Μετά τη Moscato mania, άλλη μια τάση στην οποία κατά τη γνώμη μου αξίζει να αναφερθούμε είναι η κατηγορία των ροζέ κρασιών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα συντηρούσα λίστες κρασιών που ενώ φιλοξενούσαν εκατοντάδες λευκά, κόκκινα και γλυκά κρασιά, στα ροζέ περιοριζόμουν πεισματικά σε μία και μόνο επιλογή. Ως άλλοθι – πέρα από το προσωπικό μου κριτήριο – λειτουργούσε και η διάθεση του κοινού. Για να γίνω πιο σαφής, ο πιο συνηθισμένος λόγος για να παραγγείλει κάποιος ροζέ ήταν όταν η κοπέλα ήθελε λευκό και ο σύντροφός της κόκκινο, και συμβιβάζονταν με τη μέση λύση ενός ροζέ. Στο μεταξύ, είχε επικρατήσει λανθασμένα η άποψη ότι ο συγκεκριμένος τύπος κρασιού συνδυάζεται ιδανικά με πίτσα, οπότε η σχέση μου με τα ροζέ παρέμενε εξ αποστάσεως. Εξίσου λανθασμένα σκεφτόμουν πως αν στο λευκό ψάχνουμε την οξύτητα ή αντίστοιχα στο κόκκινο κυνηγάμε τις τανίνες, στο ροζέ, που η κατάσταση είναι λίγο απ’ όλα, έλειπε το κριτήριο ποιοτικής αξιολόγησης. Η λύση στην εξίσωση είναι απλή, αρκεί να το προσεγγίσουμε κάτω από διαφορετικό πρίσμα. Το κρασί δεν είναι επαγγελματική διαστροφή ούτε διαγωνισμός ανίχνευσης αρωμάτων. Πολύ απλά, το κρασί είναι παρέα, χαρά, απόλαυση και «ξεκούμπωμα». Αυτό, λοιπόν, είναι και το σημείο στο οποίο το ροζέ τα καταφέρνει καλύτερα από κάθε άλλον τύπο κρασιού.

Ολο και καλύτερα
Η αλήθεια είναι πως για να πάρουμε σοβαρά την κατάσταση μεσολάβησε και η δραματική βελτίωση στον παραγωγικό τομέα, που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει άλματα προόδου. Τα ελληνικά ροζέ ήταν πάντοτε καλοφτιαγμένα, πιο ώριμα και πιο πλούσια σε αρώματα σε σχέση με τα ανταγωνιστικά και πολυδιαφημισμένα του γαλλικού Νότου. Η διαφορά είναι πως πλέον υπάρχουν πολλές, εξεζητημένες και μη, επιλογές, απόρροια συνεχούς πειραματισμού και ενημέρωσης από τους παραγωγούς. Στο παρελθόν υπήρχαν κτήματα που παραδοσιακά δεν εμφιάλωναν ροζέ, τα θεωρούσαν συμπλήρωμα της γκάμας τους ή, ακόμη χειρότερα, τα εμφιάλωναν κατ’ ανάγκην (συνήθως λόγω ανωριμότητας του κόκκινου). Τώρα, διακρίνω στους ίδιους ανθρώπους μια θέληση να το κάνουν σωστά χωρίς καμία διάθεση προχειρότητας. Στη δραστηριοποίηση που περιγράφω υπάρχει πανσπερμία σταφυλιών και περιοχών, με πολύ ευχάριστα αποτελέσματα μέχρι στιγμής. Γηγενείς και ξένες ποικιλίες προσφέρουν απολαυστικά και ξεδιψαστικά κρασιά ιδανικά για τους θερινούς μήνες.

Και στο τραπέζι μας

Κλιματολογικά η χώρα μας ενδείκνυται για τέτοιου τύπου κατανάλωση λόγω της παρατεταμένης ηλιοφάνειας και των υψηλών θερμοκρασιών. Λόγου χάρη, υπάρχουν φορές που η παρέα δεν θέλει να πιει λευκό, αλλά και το κόκκινο στους 35°C είναι υπερβολή. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, αν αφήσουμε στην άκρη τα ταμπού της πολυπλοκότητας, βρίσκω πολλές αφορμές για να χρωματίσουμε τις επιλογές μας ροζ. Μεζεδοκατάσταση στην εξοχή τους θερινούς μήνες και αλληλουχία γεύσεων στο τραπέζι μας: ούζο, λευκό και, γιατί όχι, ροζέ. Μια άλλη παράμετρος έχει να κάνει με την ίδια τη δομή του κρασιού και μας διευκολύνει αφάνταστα στο τραπέζι του φαγητού. Θέλω να πω πως, αργά ή γρήγορα, η φρενίτιδα που μας πιάνει με τα υπερπληθωρικά-πομπώδη κρασιά θα υποχωρήσει και θα αφήσει τη θέση της σε πιο ήπια, καλοδομημένα κρασιά, τα οποία με τη σειρά τους θα δίνουν στο φαγητό τον αναγκαίο ζωτικό χώρο για να εκδηλωθεί. Τι καλύτερο από ένα δροσερό, ήπιο ροζέ κρασί αντί για ένα πιπεράτο, βαρύ κόκκινο ή αντίστοιχα μια φρουτοβόμβα λευκό που θα υπερκαλύψουν τη γεύση του φαγητού;

Νέοι δρόμοι

Αφησα για το τέλος τα wine bars που γίνονται ολοένα και περισσότερα στην πόλη μας. Χώροι που, ανεπιτήδευτα και χωρίς πολλά πολλά, σερβίρουν κρασί σε ανθρώπους που συζητούν, φλερτάρουν, βλέπουν φίλους. Τα περισσότερα έχουν βγάλει ήδη τραπεζάκια έξω και η ιδέα ενός δροσερού ποτηριού ροζέ με δελεάζει.