Ένα TaxisNet για τα απόβλητα ετοιμάζει ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών και Επιχειρήσεων Ανακύκλωσης και Ενεργειακής Αξιοποίησης Αποβλήτων (ΣΕΠΑΝ). Ο σύνδεσμος των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ανακύκλωσης και αξιοποίησης αποβλήτων (πρώην ΣΕΒΙΑΝ), βρίσκεται ήδη σε συζητήσεις με στελέχη του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) για τη δημιουργία ενός ηλεκτρονικού μητρώου βιομηχανικών αποβλήτων.
Οι εταιρείες προτίθενται να υποστηρίξουν το έργο οικονομικά, αλλά και με τεχνογνωσία, προκειμένου να κατασκευαστεί μια βάση δεδομένων, στην οποία θα καταγράφονται υποχρεωτικά όλα τα βιομηχανικά απόβλητα που παράγονται στην Ελλάδα, καθώς και η διαδρομή μέχρι την τελική τους διάθεση. Τη διαχείριση αυτού του …εργαλείου θα έχει το ΥΠΕΚΑ.
Στόχος των μελών του ΣΕΠΑΝ είναι η καταγραφή και η διαχείριση των βιομηχανικών αποβλήτων, η οποία, όπως υποστηρίζουν, θα προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη, με σεβασμό στο περιβάλλον.
Πάντως, όπως ανέφεραν εκπρόσωποι του Συνδέσμου, σε συνάντηση που είχαν με δημοσιογράφους, η κρίση επέφερε μείωση και στις παραγόμενες ποσότητες επικίνδυνων αποβλήτων στην Ελλάδα, οι οποίες σήμερα υπολογίζονται σε περίπου 3.000 τόνους τον χρόνο.
Επιπλέον, με δεδομένη την αυστηροποίηση της οδηγίας 98/2008 ΕΕ για τα απόβλητα –αναμένεται ότι θα θέτει ακόμη χαμηλότερα όρια για το θάψιμο των απορριμμάτων και θα αυξάνει τα ποσοστά ανάκτησης και ανακύκλωσης _ μέλη του ΣΕΠΑΝ επισημαίνουν ότι το Εργοστάσιο Μηχανικής Ανακύκλωσης και Κομποστοποίησης (ΕΜΑΚ) στα Άνω Λιόσια παράγει κακής ποιότητας RDF (προϊόν της επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων).
Οι τσιμεντοβιομηχανίες, οι οποίες υποκαθιστούν το καύσιμο με RDF, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το υλικό που παράγεται από το Εργοστάσιο των Άνω Λιοσίων, διότι έχει υψηλά ποσοστά υγρασίας και χλωρίου. Έτσι, οι περίπου 150.000 τόνοι υπολειμμάτων – RDF που παράγει το ΕΜΑΚ τον χρόνο, θάβονται τελικά στον ΧΥΤΑ της Φυλής.
Η βελτίωση της ποιότητας του RDF που παράγεται από το ΕΜΑΚ, ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί ενεργειακά αντί να οδηγείται στον ΧΥΤΑ, μπορεί να επιτευχθεί με αναβάθμιση των εγκαταστάσεων, η οποία υπολογίζεται ότι θα κοστίσει περί τα 15 εκατ. ευρώ.