Μέχρι πρότινος υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, ο Πιερ Μοσκοβισί δεν άφηνε γκάφα που να μην κάνει. Μία από αυτές ήταν ο μακάριος ύπνος του κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Eurogroup, μια άλλη η δήλωσή του ότι επιχειρεί το παν «για να φύγει η Γαλλία από την ευρωζώνη» (ήθελε προφανώς να πει «να μείνει» σε αυτήν).
Αλλά ούτε τα «σαρδάμ» του ούτε ο αφόρητα ανιαρός τρόπος της ομιλίας του είναι αυτά που κάνουν τους Γερμανούς να μη θέλουν να τον δουν ούτε ζωγραφιστό ως διάδοχο του Ολι Ρεν στη θέση του επιτρόπου για οικονομικά θέματα.
Ο πραγματικός λόγος είναι πολύ πεζός: ο σοσιαλιστής πολιτικός δεν είναι «του χεριού τους». Ως θιασώτης της ανάπτυξης θα έβαζε εμπόδια στην εφαρμογή του γερμανικής κοπής Συμφώνου Σταθερότητας.
Αυτό είναι και το φόντο της πρόσφατης δήλωσης του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι τυχόν κατάληψη της θέσης από έναν Γάλλο θα ήταν «λάθος σινιάλο» προς τις αγορές. «Δεν εννοούσα φυσικά τον Μοσκοβισί» διευκρίνισε λίγο αργότερα διπλωματικά –ξέροντας ωστόσο ότι, αν και ανεπίσημα ακόμα, είναι ο μοναδικός υποψήφιος των Γάλλων για αυτό το πόστο.
Λιγότερο διπλωματικά εκφράστηκε ο Νόρμπερτ Μπάρτλε, εκπρόσωπος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών σε θέματα προϋπολογισμού. «Αν κάνουμε επίτροπο για το ευρώ έναν πρώην υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας ο οποίος δεν έκανε τίποτα για την τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, θα ήταν σαν να θέλαμε να διώξουμε τον Διάβολο με τον Σατανά» είπε.
Ανάλογα «ξινή» ήταν και η αντίδραση των Γάλλων: «Τέτοιες δηλώσεις ξεπερνούν κάθε όριο» δήλωσε σύμβουλος του Φρανσουά Ολάντ. «Εμείς δεν θα λέγαμε ποτέ ότι ο γερμανός επίτροπος Ενέργειας Γκίντερ Οτινγκερ εκπροσωπεί μόνο τα γερμανικά συμφέροντα στις Βρυξέλλες».
Το γερμανικό «όχι» στον κ. Μοσκοβισί, που συνοδεύτηκε από μια άρνηση στην παροχή πρόσθετης διορίας στους Γάλλους και μετά το 2015 για τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού τους στο 3%, είναι το τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ «κρίση των γαλλογερμανικών σχέσεων» που παίζεται τα τελευταία χρόνια. Το πλαίσιο της κρίσης είναι διπλό: από τη μία τα χάλια της γαλλικής οικονομίας και από την άλλη η εμμονή του Βερολίνου στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Ο κ. Μοσκοβισί δεν προτείνει ευθέως την αναθεώρησή του. «Το έχουμε υπογράψει και το σεβόμαστε ευλαβικά» δηλώνει, μη θέλοντας να ρισκάρει μια ρήξη με τους Γερμανούς. Ταυτόχρονα ωστόσο ζητεί μια «ελαστική ερμηνεία» του, που ισοδυναμεί πρακτικά με αναθεώρηση.
«Δεν επιτρέπονται ταμπού σε αυτό το θέμα» λέει. «Ακόμη και οι Γερμανοί είναι αποσβολωμένοι από τον θρίαμβο των εχθρών της Ευρώπης στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Η Ευρώπη βρίσκεται σε φάση αδύναμης ανάπτυξης, υψηλών ποσοστών ανεργίας, πολύ χαμηλού πληθωρισμού και έλλειψης επενδύσεων. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ χωρίς καταστροφικές συνέπειες. Πρέπει να βάλουμε φρένο στη διάλυση που προκαλεί η «χλωμή» ανάπτυξη στην ήπειρό μας».
Πίσω από τέτοιους παροδικούς καβγάδες βρίσκονται ωστόσο βαθύτερες αιτίες, έτσι όπως τις περιγράφει στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του «Made in Germany» ο Γκιγιόμ Ντιβάλ, το οποίο έχει γίνει μπεστ σέλερ στη Γαλλία. Σε αυτό ο γάλλος οικονομολόγος καταρρίπτει κατ’ αρχάς τους «μύθους» του γερμανικού μοντέλου, όπως π.χ. ότι η άνθηση της γερμανικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία οφείλεται στην Agenda 2010, που βασιζόταν στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και στην ελαστικοποίηση των όρων εργασίας. Με αριθμούς και γεγονότα δείχνει ότι το αντίθετο συνέβη: η «μεταρρύθμιση» αυτή προκάλεσε τη φτωχοποίηση εκατομμυρίων Γερμανών και την επιβράδυνση της ανάπτυξης.
Το νέο γερμανικό οικονομικό «θαύμα», υποστηρίζει, οφείλεται σε τρεις άλλους, πολύ πιο διαφορετικούς λόγους: πρώτον, στη μετατροπή της Ανατολικής Ευρώπης σε «ενδοχώρα» της Γερμανίας· δεύτερον, στη δημογραφική πολιτική της τελευταίας οκταετίας που επέτρεψε την ενσωμάτωση εκατοντάδων χιλιάδων ξένων τεχνικών και επιστημόνων στη χώρα· και, τρίτον, στην αποκέντρωση και εξωστρέφεια της γερμανικής βιομηχανίας, καθώς και στις επιδοτήσεις που δίνονται από την κυβέρνηση στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που ειδικεύονται στις καινοτομίες. «Από όλα αυτά δεν υπάρχει ίχνος σε μας» διαπιστώνει.
Ταυτόχρονα ασκεί οξεία κριτική και στον «υποκειμενικό παράγοντα»: στους γάλλους «πάτρονες» που παραμένουν ως σήμερα «κεφάλια αγύριστα» και δεν επιτρέπουν (σε αντίθεση με τους Γερμανούς) τη δημιουργική ανάμειξη των κοινωνικών εταίρων (συνδικάτων κ.ά.) στις «υποθέσεις» τους. Αυτό, σε συνεργία με τις άτολμες παρεμβάσεις του κ. Ολάντ στην οικονομία, δημιουργεί ένα οικονομικό μοντέλο ασύμβατο προς το γερμανικό.
Η κρίση στις σχέσεις Γάλλων – Γερμανών δεν αποκλείει όμως τους συμβιβασμούς. Και αυτό θα συμβεί κατά πάσα πιθανότητα και με το «ζήτημα Μοσκοβισί».
Ο ίδιος τονίζει ότι είναι «έτοιμος από καιρό» να αναλάβει τη θέση. Ο Ολάντ δείχνει ωστόσο διατεθειμένος να τον θυσιάσει αν πάρει ως αντάλλαγμα το πόστο του προέδρου της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης που κατέχει σήμερα ο Αυστριακός Τόμας Βίζερ ή τη θέση του επιτρόπου για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής που διευθύνει η Βρετανίδα Κάθριν Αστον. Ως διάδοχος της τελευταίας προαλείφεται η σοσιαλίστρια πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της γαλλικής Βουλής Ελιζαμπέτ Γκιγκού.
Η όποια απόφαση όμως θα ληφθεί, όπως απαιτεί συνήθως ο κ. Σόιμπλε, στο «σκοτάδι», στο πλαίσιο μυστικών διαβουλεύσεων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ