«Πρέπει να μιλήσουμε για τον Τζέρι». Κι όμως η χαρακτηριστικότερη στιγμή των απομνημονευμάτων της συγγραφέως και κριτικού λογοτεχνίας Τζοάνα Ρέικοφ δεν είναι όταν δίνει το χέρι της σε έναν ψηλό, γκριζομάλλη άντρα με αραιωμένα μαλλιά που αποδεικνύεται ο εσώκλειστος θρύλος της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Είναι η περιγραφή της πρώτης της ημέρας στον αξιοσέβαστο εκδοτικό οίκο Χάρολντ Ομπερ και Σία, όταν η προϊσταμένη τής εξηγεί πως μεταξύ των καθηκόντων της θα είναι και ο χειρισμός της αλληλογραφίας του συγγραφέα του «Φύλακα στη σίκαλη»: «Η διεύθυνση και το τηλέφωνό του είναι στο Ρολοντέξ του γραφείου σου. Διάφοροι θα σου τηλεφωνούν και θα ζητούν τον αριθμό του. Νομίζεις ότι δεν πρόκειται να συμβεί, αλλά, πίστεψέ με, θα γίνει. Μεταπτυχιακοί φοιτητές, δημοσιογράφοι, διάφοροι άνθρωποι. Θα δοκιμάσουν να σε εξαπατήσουν ή να σε χειραγωγήσουν. Θα σου παρουσιάσουν διάφορα κόλπα. Αλλά ποτέ, μα ποτέ, δεν θα τους δώσεις αυτή τη διεύθυνση ή αυτό το τηλέφωνο. ΠΟΤΕ. Εντάξει;». Ετσι, «Η χρονιά μου με τον Σάλιντζερ» («My Salinger Year», εκδόσεις Bloomsbury Circus) που μόλις κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ λειτουργεί από τη μία πλευρά ως η μαθητεία μιας νεαρής κοπέλας στον χώρο των τελευταίων εκδοτικών δεινοσαύρων της Νέας Υόρκης και από την άλλη ως μαρτυρία για την πρόσληψη του Σάλιντζερ από το σύγχρονο κοινό του.
Ως ερημίτης της λογοτεχνίας ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ (1919-2010) ξεπέρασε ίσως ακόμη και τον Τόμας Πίντσον: τουλάχιστον ο τελευταίος εξακολουθεί να επικοινωνεί εμμέσως με το κοινό χάρη στα μυθιστορήματά του που εκδίδονται σε (σχετικά) τακτά διαστήματα. Αντίθετα, ο ολιγογράφος Σάλιντζερ είχε δημοσιεύσει το τελευταίο κείμενό του στον «New Yorker» το 1965, είχε δώσει την τελευταία του συνέντευξη το 1980 και είχε πάψει να απαντά σε αλληλογραφία αναγνωστών κάποιες δεκαετίες νωρίτερα. Σε ένα περιβάλλον απαρχαιωμένων gadgets αναλογικής τεχνολογίας (συσκευές υπαγόρευσης Dictaphone, γραφομηχανές Selectric) η Τζοάνα Ρέικοφ ανακαλύπτει στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ότι η λατρεία του συγγραφέα ισοδυναμεί με τη λατρεία του παρελθόντος.
Οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου αποδίδουν μυστικιστικές διαστάσεις στο ισχυρότερο όνομα του καταλόγου τους, ενώ οι οπαδοί του τού γράφουν κατά ριπάς θεωρώντας ότι έχουν βρει τον εαυτό τους στους ήρωες των βιβλίων του και κατά συνέπεια εκείνος είναι ο μοναδικός που μπορεί να τους καταλάβει.
Αρχικά η Ρέικοφ απαντά στερεότυπα αντιγράφοντας την «κιτρινισμένη φωτοτυπία» ενός υποδείγματος που της έχει δοθεί, αργότερα κλονίζεται συναισθηματικά και γράφει ορισμένα γράμματα υποκλέπτοντας την ταυτότητα του συγγραφέα. Αυτός, με τη σειρά του, φαίνεται ότι συγκινείται μια φορά από την προσέγγιση ενός μικρού εκδότη: έπειτα από περίσκεψη οκτώ ετών συγκατατίθεται στην έκδοση μιας νουβέλας, προξενεί στους Χάρολντ Ομπερ και Σία έναν μαραθώνιο διαβουλεύσεων απειροελάχιστων λεπτομερειών για το δέσιμο και τις γραμματοσειρές, για να ανακαλέσει τελικά την άδειά του όταν πληροφορείται ότι ο ευεργετηθείς έδωσε συνέντευξη σε ένα τοπικό περιοδικό.
Η παρουσία του Σάλιντζερ στο βιβλίο είναι όσο φασματική περιμένει κανείς: αποτελεί μια ασώματη φωνή που φωνάζει στις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις (λόγω κώφωσης), διακατέχεται από παράδοξες επιθυμίες (ζητεί αρχαία αντίγραφα συγγραφικών δικαιωμάτων) και εμφανίζεται φευγαλέα για μια χειραψία. Προσθέτει μια μικρή πινελιά στη συζήτηση που ανακινήθηκε πέρυσι με αφορμή τη βιογραφία των Ντέιβιντ Σιλντς και Σέιν Σαλέρνο («Salinger», εκδόσεις Simon & Schuster) και το ντοκιμαντέρ του τελευταίου αναφορικά με τις αμαρτίες ενός γυναικά, πιεστικού, εκκεντρικού λογοτέχνη. Η ψηφίδα της Ρέικοφ επαινέθηκε κυρίως για τις υπόλοιπες αρετές της στον αμερικανικό Τύπο –και όσο για τον ίδιο τον Σάλιντζερ, αν ισχύουν οι ισχυρισμοί των τελευταίων βιογράφων του για αδημοσίευτα έργα με οδηγία μεταθανάτιας κυκλοφορίας από το 2015, περισσότερα προσεχώς.

HeliosPlus