Ο κίνδυνος του εγκλωβισμού στη δίνη των εξελίξεων, η οποία δημιουργείται από την παρατεταμένη εκκρεμότητα στις συζητήσεις κυβέρνησης – τρόικας, σε συνδυασμό με το κλίμα που διαμορφώνεται στη Βουλή στο θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αρχίζει να τρομάζει μια μερίδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτό το κλίμα και ενώ είναι φανερό ότι στην αξιωματική αντιπολίτευση αναμένουν πλέον τις κινήσεις του πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά προκειμένου να καθορίσουν τη στάση τους και τις επιλογές τους, μεταξύ κάποιων στελεχών αρχίζουν να διατυπώνονται έντονες επιφυλάξεις ως προς τις στρατηγικές του κόμματος.
Ενα πεδίο προβληματισμού αφορά καταφανώς –αν κρίνει κάποιος από τον τρόπο με τον οποίο μιλούν συγκεκριμένα πρόσωπα με αναφορά στον ίδιο τον Αλ. Τσίπρα –το θέμα των διακηρύξεων.

«Εχω την αίσθηση ότι δεν λέμε στον κόσμο την αλήθεια για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε»
ανέφερε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας ένας εκ των συνομιλητών του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει γνώση του κλίματος που επικρατεί στις Βρυξέλλες. Οπως συμπλήρωνε, «είναι σαφές ότι η τρόικα μάς δείχνει πως δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε τίποτε και, αν έλθει η σειρά μας στη διακυβέρνηση της χώρας, θα μας ασκήσει ασφυκτική πίεση».
Στο ίδιο κλίμα η εντύπωση που δημιουργείται και σύμφωνα με πληροφορίες έχει διαμηνυθεί και στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στα θεσμικά όργανα της ΕΕ δεν είναι ρεαλιστικό να αναζητείται σύμμαχος. Δεν αποκλείουν μάλιστα τα προαναφερόμενα στελέχη ακόμη και μια εκβιαστική στάση εκ μέρους της ΕΚΤ σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες, εφόσον κριθεί ότι η πίεση προς την Ελλάδα θα πρέπει να ενταθεί –ειδικώς δε σε ένα σενάριο αριστερής κυβέρνησης.
Επιπροσθέτως, με άκρως ενδεικτικό τρόπο, στελέχη με εν γένει ευρωπαϊκό πολιτικό προσανατολισμό, τα οποία δηλαδή δεν ανήκουν στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος, σημειώνουν ότι «δεν θα πρέπει να αποκλείεται εκ προοιμίου το σενάριο του “ακρωτηριασμού” της ΕΕ, με την Ελλάδα στη θέση του υπό απόρριψη σκέλους».
«Ναι» ή «όχι» στα πλεονάσματα;
Σε αυτό το πλαίσιο, στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αρχίζει να εκτυλίσσεται και μια άτυπη συζήτηση περί μιας ενδεχόμενης ριζικής στροφής σε θεμελιώδεις επιλογές τις οποίες σθεναρά έχει υποστηρίξει η ηγετική ομάδα και ειδικότερα το οικονομικό επιτελείο.
«Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να κινηθεί στη λογική των κυβερνήσεων Ρέντσι και Ολάντ» λένε κάποιοι και υποστηρίζουν ότι θα πρέπει και στην Ελλάδα να χαραχθεί μια πορεία αθέτησης του δημοσιονομικού συμφώνου.
Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό από τα όσα υποστηρίζουν ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και οι κ.κ. Δραγασάκης και Σταθάκης και πάντως κάτι εντελώς νέο στην εσωτερική συζήτηση –τουλάχιστον στον βαθμό που εκφράζεται από μια μερίδα «προεδρικών» στελεχών. Οπως υποστηρίζουν, «η Αριστερά δεν πρέπει να μιλάει για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς».
Παρά ταύτα, μια τέτοια επιλογή θεωρείται από άλλους εκ προοιμίου αντιφατική για δύο τουλάχιστον λόγους: αφενός, προσθέτει ένα επιπλέον στοιχείο αντιπαράθεσης με τα θεσμικά όργανα της ΟΝΕ σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα επ’ ουδενί μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει διαπραγματευτική ισχύ· αφετέρου, ακυρώνει τις ισχύουσες δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ περί αξιοποίησης των θυσιών που έχουν γίνει ως σήμερα και στις οποίες εντάσσεται μεταξύ των άλλων και το δημοσιονομικό πλεόνασμα. Χαρακτηριστική σε αυτό το πλαίσιο ήταν μια αποστροφή του ιδίου του κ. Τσίπρα στην πρόσφατη συνέντευξή του στον Σκάι: «Εχουμε πρωτογενές πλεόνασμα μετά από θυσίες. Το αμφισβητείτε; Αν έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα έχοντας καταστρέψει την κοινωνία, πρέπει να δούμε πώς θα διαχειριστούμε τα πράγματα και για την επόμενη ημέρα της σκληρής διαπραγμάτευσης» ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, δείχνοντας ότι η λογική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις των δεσμεύσεών του.
«Εξι μήνες διορία»
Το ενδιαφέρον στοιχείο σε όλη αυτή την κυοφορούμενη εσωτερική συζήτηση είναι ότι κάποια στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιμένουν σε έναν άλλης μορφής και εκδήλωσης ρεαλισμό. Θέτουν ως και χρονοδιαγράμματα εξάμηνης διάρκειας από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε μια ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση (τα οποία μάλιστα θεωρούν ήδη υπεραισιόδοξα): «Το “παράθυρο” που θα έχουμε εφόσον γίνουν εκλογές τον Μάρτιο θα είναι στην καλύτερη περίπτωση εξάμηνης διάρκειας» λένε.
Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται με το βλέμμα στραμμένο στις ισπανικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο του 2015 και οι οποίες φαίνεται ότι αποτελούν τη σημαντικότερη ίσως αίρεση υπό την οποία γίνεται ο σχεδιασμός στην Κουμουνδούρου.

Αιφνιδιασμός από το μέτωπο του Προέδρου

Ενας επιπλέον, σύνθετος, παράγων ανησυχίας στις τάξεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας σε συνδυασμό με την αιωρούμενη συζήτηση περί αναθεώρησης του Συντάγματος.

Οι τελευταίες εξελίξεις και το κλίμα που αρχίζει να διαμορφώνεται στη Βουλή (με τις υπογραφές βουλευτών υπέρ της εκλογής) πυροδοτούν μια ανησυχία στην αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς κάποιοι βλέπουν ότι το ενδεχόμενο ανάδειξης Προέδρου δεν είναι τόσο απίθανο. Ο λόγος της ανησυχίας: η συγκέντρωση μιας πλειοψηφίας 180 ψήφων από την παρούσα Βουλή θα ακυρώσει με δραματικό τρόπο τη στρατηγική που έχει υπηρετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ επί έναν χρόνο και πιθανώς θα τον εξωθήσει σε αναθεωρήσεις.
Υπό τις συνθήκες αυτές, μία μερίδα στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης σπεύδει να «προειδοποιήσει» ότι δεν θα πρέπει να συμμετάσχει καν στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση –όπως κάποιοι παράγοντες της Κουμουνδούρου θα επιθυμούσαν. Το σκεπτικό κυριαρχείται από την εκτίμηση ότι μία εμπλοκή του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση θα τον εγκλώβιζε σε μία διαδικασία παράτασης του βίου της σημερινής κυβέρνησης.
Μιλώντας σχετικά στη Βουλή την προηγούμενη Παρασκευή, ο κ. Αλ. Μητρόπουλος σημείωσε ότι «δεν έχει πλέον καμία σημασία να συμμετέχουμε σε μια κοινοβουλευτική παρωδία», ενώ συμπλήρωσε: «Αυτό που με λυπεί ιδιαίτερα είναι ότι εμφανίζονται ακόμη και προοδευτικοί πολιτικοί, αυτοχαρακτηριζόμενοι “αριστεροί”, που προτείνουν αναθεώρηση του Συντάγματος από την παρούσα σύνθεση του σώματος». Υπογράμμισε δε ότι «η συνέχιση αυτής της εξαρτημένης θεσμικής υπολειτουργίας και η επιχειρούμενη μνημονιακή εμβάθυνση του πολιτεύματος και των κορυφαίων θεσμών, μόνο προσκόμματα μπορεί να δημιουργήσει στην επιδιωκόμενη διαδικασία τής εθνικής επανεκκίνησης στο άμεσο μέλλον».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ