Τουρίστας στη χώρα μου για ένα διήμερο και επειδή πολύς λόγος γίνεται για την εισβολή αλλοδαπών παραθεριστών «σε αυτόν τον παράδεισο που λέγεται Ελλάδα», παραθεριστών που δηλώνουν στα ρεπορτάζ ότι πιο ευχάριστη, φιλική και φιλόξενη χώρα δεν έχουν ματαδεί, καταθέτω μερικές εντυπώσεις ως αφορμή για συζήτηση.
Αθήνα – Αράχοβα, για ένα ταξίδι δύο ωρών πληρώσαμε στα διόδια περί τα 8 ευρώ. Για να αναρωτηθούμε (εκ νέου) πώς είναι δυνατόν να έχουμε ταυτοχρόνως τις πιο ακριβές και τις πιο προβληματικές-δολοφονικές Εθνικές οδούς στην Ευρώπη. Τα 9 ευρώ (ανά άτομο) της εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο και στο Μουσείο των Δελφών δεν θα τα σχολιάσω. Επειδή στο εξωτερικό έχω πληρώσει πολύ περισσότερα για αξιοθέατα επιεικώς ασήμαντα. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι περίπου 40 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια είναι ποσό υπολογίσιμο, ειδικά αν οι γονείς ανήκουν στους εργαζομένους των 500 ευρώ τον μήνα. Οπως κι αν έχει, βλέποντας τους τουρίστες να περιφέρονται στον χώρο με χαμόγελα ευδαιμονίας, αισθάνθηκα κάτι σαν εθνική υπερηφάνεια, συναίσθημα που με βοήθησε να ξεπεράσω προβληματισμούς και παράπονα.
Η υπερηφάνεια εξατμίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες κατά την επίσκεψή μας στην Αράχοβα. Είχα χρόνια να σταματήσω στη γραφική κωμόπολη και, παρότι τη θεωρούσα πάντα ακριβό προορισμό, εξεπλάγην από το πόσο υπερτιμημένο εξακολουθεί να είναι το παρεχόμενο προϊόν στα πέτρινα σοκάκια της. Ξεκινώντας από την ταβέρνα όπου φάγαμε: μία πατάτες, μία πράσινη σαλάτα, μία μελιτζάνα ψητή με κόκκινη σάλτσα, δύο μερίδες μπιφτέκια (όπου τα μπιφτέκια ήταν ένα μετρίου μεγέθους μπιφτέκι στο κάθε πιάτο, ποσότητα μίζερη, που μας άφησε πεινασμένους) και μισό κιλό λευκό κρασί μάς στοίχισαν 52 ευρώ. Να σημειωθεί ότι η μουστάρδα που ζητήσαμε δεν ήρθε ποτέ και ότι τα μισά (και βάλε) ορεκτικά τα οποία αναγράφονταν στους καταλόγους που μας έδωσαν να διαβάσουμε δεν διετίθεντο. Απόδειξη χρειάστηκε να ζητήσουμε.
Λίγο αργότερα, σε κεντρική καφετέρια, για δύο καφέδες (έναν σκέτο γαλλικό και έναν νες με γάλα) και δύο μπαγιάτικα γλυκά (επιπέδου τσιζκέικ, μη φανταστείτε καμία φοβερή σπεσιαλιτέ με ακριβά υλικά) πληρώσαμε 20 ευρώ. Αυτά, για να καθήσουμε πάνω στον δρόμο αναπνέοντας τα δηλητήρια από τις εξατμίσεις των πούλμαν που σταματούσαν για να επιβιβάσουν γκρουπ ελλήνων μαθητών και αλλοδαπών τουριστών. Βλέποντας τους μαθητές να αγοράζουν παγωτά σκεφτόμουν τα σχόλια των γονιών τους όταν θα μάθαιναν ότι πλήρωσαν μια μπάλα σοκολάτα όσο θα έδιναν για ένα γκουρμέ μακαρόν του διάσημου γάλλου ζαχαροπλάστη Πιερ Ερμέ. Και στην καφετέρια χρειάστηκε να ζητήσουμε απόδειξη. Γενικώς, το θέμα των αποδείξεων… δεν το έχουν στην Αράχοβα. Υπεράνω ελέγχων και προστίμων. Βεβαίως, για να μη ρίξουμε όλο το βάρος της παρανομίας στους ορεσίβιους, και στον κάμπο, αν δεν γίνεις κακός, απόδειξη δεν παίρνεις. Αυτό συνέβη σε εστιατόριο της Θήβας: πολύ πιο φθηνό (και πιο άφθονο) το φαγητό εδώ, το μαγικό χαρτάκι, όμως, και πάλι χρειάστηκε να το ζητήσουμε.
Στην ίδια (επαναστατική γραμμή) και το μαγαζάκι έξω από τον Οσιο (βοήθειά του) Λουκά. Απόδειξη γιοκ για τα νεράκια και τα παστέλια που αγοράσαμε. Θα παίρναμε και μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού, όταν όμως είδαμε ότι στοίχιζαν περί τα 8,50 ευρώ το βαζάκι, αποφασίσαμε να μάθουμε να φτιάχνουμε μόνοι μας. Και μετά να τα πουλάμε χωρίς να κόβουμε απόδειξη. Αυτό είναι τελικά το δίδαγμα του διημέρου: σε αυτή την υπέροχη χώρα, που και στο θέμα των τουριστικών παροχών αλλάζει, (σχεδόν) τίποτε δεν αλλάζει. Οι επιτήδειοι εξακολουθούν να θησαυρίζουν σε βάρος μας. Σε βάρος των επισκεπτών μας, στους οποίους συχνά πουλάμε φύκια για μεταξωτές κορδέλες καλώντας τους σε έναν τουριστικό παράδεισο όπου η πολυφημισμένη φιλοξενία μεταφράζεται σε κλεψιά.
Δεν συμπαθούσα τους τουρίστες με τα τροχόσπιτα, επειδή ταξιδεύοντας με το νοικοκυριό τους δεν αφήνουν συνάλλαγμα: δεν πληρώνουν ξενοδοχείο, μαγειρεύουν στη δική τους κουζινούλα και δεν κάθονται σε εστιατόρια, φτιάχνουν μόνοι τον καφέ τους. Μετά την εμπειρία μου στην Αράχοβα και στα πέριξ της, παρατηρώντας δύο τροχόσπιτα παρκαρισμένα έξω από τον Οσιο Λουκά, σκέφτηκα ότι και εγώ θα ήθελα να ταξιδεύω στην Ελλάδα έτσι, εστιάζοντας στις ομορφιές της και αποφεύγοντας εντέχνως τις ασχήμιες της.
ΥΓ.: Υποδειγματική, πάντως, η φιλοξενία στον ξενώνα κοντά στο χιονοδρομικό κέντρο. Θα ξαναπάω. Γιατί υπάρχουν πάντα και εκείνοι που προσπαθούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Ελπίζω να μη χαθούν μέσα στη γενική ασυδοσία.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Μαΐου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ