Η ζωή κυλούσε μονότονα στο ερημικό και δύσβατο χωριό Ποντίμα, σε μικρή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Ιδανικός προορισμός για όσους επιθυμούν να χτίσουν μια καινούργια ζωή και να ξεχάσουν κάθε ανάμνηση που βαραίνει την ψυχή τους. Μια δολοφονία, ωστόσο, θα φέρει τα πάνω κάτω σε αυτό το ήσυχο ψαροχώρι και θα αποτελέσει την αφορμή για τη γνωριμία της νεαρής και όμορφης δημοσιογράφου που κατέφθασε για να «καλύψει» το θέμα, με τον «εκκεντρικό» συνταξιούχο πολιτικό μηχανικό Αχμέτ Αρσλάν, ο οποίος διάγει μοναχικό βίο με συντροφιά τα βιβλία και τον πιστό τετράποδο φίλο του, τον Κέρβερο. Μέχρι να αποκαλυφθεί, ωστόσο, το μυστήριο γύρω από τη στυγερή δολοφονία της γειτόνισσάς του, ο κ. Αρσλάν αρχίζει να αφηγείται ιστορίες στη φιλόδοξη δημοσιογράφο. Σύντομα η πραγματικότητα φλερτάρει με τη φαντασία και εκείνος, ένας «αθεράπευτος» παραμυθάς, υπόσχεται να της αφηγηθεί την πιο εντυπωσιακή, την πιο καταστροφική ιστορία αγάπης, την ιστορία του αδερφού του.
«Αν δεν υπήρχαν τα συναισθήματα των ανθρώπων, όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα» θυμάται ο Ομέρ Ζουλφί Λιβανελί να του λέει η σύζυγός του, κυρία Ουλκέρ. Αυτή η φράση τον ενέπνευσε στη συγγραφή του νέου του μυθιστορήματος, όπως σημειώνει στις ευχαριστίες του βιβλίου του. «Η ιστορία του αδερφού μου» –που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση του Θάνου Ζαράγκαλη –αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στην Τουρκία, όπου και ξεπέρασε τα 310.000 αντίτυπα, όπως μας λέει ο συγγραφέας.
Οταν επικοινωνήσαμε με τον γνωστό μουσικοσυνθέτη είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι του, στην Κωνσταντινούπολη, από ολιγοήμερη κρουαζιέρα στο Ιόνιο. Του δίνει μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση η επίσκεψη «στη δεύτερη πατρίδα του», όπως χαρακτηρίζει την Ελλάδα. Στα χρόνια της εξορίας του, όταν είχε πρωτοέρθει στην Ελλάδα με τη σύζυγό του το 1975, την περίοδο που δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Τουρκία, θυμάται ότι ένιωσαν και οι δύο μια μοναδική συγκίνηση, επειδή, όπως λέει και ο ίδιος, «συνάντησα μια πιο ανθρώπινη, πιο μοντέρνα εκδοχή του πολιτισμού στον οποίο ανήκω κι εγώ». Πριν από λίγες ημέρες ταξίδεψαν οικογενειακώς στη Ζάκυνθο και από εκεί επισκέφθηκαν την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη, τους Παξούς, την Κέρκυρα και το Μεγανήσι. Μεγαλύτερο ενθουσιασμό, ωστόσο, του προκάλεσε η Ιθάκη.
«Η Ιθάκη αποτελεί το μεγαλύτερο όνειρο των μορφωμένων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο, και εγώ είχα την ευκαιρία να την επισκεφθώ» μας λέει και προσθέτει πως «περπατώντας στην περιοχή που πιστεύεται ότι βρισκόταν το παλάτι που Οδυσσέα, είτε είναι ορθή αυτή η ανακάλυψη είτε όχι» ένιωσε «πανευτυχής». Μέσω του ΒΗmagazino εκφράζει επίσης την ευγνωμοσύνη του στο ελληνικό κοινό, το οποίο με την ίδια θέρμη που τον αγκάλιασε την περίοδο κατά την οποία τα τραγούδια του ήταν απαγορευμένα στη γενέτειρά του Τουρκία, σήμερα στηρίζει το συγγραφικό του εγχείρημα κάνοντας μπεστ σέλερ τα βιβλία του.
Ενας αναγεννησιακός άνθρωπος
Ο ταλαντούχος κύριος Λιβανελί, εκτός από την ιδιότητα του συνθέτη που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, υπήρξε αρθρογράφος, σκηνοθέτης, βουλευτής, ενώ τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες. «Αντίθετα με τη στρεβλή αντίληψη του 20ού αιώνα περί ειδικότητας», όπως λέει, εκείνος προτιμάει την «αναγεννησιακή έννοια ανθρώπου που ασχολείται με πολλά πράγματα, από τις τέχνες μέχρι και τις επιστήμες».
Οταν πρόκειται να γράψει, επιλέγει μακρινούς, εξωτικούς προορισμούς. Για τις ανάγκες του νέου του βιβλίου ταξίδεψε στη μακρινή Ταϊλάνδη. Σε ένα ψαροχώρι όπως αυτό που περιγράφει και στο βιβλίο του. Μόνο που εκεί δεν γνώριζε κανείς ούτε την Τουρκία ούτε μιλούσε τουρκικά για να τον αποσπάσει από τη δουλειά του. Αποκομμένος από τον εξωτερικό κόσμο, απαλλαγμένος από τις συνήθεις υποχρεώσεις του και μακριά από την καταιγιστική επικαιρότητα της πατρίδας του, αφοσιώθηκε στο μυθιστόρημά του.
Τα βιβλία του Ζουλφί Λιβανελί διαβάζονται γρήγορα και ο λόγος του ρέει, αλλά κάθε μικρή λεπτομέρεια αποτελεί προϊόν εξαντλητικής έρευνας: «Στα μυθιστορήματα χρησιμοποιούμε εκατοντάδες χιλιάδες λεπτομέρειες. Πρέπει να γνωρίζουμε σωστά τις λεπτομέρειες στις οποίες αναφερόμαστε. Διαφορετικά, μπορεί να εμφανιστεί ο ειδικός και να μας διαψεύσει. Αν αναφερόμαστε, για παράδειγμα, σε πόλεμο, και πούμε πως η συγκεκριμένη νάρκη δεν έχει τέτοιο χρώμα, θα βιώσουμε μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία». Για αυτόν τον λόγο προετοιμάζει πολύ καιρό τα έργα του.
Αντίθετα με την προηγούμενη μεγάλη επιτυχία του, τη «Σερενάτα», εδώ δεν ασχολείται με ιστορικά γεγονότα αλλά επιχειρεί να καταδυθεί στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχολογίας. «Ο ήρωας αντιμετωπίζει διάφορες ψυχολογικές διαταραχές και όταν γνωρίζει μια κοπέλα αυτό αποτελεί την αφορμή να επιστρέψει στα εγκόσμια» εξηγεί ο συγγραφέας, που επί διετία διάβαζε τα σημαντικότερα και πιο πρόσφατα ξενόγλωσσα επιστημονικά βιβλία γύρω από τη λειτουργία του εγκεφάλου και τα παιχνίδια που μας παίζει το μυαλό, όπως ο έρωτας και η τάση προς την αυτοκτονία, αναφέρει χαρακτηριστικά. Τους «Εραστές», τον πίνακα του σουρεαλιστή ζωγράφου Ρενέ Μαγκρίτ, τον οποίο δηλώνει ότι θαυμάζει, ο κ. Λιβανελί τον επέλεξε προσωπικά για εξώφυλλο του βιβλίου, καθώς πιστεύει ότι ταιριάζει εξαιρετικά με τη σκοτεινή πτυχή του έρωτα που περιγράφει. «Ο έρωτας δεν είναι αυτή η κατάσταση που μπορεί πάντα να παρουσιάζεται ως ένα ροζ σύννεφο, είναι μια τραγωδία. Αυτή την τραγική εκδοχή του έρωτα περιγράφω στο μυθιστόρημά μου» λέει.
«Η ιστορία του αδερφού μου» είναι γραμμένη με μια τεχνική που θυμίζει τις «Χίλιες και μία νύχτες» (ιστορία μέσα στην ιστορία), μόνο που εδώ η Σεχραζάτ είναι άνδρας. Ο συγγραφέας με αυτόν τον τρόπο επιθυμούσε να παντρέψει την παράδοση αφήγησης της Ανατολής με ένα δυτικού τύπου μυθιστόρημα, εξυμνώντας παράλληλα τη λογοτεχνία και την απόλαυση της ανάγνωσης, καθώς επίσης και να αποτίσει φόρο τιμής σε όλους τους μεγάλους συγγραφείς επειδή πιστεύει ότι το μοναδικό είδος που μπορεί να εξηγήσει τα συναισθήματα των ανθρώπων, να κατανοήσει την πραγματικότητα, είναι η λογοτεχνία. Για αυτόν τον λόγο υποστηρίζει ότι η λογοτεχνία είναι ανώτερη από την επιστήμη, ενώ η μουσική, όπως αναφέρει, στοχεύει στο να κάνει τον άνθρωπο να νιώσει τα συναισθήματα. «Καλό μυθιστόρημα είναι αυτό του οποίου οι χαρακτήρες θα μείνουν στο μυαλό μας αρκετό καιρό αφού το διαβάσουμε» σημειώνει, ενώ στη μουσική, αντίστοιχα, καλή μελωδία θεωρεί αυτή που μπορούμε να την «επανεκτελέσουμε» σφυρίζοντας.
Στα βιβλία του κ. Λιβανελί έντονα είναι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Μπορούμε να συναντήσουμε το alter ego του συγγραφέα στους ήρωές του, που είναι συνήθως άνδρες περίπου στην ίδια ηλικία με τον ίδιο, είναι υψηλού κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου και ξέρουν να απολαμβάνουν την καλή ζωή και την τέχνη. «Σαφέστατα οι εμπειρίες μου αντικατοπτρίζονται στα έργα μου» λέει ο κ. Λιβανελί. «Οταν γράφω για τον ήρωα που είναι φυλακισμένος, εγώ, ως άνθρωπος που έχω φυλακιστεί, περιγράφω την ψυχική κατάσταση που είχα βιώσει στο κελί μου». Τον ρωτάμε πόσο καιρό είχε μείνει στη φυλακή. «Δεν έχει τόση σημασία η διάρκεια, ο χρόνος που περνάει κανείς στη φυλακή, όσο η ένταση» απαντάει. «Την εποχή εκείνη ο στρατός είχε κάνει πραξικόπημα. Με είχαν βάλει μέσα τρεις φορές. Ηταν μια περίοδος που ήταν διαδεδομένα τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες και η εξαφάνιση των συλληφθέντων. Το συναίσθημα που νιώθεις είναι: δεν θα μπορέσω να ξαναβγώ από εδώ μέσα, δεν υπάρχει ζωή πια για μένα, δεν θα ξαναδώ ποτέ τα αγαπημένα μου πρόσωπα, εγώ πια στα χέρια τους. Και δύο μήνες να το ζήσετε αυτό, νιώθετε ότι έχουν περάσει 20 χρόνια».
Από το ποδήλατο στο σάζι
Από μικρός είχε αρχίσει να προετοιμάζει τον εαυτό του για τη λογοτεχνία. Αγαπημένο του βιβλίο ήταν ο «Γέρος και η θάλασσα» του Χέμινγουεϊ. Οπως πολλά πράγματα στη ζωή που συμβαίνουν αναπάντεχα, έτσι και η πρώτη επαφή του μικρού Ομέρ με τη μουσική προέκυψε ύστερα από ένα τυχαίο γεγονός. Ο πατέρας του τού είχε υποσχεθεί πως όταν αποφοιτήσει από το δημοτικό θα του αγοράσει ένα ποδήλατο. Ωστόσο, η θέα της σύγκρουσης ενός φορτηγού με διερχόμενο ποδήλατο έξω από το σπίτι τους οδήγησε τον πατέρα του να του πάρει ένα λιγότερο επικίνδυνο δώρο, το σάζι (λαϊκό μουσικό όργανο που θυμίζει το μπουζούκι αλλά έχει διαφορετικό ήχο από αυτό). Μεγαλώνοντας, άρχισε να μαθαίνει μουσική και όταν την εποχή του πραξικοπήματος έκαψαν τον εκδοτικό οίκο που είχε ιδρύσει στράφηκε ερασιτεχνικά στη μουσική για να βγάλει τα προς το ζην. Οταν διέφυγε στο εξωτερικό με πλαστό διαβατήριο, η μουσική ήταν το μόνο εφόδιο που κουβαλούσε από τη γενέτειρά του.
Το πρώτο άλμπουμ που ηχογράφησε στη Στοκχόλμη, όπου και ζούσε εξόριστος, νόμιζε ότι θα είναι και το τελευταίο. «Είχα γράψει εκείνα τα τραγούδια για να εκδικηθώ κατά κάποιον τρόπο τη χούντα που είχε σκοτώσει τους φίλους μου» θυμάται. «Το άλμπουμ που είχα βγάλει το 1973, ξαφνικά μπήκε παρανόμως στην Τουρκία με τη μορφή εκατομμυρίων κασετών και τα τραγούδια μου έγιναν η φωνή της αντίστασης. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τα τραγούδια μου απαγορεύθηκαν. Κάτι παρόμοιο με αυτό που έζησε ο Μίκης στη χώρα σας, εγώ το έζησα εδώ» σημειώνει. Η στήριξη του κόσμου τον οδήγησε στο να συνεχίσει με τη μουσική, γράφοντας τραγούδια που μπορούν να χαρακτηριστούν αντιστασιακά, και μελοποίησε ποιήματα των Ναζίμ Χικμέτ, Καβάφη, Λόρκα κ.ά.
Ελληνοτουρκική προσέγγιση
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν έμαθε ότι η Μαρία Φαραντούρη είπε δύο τραγούδια του σε μια συναυλία στο Βερολίνο, αποφάσισε να τη συναντήσει. Μέσω της Φαραντούρη, με την οποία είχαν γίνει φίλοι, γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίο χαρακτηρίζει «άμπι», δηλαδή τον μεγάλο του αδελφό, στον οποίο κατέφευγε οπότε είχε ανάγκη από μια συμβουλή ζωής, σε θέματα πολιτικής ή για οτιδήποτε άλλο ένιωθε να τον απασχολεί. Μαζί έδωσαν πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ την περίοδο που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διέρχονταν περίοδο κρίσης, εκείνοι πίστεψαν ότι τα δύο κράτη μπορεί να έρθουν πιο κοντά αν γνωριστούν οι λαοί καλύτερα μεταξύ τους μέσω της μουσικής, και ίδρυσαν τον Σύνδεσμο Ελληνοτουρκικής Φιλίας. Την περίοδο που οι υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ επιχειρούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των δύο κρατών, ο τούρκος ΥΠΕΞ τού είχε πει «αν εμείς μπορούμε σήμερα να κάνουμε όλα αυτά, είναι επειδή βαδίζουμε στο χαλί που στρώσατε εσείς με τον Μίκη και τη Μαρία».
Ακόμη και σήμερα, οι εχθροί της ειρήνης είναι πολλοί, λέει ο τούρκος μουσικοσυνθέτης. «Κοιτάξτε σε τι κατάσταση έχουν φέρει τη Μέση Ανατολή. Σήμερα στην Τουρκία δεν βλέπει κανείς κανένα πολιτικό πρόβλημα με την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον της χώρας είναι στραμμένο στη Μέση Ανατολή. Το μόνο σημαντικό θέμα μεταξύ των δύο χωρών είναι η Κύπρος. Στο πλαίσιο των συνομιλιών, έχω την πεποίθηση ότι θα υπάρξει λύση και σε αυτό το θέμα».
Ο κ. Λιβανελί (που είναι γιος εισαγγελέα και εγγονός δικαστή) θεωρείται ακόμη σύμβολο αντίστασης και οι νεότερες γενιές στην Τουρκία καταφεύγουν στα τραγούδια του όποτε θέλουν να εκφράσουν την έντονη διαμαρτυρία τους ή όταν θέλουν να στείλουν ισχυρό μήνυμα συμπαράστασης, όπως είχαν κάνει στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η μουσική και η δύναμη των στίχων του μετατρέπουν με έναν παράξενο τρόπο το αίσθημα αδικίας σε κουράγιο και δύναμη αντίστασης.
Αριστερός ουμανισμός
Στις μέρες μας, κακώς παρεξηγούνται όσοι εύρωστης οικονομικής κατάστασης εκφράζουν αριστερές ιδέες, λέει ο κ. Λιβανελί, καθώς πιστεύει ότι αυτό που ωθεί τους ανθρώπους στην Αριστερά είναι η συνείδησή τους. «Πριν από λίγο καιρό είχε επισκεφθεί την Τουρκία ο πρώην υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, ο Ζακ Λανγκ. Συζητούσαμε για την Αριστερά, θέταμε ερωτήματα ο ένας στον άλλο: Τι σημαίνει η Αριστερά για εσένα, γιατί έγινες αριστερός; Καταλήξαμε στο ότι Αριστερά σημαίνει ουμανισμός. Σημαίνει δεν θα εμπλέκεσαι με τη βία, δεν θα τρέχεις πίσω από δικτάτορες. Ενας πιο ανθρώπινος και ειρηνικός κόσμος, στον οποίο να μπορείς να ζήσεις, και ο πολιτισμός».
«Στην ουσία της τέχνης υπάρχει η άρνηση, η αμφισβήτηση, ακόμη και η επανάσταση» είχε δηλώσει σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. «Δεν μπορούμε να διανοηθούμε την εξουσία δίπλα στην τέχνη» εξηγεί. «Εξάλλου, η εξουσία ώζει, η εξουσία σαπίζει, όπου και να κατέχει θέση εξουσίας κάποιος, είτε σε κομμουνιστική χώρα είτε σε καπιταλιστική, ισλαμική ή καθολική, όπου και να βρίσκεται. Οπως αναφέρω και στη «Σερενάτα», δεν είναι μόνο ο Χίτλερ ένοχος, όλες οι κυβερνήσεις έχουν διαπράξει εγκλήματα σε αυτόν τον κόσμο, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο. Απέναντι σε αυτή την ισχύ, η ευθύνη των διανοουμένων, των καλλιτεχνών, ξεκινάει με μια άρνηση που αναδύεται από τα βάθη της ψυχής τους. Ο καλλιτέχνης που δεν αντιδρά σημαίνει, φυσικά, ότι παίζει παιχνίδι».
«Το μεγάλο σφάλμα των (αριστερών) τούρκων διανοουμένων υπήρξε το γεγονός ότι στράφηκε ο ένας εναντίον του άλλου. Δεν μπόρεσε να ανεχθεί ο ένας την επιτυχία του άλλου» αναφέρει. Μεγάλοι άνδρες όπως οι Ναζίμ Χικμέτ, Γιασάρ Κεμάλ, Αζίζ Νεσίν δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας, ή, ακόμη κι αν υπάρχουν, είναι λίγοι. «Σήμερα υπάρχουν αυτοί που ενδιαφέρονται μόνο για την καριέρα τους, τα βιβλία τους, έχουν μολυνθεί από αυτόν τον ιό που λέγεται το κυνήγι της επιτυχίας. Τα τελευταία χρόνια και στην Τουρκία η διαδεδομένη έκφραση είναι «ή θα είσαι επιτυχημένος ή θα είσαι loser». Με αυτή την αντίληψη, όμως, ο πιο μεγάλος loser θα ήταν ο Χριστός, ο Μωυσής ή ο Αϊνστάιν. Εγώ, ως ένας παλιομοδίτικος δεινόσαυρος, εξακολουθώ να βαδίζω με πίστη στις παγκόσμιες, πανανθρώπινες αξίες» καταλήγει.
Στο μάτι του Ερντογάν
Στις δημοτικές εκλογές του 1994 είχε θέσει υποψηφιότητα για τον Δήμο της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ήταν η πρώτη εκλογική αναμέτρηση και το πρώτο δημόσιο αξίωμα που είχε κερδίσει ο Ταγίπ Ερντογάν. Εκείνη την εποχή είχε δεχθεί έναν πολύ σκληρό και βρώμικο πόλεμο. Μεταξύ άλλων, τον είχαν κατηγορήσει επειδή έδινε συναυλίες με τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ έφθασαν στο σημείο να ισχυριστούν ψευδώς ότι έκαψε την τουρκική σημαία στην Ελλάδα. «Απορώ πώς κατάφερα να γλιτώσω ζωντανός» σχολιάζει όταν θυμάται εκείνη την περίοδο.
«Ο άνθρωπος που γνωρίζει δεν μπορεί να ζήσει σαν να μη γνωρίζει τίποτα» αναφέρει κάποιος χαρακτήρας του βιβλίου του. Αυτή την αίσθηση ευθύνης νιώθει ότι εκπλήρωσε και ο ίδιος όταν αποκάλυψε πριν από λίγα χρόνια το πιο κρίσιμο ίσως γεγονός, το οποίο αποτέλεσε σημείο καμπής στην πρόσφατη Ιστορία της Τουρκίας: Τη μυστική συνάντηση Ερντογάν – Μπαϊκάλ. Ο κ. Λιβανελί είχε ισχυριστεί ότι είχαν κάνει συμφωνία οι δύο άνδρες το 2002 να επιτραπεί στον Ερντογάν (που είχε φυλακιστεί) να γίνει βουλευτής και πρωθυπουργός, καθώς το AKP είχε κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές, με αντάλλαγμα ο κ. Μπαϊκάλ, αργότερα, να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Σήμερα, ωστόσο, ο κ. Μπαϊκάλ έχει εκτοπιστεί από την πολιτική ζωή του τόπου και ο κ. Ερντογάν διεκδικεί την προεδρία της Δημοκρατίας. Σε περίπτωση που εκλεγεί, δεν πιστεύει ότι θα αλλάξουν πολλά στην Τουρκία: «Οι επιθυμίες του κ. Ερντογάν είναι αντίθετες με το σύνταγμα. Επιθυμεί να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα όπου ο πρόεδρος της Δημοκρατίας που θα εκλεγεί από τον λαό θα ελέγχει τα πάντα. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο να αλλάξει το σύνταγμα και το σύστημα της χώρας. Σε μερικούς μήνες στο κυβερνών κόμμα θα αρχίσουν αψιμαχίες για το ποιος θα γίνει πρωθυπουργός και ο κ. Ερντογάν (που θεωρεί βέβαιη τη νίκη του) λίγο θα απομονωθεί» πιστεύει. Ο κ. Λιβανελί στις ομιλίες που κάνει στην Τουρκία ασκεί έντονη κριτική στο κυβερνών κόμμα, αναγνωρίζει ωστόσο την εργατικότητα του AKP.
Τον υποψήφιο των κομμάτων CHP και MHP, Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, τον χαρακτηρίζει «ευγενικό και πολιτισμένο άνθρωπο». Δεν μπορεί, ωστόσο, να πει ότι πρόκειται για το πρόσωπο που οραματιζόταν για τη συγκεκριμένη θέση. «Οπως σε όλες τις ιδεολογίες και τις θρησκείες, έτσι και εδώ υπάρχει η σωστή και η λάθος ερμηνεία του Ισλάμ. Από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ των θρησκευτικά προοδευτικών με τους οπισθοδρομικούς. Αυτό που ζούμε σήμερα ίσως να οφείλεται και στη μετακίνηση του πληθυσμού στις μεγαλουπόλεις, ζούμε δηλαδή κατά κάποιον τρόπο ένα λούμπεν Ισλάμ. Στον αντίποδα υπήρχε το παραδοσιακό Ισλάμ που υποστηρίζει το κοσμικό κράτος και παράλληλα πιστεύει. Αυτούς αντιπροσωπεύει ο κ. Ιχσάνογλου και υπό αυτή την έννοια η αλήθεια είναι ότι θέλω να έχει επιτυχία».
O κ. Λιβανελί, ο οποίος είχε επιχειρήσει στο παρελθόν να διεκδικήσει την αρχηγία του CHP, δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην πολιτική, την οποία χαρακτηρίζει «βρώμικο τούνελ», ενώ κατακρίνει παράλληλα το CHP επειδή έχει μετακινηθεί στα δεξιά και βαδίζει «χέρι χέρι» με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP). Πιστεύει ότι τo κόμμα πρέπει να υιοθετήσει ξεκάθαρες θέσεις για τα σημαντικά ζητήματα, όπως αν θα είναι ένα μιλιταριστικό, εθνικιστικό κόμμα ή αν θα εκφράσει ξανά τη σοσιαλδημοκρατία, αν θα στηρίξει την εργατική τάξη, τους διανοούμενους, τους αδικημένους, του Αλεβίτες, τους Κούρδους κ.τ.λ. «Γνωρίζω τον κ. Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Είναι σωστός άνθρωπος, έχει καλές ιδέες και προθέσεις, αλλά δεν αρκεί. Στο κόμμα υπάρχουν εθνικιστικές ομάδες, αριστερές ομάδες, άνθρωποι που δεν μπορούν να καθήσουν ο ένας δίπλα στον άλλο, για αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να ασκηθεί μια σωστή, ξεκάθαρη πολιτική από αυτό το κόμμα».
Ο κ. Λιβανελί πρόσφατα μελοποίησε τα ποιήματα του «Μεβλανά» Τζελαλεντίν Ρουμί με σύγχρονο ύφος σε μουσική τζαζ και αγγλικό στίχο, με τίτλο «Rumi Suite-The Eternal Day». Αυτό το διάστημα εργάζεται πάνω στο επόμενο βιβλίο του, στο οποίο μας εκμυστηρεύεται ότι «το Βυζαντινό παρελθόν της Κωνσταντινούπολης συναντά το σήμερα».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Αυγούστου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ