοκρατική συνθήκη. Αν αυτή είναι η ελληνική στιγμή της Ευρώπης, είναι γιατί οι ελληνικές εκλογές και η σφοδρή σύγκρουση που προκαλούν αναγκάζουν πολλούς Ευρωπαίους να αναστοχαστούν την ίδια την πορεία της Ευρώπης. Αυτή είναι η Ευρώπη που θέλουμε; Μια Ευρώπη με ενιαίο νόμισμα και άκαμπτους κανόνες αγοράς, αλλά με εντελώς διαφορετικά στάνταρντ Υγείας, ασφάλισης, Παιδείας, βιοτικών συνθηκών, παροχής δημόσιων υπηρεσιών, μια Ευρώπη του μεγάλου πλούτου και της μεγάλης φτώχειας, μια Ευρώπη του Βορρά, μια άλλη του Νότου και μια τρίτη των πρώην ανατολικών χωρών; Θέλουμε μια Ευρώπη των μεταμεσονύκτιων πραξικοπημάτων όχι των συνταγματαρχών αλλά των κεντρικών τραπεζιτών;
Καταλαβαίνει κανείς ότι η Ευρώπη, η πρώην κυρίαρχη του κόσμου, έχει προβλήματα ανταγωνιστικότητας απέναντι στην Αμερική και την Ασία, απέναντι στις πρώην αποικίες της που τώρα έγιναν παγκόσμιες δυνάμεις. Αυτός όμως δεν είναι λόγος αλλά δικαιολογία για την αποχύμωση της δημοκρατίας. Εξάλλου η κατεδάφιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου δεν είναι η μόνη δυνατή απάντηση. Η εναλλακτική λύση είναι η διεθνοποίησή του. Η ικανότητα της Ευρώπης να θέσει κανόνες στην παγκοσμιοποίηση και στον οικονομικό ανταγωνισμό προς όφελος των λαών θα ενδυνάμωνε, δεν θα αδυνάτιζε τη θέση της στον κόσμο.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ