Τον γρίφο της ενίσχυσης της ρευστότητας καλούνται να λύσουν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησής τους καλούνται να ξεπεράσουν διαδοχικούς σκοπέλους το προσεχές χρονικό διάστημα. Ως τις αρχές Μαρτίου θα πρέπει να ολοκληρώσουν τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τα οποία «τρέχουν» ως τα τέλη Οκτωβρίου, να αναζητήσουν νέα κεφάλαια αν προκύψουν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, να συνεχίσουν τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και τον περιορισμό του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και να επιστρέψουν ως στις 28 Φεβρουαρίου 2015 στην ΕΚΤ τα κεφάλαια που έχουν αντλήσει μέσω ομολόγων που έχουν εκδώσει με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για την ενίσχυση της ρευστότητας. Ολες αυτές οι υποχρεώσεις λειτουργούν ανασταλτικά στο να επιτελέσουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας, που είναι αναγκαίος για την ανάκαμψή της και την επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
«Πώς είναι δυνατόν να βρεις ρευστότητα σε μια χώρα που δεν έχει καταθέσεις» επισημαίνουν τραπεζικοί κύκλοι και αναρωτιούνται «γιατί δεν κάνει κάτι η κυβέρνηση για να γυρίσουν πίσω καταθέσεις» υπονοώντας τη θέσπιση κινήτρων για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων.
Εκμεταλλευόμενες την ευνοϊκή συγκυρία στις αγορές, οι μεγάλες εταιρείες έχουν προχωρήσει και προχωρούν στην έκδοση ομολογιακών δανείων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και την ενίσχυση της ρευστότητας. Με τον τρόπο αυτόν στην ουσία ελευθερώνουν εξασφαλίσεις. Διότι τα ομολογιακά αντίθετα με τον τραπεζικό δανεισμό χορηγούνται χωρίς εξασφαλίσεις αλλά οι ομολογιούχοι έχουν διαφορετική αντιμετώπιση από τις τράπεζες. Με τα ομολογιακά δάνεια οι επιχειρήσεις αντλούν μεσοπρόθεσμη ρευστότητα η οποία δεν είναι φθηνή, αλλά ελευθερώνουν εξασφαλίσεις, τις οποίες αν χρειαστεί μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν για πρόσθετη χρηματοδότηση από τις τράπεζες.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2015 η ΕΚΤ παύει να κάνει δεκτά ομόλογα που έχουν εκδώσει οι ευρωπαϊκές τράπεζες με κρατική εγγύηση και στο πλαίσιο αυτό οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να επιστρέψουν στην ΕΚΤ τα κεφάλαια που έχουν αντλήσει από την εν λόγω πηγή. Συνολικά υπολογίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν «σηκώσει» περί τα 40 δισ. ευρώ. Για τα κεφάλαια αυτά έχουν εκδώσει ομόλογα πολλαπλάσιας αξίας, αφού η ΕΚΤ αποτιμά τους τίτλους χαμηλότερα από την ονομαστική τους τιμή. Δηλαδή, για τίτλους αξίας 100 εκατ. ευρώ η ΕΚΤ χορηγεί στις τράπεζες ρευστότητα 60 ή 70 εκατ. ευρώ.
«Τα ομόλογα αυτά θα αρχίσουν να αποπληρώνονται σιγά-σιγά» λέει κορυφαίος τραπεζίτης. Οπως εξηγεί, αυτό θα γίνει κυρίως με τρεις τρόπους:
– είτε με έκδοση νέων τίτλων στην αγορά,
– είτε κάνοντας ρέπος τα ήδη υπάρχοντα ή άλλα ομόλογα που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους οι τράπεζας,
– είτε με προσφυγή στον ELA, τον μηχανισμό άντλησης ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος που είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν τα πιστωτικά ιδρύματα και αποπλήρωσαν στη συνέχεια.
«Οπως αποπληρώθηκε ο ΕLA, έτσι θα αποπληρωθούν και αυτά» αναφέρουν οι ίδιες πηγές, οι οποίες δεν αποκλείουν ορισμένες τράπεζες να προσφύγουν εκ νέου στον μηχανισμό της κεντρικής τράπεζας που χρησιμοποιείται σε έκτακτες περιπτώσεις.
«Σίγουρα κάποιες τράπεζες θα πάνε στον ELA» λένε και συμπληρώνουν ότι η διαφορά είναι ότι αντί για επιτόκιο της τάξεως του 0,25% που πληρώνουν στην ΕΚΤ θα πληρώνουν 1,25% στον ELA.
Από 1 ως 5 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα χρειαστούν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες
Τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που βρίσκονται σε εξέλιξη και τα αποτελέσματά τους αναμένεται να γίνουν γνωστά στα τέλη Οκτωβρίου, λειτουργούν ανασταλτικά στο θέμα ενίσχυσης της ρευστότητας. Και τούτο διότι παραμένει άγνωστο αν και πόσα πρόσθετα κεφάλαια θα χρειαστούν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Σε γενικές γραμμές οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για «διαχειρίσιμα ποσά», πως οι πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες δεν θα ξεπεράσουν συνολικά τα 3 δισ. ευρώ. Ορισμένοι εκτιμούν ότι θα είναι σημαντικά χαμηλότερες, ενώ οι πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις βάζουν ως ανώτερη οροφή τα 5 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή θα τεθεί θέμα γιατί το ποσό είναι σημαντικό αν λάβει κανείς υπόψη τον «λογαριασμό» των stress tests της Τράπεζας της Ελλάδος που ήταν στα 6,4 δισ. ευρώ, ανεξαρτήτως αν ορισμένες τράπεζες έλαβαν υπόψη τους το δυσμενέστερο σενάριο και συνολικά οι τέσσερις τράπεζες «σήκωσαν» από την αγορά 8,3 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες που πήγαν στο ευνοϊκότερο σενάριο, δηλαδή Eurobank και Εθνική, είναι αυτές που εκτιμάται ότι θα έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



