Και πάλι, εφέτος τον Αύγουστο, το Φεστιβάλ του Salzburg, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο φεστιβάλ της Ευρώπης, άνοιξε μεγαλόπρεπα τις πόρτες του. Πόρτες όμως ανοιχτές για τους έχοντες και κατέχοντες από 73 χώρες, γιατί οι καλές θέσεις μιας παράστασης όπερας ξεπερνούν συχνά τα 400 ευρώ. Εισιτήρια σε λογικές τιμές βρίσκουν μόνον όσοι έχουν την προνοητικότητα να υποβάλουν τις αιτήσεις τους ως τις αρχές Ιανουαρίου κάθε χρόνου. Το ότι πέρυσι πουλήθηκαν και τα 260.000 εισιτήρια των 290 παραστάσεων δεν σημαίνει ότι το Φεστιβάλ είναι απαλλαγμένο οικονομικών προβλημάτων. Οι δαπάνες είναι τεράστιες, γιατί το καλύτερο προϊόν στον κόσμο κοστίζει, και μάλιστα πολύ ακριβά, και θα ήταν αδύνατο να διατεθεί χωρίς παχυλές χορηγίες. Ετσι δεν απορεί κανείς που πριν από την έναρξη κάθε παράστασης μας υποδέχονταν η Nestlé, η Rolex, η Audi, η Siemens και τελευταίο το ίδιο το Φεστιβάλ.
Αλλά και η ίδια η πόλη δεν είναι πάντα ανοιχτή σε όλους. Αφήνοντας τον αυτοκινητόδρομο και φθάνοντας στο Salzburg βρεθήκαμε μπροστά σε ένα τεράστιο μποτιλιάρισμα που οφειλόταν στο γεγονός ότι η αστυνομία έδιωχνε όλα τα αυτοκίνητα που οι επιβάτες τους δεν είχαν εισιτήρια ή κράτηση σε ξενοδοχείο. Ετσι η σύγχρονη πολιτιστική και τουριστική βιομηχανία πηγαίνουν χέρι-χέρι, πραγματικότητα που αντικατοπτρίζεται με σαφήνεια και στο διοικητικό συμβούλιο του Φεστιβάλ.
Ολα αυτά δεν συμβαδίζουν με τη ρομαντική εικόνα του παλιού Salzburg, όμως και πάλι η ομορφιά της πόλης και η ποιότητα των παραστάσεων μας έκαναν να ξεχάσουμε ότι ζούμε σε αδυσώπητα πεζούς καιρούς.
Ψηφιακή Σταχτοπούτα
Το πρώτο βράδυ μάς υποδέχθηκε η Cecilia Bartoli με τη «Cenerentola» του Rossini. Μια παράσταση με αρκετό μπρίο και πολλά ευρήματα, σε σκηνοθεσία του Damiano Micheletto, που κατέφυγε σε μεγάλο βαθμό στις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας. Εδώ η Σταχτοπούτα είναι καθαρίστρια σε πιτσαρία όπου ο ιδιοκτήτης πατριός και οι άχαρες κόρες του ονειρεύονται χρήματα και κατανάλωση. Ο πρίγκιπας Ramiro, ένας όχι ιδιαίτερα ευειδής pop star, μένει αδιάφορος μπροστά στα pin up girls που έχουν διαταχθεί να παρατάσσονται μπροστά του, μια που ο νους και η καρδιά του είναι προσηλωμένα στη γνωστή μας δύστυχη, τη μόνη ανθρώπινη και αληθινή. Στο ευτυχές τέλος, όπου φυσικά λείπουν οι κορόνες και τα παραμυθένια ρούχα, είναι όλοι αναγκασμένοι να πιάσουν τα σφουγγαρόπανα και να καθαρίζουν υπό τις εντολές της Σταχτοπούτας, εγκαταλείποντας έτσι μια κοινωνία μολυσμένη από ψεύτικες αρχές.
Η παρτιτούρα του Rossini δικαιώθηκε απόλυτα από τη μουσική διεύθυνση του Jean Christophe Spinosi και το μουσικό σύνολο Matheus, είναι όμως βέβαιο ότι ορισμένες ελευθερίες στα tempi πρέπει να προκάλεσαν δυσκολίες στους τραγουδιστές. Πάντως ο νέος μεξικανός τενόρος Javier Camarena υπήρξε εξαιρετικός στον ρόλο του Ramiro και η Bartoli μια Σταχτοπούτα γεμάτη ζωντάνια, μεγάλη μουσικότητα και άψογη τεχνική. Το αν αποδέχεται κανείς ανεπιφύλακτα το οξύ τίμπρο της και τις κοφτές κλορατούρες της, είναι θέμα γούστου.
Την επόμενη ημέρα απολαύσαμε μια υπέροχη «Favorita», χωρίς σκηνικά, που δεν μας έλειψαν όμως ούτε στιγμή. Η μεγάλη, ρουμπινιένια φωνή της Elina Garanca γέμισε μαγευτικά το μεγάλο Festspielhaus και δίπλα της ένας εξαιρετικός Juan Diego Florez με φωνή πιο στρογγυλή και ώριμη σε σχέση με το παρελθόν μάς χάρισαν στιγμές σπάνιας μουσικής απόλαυσης. Πολύ καλοί και οι Ludovic Tezier και Eva Liebau υπό τη μουσική διεύθυνση του ανιψιού του Claudio, Roberto Abbado.
Ιερά τέρατα του θεάτρου
Ακολούθησαν δύο παραστάσεις όπου τον πρώτο λόγο είχαν δύο σκηνοθέτες, ιερά τέρατα του θεάτρου, ο Harry Kupfer και ο Peter Stein. Οι άλλοτε εικονοκλάστες, σχεδόν ογδοντάρηδες σήμερα, μας έδειξαν την πιο νοσταλγική και τρυφερή πλευρά τους σκηνοθετώντας Ρίχαρντ Στράους ο πρώτος και Σούμπερτ ο δεύτερος.
Η παράσταση του «Rosenkavalier» ήταν για πολλούς η καλύτερη των τελευταίων δεκαετιών, μετά την ιστορική του 1960 με το ανεπανάληπτο τρίο Karajan, Hartmann και Elisabeth Schwarzkopf. Στη σκηνοθεσία του Kupfer, πρωταγωνίστρια είναι η Βιέννη των αρχών του περασμένου αιώνα με τεράστιες ασπρόμαυρες εικόνες – φωτογραφίες υψηλής αισθητικής, που εναλλάσσονται αργά και νοσταλγικά στο βάθος της μεγάλης σκηνής, ενώ στο πρώτο πλάνο κυριαρχεί ευρηματική, γρήγορη κίνηση που υπηρετεί απόλυτα το έργο, κυρίως στη δεύτερη και την τρίτη πράξη.
Η Krassimira Stoyanova ήταν φωνητικά εξαιρετική, όμως η κάπως βαριά εμφάνισή της δεν μπορεί να εκπέμψει εκείνο το ιδιαίτερο μείγμα αρχοντιάς και αισθησιασμού που απαιτεί ο ρόλος της στρατηγίνας. Πολύ καλή, όπως συνήθως, η Sophie Koch στον ρόλο του Octavian και μάλλον ανεπαρκής η Mojka Erdmann στον ρόλο της νεαρής Sophie. Τις εντυπώσεις καθώς και το χειροκρότημα απέσπασε δίκαια ο αυστριακός βαθύφωνος Günter Groissböck ερμηνεύοντας υποδειγματικά έναν διαφορετικό Ochs, νεαρό και ευέλικτο. Η Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Franz Welser-Möst έδωσε τον καλύτερό της εαυτό.
Μουσειακή όπερα
Αντίθετα με τον πάντα δημοφιλή «Rosenkavalier», ο «Fierrabras» του Schubert είναι σήμερα μια μουσειακή όπερα με κακό λιμπρέτο, ωραία αλλά δύσκολη να ερμηνευθεί μουσική και ακόμα πιο μεγάλες δυσκολίες μεταφοράς στη σκηνή, κατά τρόπο που το παραμύθι αυτό της εποχής του Καρλομάγνου να μη φαίνεται γελοίο. Εδώ ο Peter Stein έσωσε σκηνικά το έργο, με τη βοήθεια των κοστουμιών της Αννας Μαρίας Heinrich, ανοίγοντάς μας ένα βιβλίο εικόνων όπως εκείνα που στόλιζαν τα παραμύθια του προπερασμένου αιώνα. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό, γιατί χάρισε μια μαγεία παιδικής αφέλειας, αδιαφορώντας για τις επιταγές των θιασωτών του Regietheater που θα αναζητούσαν με κάθε θυσία πολιτικές διαστάσεις στο έργο. Η Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Ingo Metzmacher ήταν και εδώ στο στοιχείο της. Οι ερμηνευτές πολλοί και καλοί, όπως η Dorothea Röschmann, ο Benjamin Bernheim και η Julia Kleiter.
Ο «Trovatore», θρίαμβος του star system που εξασφάλιζαν εκ των προτέρων η συμμετοχή της Anna Netrebko και του Placido Domingo, ήταν ο εισπρακτικός πρωταθλητής της χρονιάς με επτά άτομα στην αναμονή για κάθε θέση. Η Netrebko δεν απογοήτευσε. Αψογη φωνητικά, γοητευτική και πειστική σκηνικά, είχε μια απόλυτα άξια, θριαμβευτική επιτυχία σαν Λεονώρα. Η φωνή της έχει αποκτήσει μεγαλύτερο εύρος, που της επιτρέπει πια να ερμηνεύει τους βαρύτερους ρόλους του Βέρντι, όπως τη Λαίδη Μάκβεθ, που θα τραγουδήσει το φθινόπωρο στη Νέα Υόρκη. Ο Domingo εγκατέλειψε τον αγώνα μετά την πρεμιέρα και έδωσε τη θέση του στον θαυμάσιο, σχετικά νέο, πολωνό βαρύτονο Artur Rucinski που ερμήνευσε αναπάντεχα ωραία τον κόντε ντι Λούνα. Καλοί και η Marie Nicole Lemieux ως Asucena και ο Francisco Meli στον ρόλο του Manrico, μολονότι οι ψηλές του νότες δεν ήταν πάντα αβίαστες. Ο Daniele Gatti διηύθυνε την ορχήστρα με σπονδυλωτή ακρίβεια που έδωσε ωραίο λεπτό μουσικό χρώμα και ήρεμη ροή, ίσως περισσότερο ήρεμη απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στον Βέρντι.
Η σκηνοθεσία του Λετονού Alvis Hermanis, όπου όλα παίζονται σε ημιτόνια του βαθύ κόκκινου με ιστορικά αναγεννησιακά κοστούμια, άρεσε, αλλά δεν έδωσε νέα πνοή στο έργο. Η πλοκή εκτυλίσσεται σε ένα μεγάλο σύγχρονο μουσείο όπου οι φύλακες μεταμορφώνονται σταδιακά στους ήρωες της όπερας. Δυστυχώς όλα διαδραματίζονται περισσότερο κάτω και όχι μέσα από τους πίνακες, που φαντάζομαι ότι θα ήταν και η αρχική, αλλά δύσκολα υλοποιήσιμη, επιθυμία του Hermanis.
«Επιτυχία εκτίμησης»
Αυτές ήταν οι εντυπώσεις μου για τις παραστάσεις που είδα, ένα μικρό μέρος από τις εκδηλώσεις ενάμιση μήνα. Φαίνεται ότι ο «Don Giovanni» σε σκηνοθεσία του Bechtolf και με τον Eschenbach στο podium ήταν καλύτερος από την προηγούμενη παραγωγή του Claus Guth, δεν θα γράψει όμως ιστορία. Η νέα ενδιαφέρουσα όπερα του Marc Antoine Dalbavie, «Charlotte Salomon», με θέμα τη ζωή μιας ευαίσθητης καλλιτέχνιδας που εξολοθρεύθηκε από τους Ναζί, σημείωσε «επιτυχία εκτίμησης», ενώ η κοντσερτάντε επιλογή τμημάτων του «Τριστάνου και Ιζόλδης» με μαέστρο τον Barenboim και σολίστ την Waltraud Meier και τον Peter Seiffert άρεσε πολύ. Δεκάδες εξαιρετικά κοντσέρτα και μοναδικές βραδιές Lieder, όπως αυτή του Christian Gerhaher ή της Anja Harteros, εμπλούτισαν ουσιαστικά το πρόγραμμα.
Το εφετινό Φεστιβάλ αποφάσισε να σηματοδοτήσει τα 100 χρόνια από την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κυρίως μέσω του «Rosenkavalier», που παίχθηκε για πρώτη φορά την ίδια μοιραία χρονιά. Η ατμόσφαιρα όμως του Salzburg, όλο και περισσότερο γιορτινή και αστραφτερή, δεν αφήνει περιθώρια για τη μνημοσύνη. Η επέτειος πέρασε απαρατήρητη.
O κ. Τάσος Κριεκούκης είναι πρέσβης επί τιμή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ