Στο άκουσμα της δυσάρεστης είδησης, το πρωί της περασμένης Δευτέρας, σηκώθηκε ένα τεράστιο κύμα σεβασμού και αγάπης. Η «κυρία Μάνια» για όσους τη γνώρισαν από κοντά, η μεγάλη κυρία των εκδόσεων που ανανέωσε και αναμόρφωσε το ιστορικό «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» δημιουργώντας στον αριθμό 60 της οδού Σόλωνος μια πραγματική κοιτίδα πολιτισμού και ιδεών –εκεί μεταφέρθηκε το 1978 το βιβλιοπωλείο από την οδό Σταδίου όπου πρωτάνοιξε -, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών νικημένη από τον καρκίνο.
«Εφυγε στον ύπνο της χθες το απόγευμα, η μανούλα μας» ανακοίνωσε με ανάρτησή της στο Facebook η Εύα, κόρη της Μάνιας (Μαρίνας) Καραϊτίδη. Η τελευταία, τέταρτη γενιά στη συνέχεια και την παράδοση μιας εντυπωσιακής διαδρομής που ξεκίνησε το 1885, διαδέχθηκε τον πατέρα της Κωνσταντίνο Σαραντόπουλο. Δύο συγγραφείς και δύο εκδότριες την αποχαιρετούν μέσω του «Βήματος».
«Υπήρξε σπάνιος άνθρωπος, με ικανότητες μάλιστα που δεν ήξερε ούτε η ίδια ότι τις είχε και τις ανακάλυψε καθ’ οδόν. Αποδείχθηκε, θέλω να πω, μια σημαντικότατη φυσιογνωμία στον εκδοτικό χώρο. Γεννηθήκαμε περίπου την ίδια εποχή. Σε προσωπικό επίπεδο αναπτύξαμε μια φιλική σχέση και της ιδίας ποιότητας ήταν η άλλη μας σχέση, συγγραφέως και εκδότριας» είπε η Αθηνά Κακούρη που έχει εκδώσει στην «Εστία» ορισμένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μυθιστορήματά της. «Σαν να τη βλέπω να κάθεται πίσω από το γραφείο της, σ’ εκείνο το μικρό καμαράκι, το γεμάτο αναμνηστικά, το γεμάτο ανθρώπους. Θυμάμαι πόσο φιλόξενο ήταν και τους άπειρους καφέδες και τα κουλουράκια που πηγαινοέρχονταν εκεί μέσα. Σε εκείνο το μέρος γνώρισα πάρα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους και τα αφτιά μου άκουσαν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα» συμπλήρωσε η ίδια.
«Δούλεψα στις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, με ένα διάλειμμα, από το 1985 ως το 1995. Η πρώτη φάση ήταν προτού η Εύα Καραϊτίδη επιστρέψει από το Παρίσι και αναλάβει τον οίκο και η δεύτερη μετά τη στροφή που έκανε η Εστία, με απόφαση της κυρίας Μάνιας, στους νέους έλληνες συγγραφείς και στην ξένη λογοτεχνία. Εκείνη αποδείκνυε πάντοτε ότι ήταν η νεότερη όλων μας» ανέφερε η Αναστασία Λαμπρία. «Οταν κλείνω τα μάτια μου σκέπτομαι ένα ταξίδι που είχαμε κάνει μαζί στην Ιερουσαλήμ, όπου συναντήσαμε τον Μίλαν Κούντερα και τη γυναίκα του. Εχοντας τα μισά της χρόνια, δεν άντεχα την υψηλή θερμοκρασία και την ξηρασία, ενώ εκείνη δεν κουραζόταν με τίποτα. Οταν κλείνω τα μάτια μου βλέπω ένα κολύμπι που κάναμε στη Νεκρά Θάλασσα, έτσι θέλω να τη θυμάμαι, να επιπλέουμε πάνω στο τόσο αλμυρό, πηχτό νερό και δίπλα μας να απλώνεται ένα βιβλικό τοπίο. Ηταν, κατά τα λοιπά, μια ευγενής εγγράμματη μέσα σε ένα σινάφι θηρίων. Η κατάργηση κάθε σοβαροφάνειας ήταν ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της. Ταυτοχρόνως ήταν μια αστή, δεν παρίστανε ποτέ τίποτε, ήταν ο εαυτός της, χωρίς να έχει τίποτε το πομπώδες –πράγμα που δεν χαρακτηρίζει τους έλληνες εκδότες εν γένει. Τα χαρίσματά της ήταν αυτά που πλήρωσε επίσης πολύ ακριβά. Το ένα ήταν ότι εμπιστευόταν πολύ τους συνεργάτες της, το δεύτερο ήταν ότι δεν έκλεψε ποτέ συγγραφέα άλλου εκδότη και το τρίτο κάτι ανάλογο. Το περιστατικό που περιγράφω έγινε μπροστά στα μάτια μου. Ενας από τους πιο δραστήριους βιβλιοπώλες, γνωστός για τη βουλιμία του, είπε μια ημέρα της κυρίας Μάνιας: “Ελάτε να συνεργαστούμε για να τους κλείσουμε όλους” και εκείνη του απάντησε ότι “εγώ δεν θέλω να κλείσω κανέναν”» συνέχισε η εκδότρια του «Ποταμού».
«Το 1984, όταν πέθανε ο πατέρας μας (ο ποιητής Νίκος Καρύδης) και αρχίσαμε με την αδελφή μου (τη Χρυσή) να δουλεύουμε στον Ικαρο, η κυρία Μάνια ήταν η “μαμά” και η “δασκάλα” για όλες τις γυναίκες εκδότριες της εποχής –και τότε, όπως και αργότερα στη δεκαετία του 1990, ήταν αρκετές. Στενή σχέση δεν είχαμε, είχαμε όμως σίγουρα μια σχέση ιδιαίτερη. Με καλούσε καμιά φορά και μου έλεγε “κακομοίρα μου, μόνο εσύ κι εγώ σηκώνουμε ακόμη τα τηλέφωνα μόνες μας”. Τη γνωριμία μας τη χαρακτήριζε, θα έλεγα, ένα κλείσιμο του ματιού, ότι είμαστε εκδότες του ιδίου ύφους, συγγενικοί. Τη σεβόμουν και την εκτιμούσα πάρα πολύ. Το χιούμορ της, η ατάκα της, έμπαινες στο γραφείο της και σου έφτιαχνε την ημέρα. Μιλούσαμε οι δυο μας πάντοτε άνετα και ανοιχτά. Θα μας λείψει η συμβουλή της, η κρίση της. Αισθάνομαι ότι είχαμε πάντοτε μια συγγένεια στον τρόπο με τον οποίο βλέπαμε το εκδοτικό τοπίο» ανέφερε, με τη σειρά της, η Κατερίνα Καρύδη.
Πιο λιτός ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός: «Με τον θάνατο της Μάνιας τελειώνει μια εποχή. Προηγήθηκε το κατέβασμα ρολών στο ιστορικό βιβλιοπωλείο. Δεν θα την ξαναδούμε πίσω από το τραπέζι της, στο βάθος του μαγαζιού της Σόλωνος, να προτείνει τσίπουρο και φιστίκια. Ηταν προσηνής και ευγενικός άνθρωπος. Κατευόδιο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



