Σε μία περίοδο κατά την οποία ο εξορθολογισμός και η αναδιαμόρφωση των συστημάτων υγείας βρίσκονται στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων σε διεθνές επίπεδο, ο ρόλος του πολίτη, ασθενή δοκιμάζεται και σε πολλές περιπτώσεις αποδυναμώνεται.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν αναγνωρίσει τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τη ξαφνική και εκτεταμένη μείωση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, οι οποίοι και εντοπίζονται στην πιθανότητα δημιουργίας νέων αδυναμιών και ανεπαρκειών εντός των εθνικών συστημάτων με άμεσες επιπτώσεις σε πτυχές πρόσβασης και ποιότητας. Αδυναμίες που θα μπορούσαν να ξαναθέσουν εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας. Την ίδια στιγμή όμως συγκριτικές μελέτες αποτυπώνουν τη δυνατότητα των κρατών να επιτύχουν σημαντικά οφέλη σε επίπεδο αποτελεσματικότητας εντός των συστημάτων υγείας τους.
Δίχως αμφιβολία όλα αυτά τα δεδομένα αποκτούν σημασία και για τη χώρα μας η οποία και θα πρέπει να διαθέτει και τις κατάλληλες απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Άλλωστε, η ανάγκη για την εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης του εθνικού συστήματος υγείας μας έχει ήδη διαπιστωθεί όπως και σχετικές προτάσεις έχουν ήδη υποβληθεί από ειδικούς, με κυριότερη αυτή της διασύνδεσης της χρηματοδότησης με τη φορολόγηση του εισοδήματος. Στο πλαίσιο της πρότασης αυτής και ως συνέχεια της λοιπόν θα μπορούσε να επιδιωχθεί η υλοποίηση και άλλων βασικών επιμέρους μεταρρυθμίσεων που θα συμπλήρωναν ένα τέτοιο μοντέλο χρηματοδότησης, αυξάνοντας τα πολλαπλασιαστικά οφέλη και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση μακροχρόνιων στρεβλώσεων.
Βασικό σημείο αποτελεί η περιφερειακή διάσταση που θα πρέπει να δοθεί στη χρηματοδότηση-αποζημίωση των υπηρεσιών υγείας. Εφόσον η συγκέντρωση των πόρων θα πραγματοποιείται σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης τότε θα πρέπει να επιδιωχθεί και η περαιτέρω κατανομή των πόρων αυτών σε περιφερειακό επίπεδο υπό τη μορφή κλειστών προϋπολογισμών, εφ’ όσον τηρούνται από τις περιφερειακές υγειονομικές αρχές συγκεκριμένες προϋποθέσεις και κριτήρια. Κριτήρια που θα αξιολογούν τις επιδόσεις και το σεβασμό των βασικών αρχών στις οποίες και θεμελιώνεται το ελληνικό σύστημα υγείας και αφορούν παραμέτρους όπως το επίπεδο διαχείρισης, η κάλυψη των αναγκών, η καθολικότητα των υπηρεσιών, η πρόσβαση.
Οι περιφέρειες βάσει του συνόλου των νοσοκομείων στην επικράτεια τους θα αξιολογούνται για το επίπεδο παροχής πληροφοριών και θα κατατάσσονται βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων όπως είναι η κάλυψη των υπηρεσιών, ο βαθμός ανταπόκρισης τους στα προαπαιτούμενα κ.τ.λ., ενώ θα διαμορφώνονται δείκτες, πέραν των αντίστοιχων οικονομικών, για την αποδοτικότητα του εργατικού δυναμικού, τον εξοπλισμό και τις υποδομές, την ποιότητα των υπηρεσιών, την πρόσβαση.
Υπό το ίδιο σκεπτικό, βασική προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων από τους περιφερειακούς προϋπολογισμούς θα αποτελεί και η παροχή πληροφοριών από τα νοσοκομεία βάσει ενός προκαθορισμένου πλαισίου διαδικασιών και κριτηρίων. Σκοπό αποτελεί η βελτίωση της ποιότητας και της συγκρισιμότητας των δεδομένων, μέσω των οποίων θα επιτευχθεί ο αποδοτικότερος διοικητικός σχεδιασμός, η ακριβέστερη αξιολόγηση των αναγκών, η καλύτερη εκτίμηση της χρήσης των πόρων και των λειτουργικών δαπανών. Και στις δύο περιπτώσεις τυχόν διαπίστωση αδικαιολόγητων υστερήσεων ή παρατυπιών θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση μείωσης του προϋπολογισμού της περιφέρειας και κατ’επέκταση των νοσοκομείων κατά το επόμενο έτος.
Γίνεται κατανοητό πως η πρόταση αυτή συνεπάγεται σημαντικά οφέλη καθώς προωθείται πρακτικά η αποκέντρωση της διαχείρισης της χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας εξασφαλίζοντας οικονομίες κλίμακας, ενισχύεται η στοχευμένη και αποτελεσματικότερη κάλυψη των περιφερειακών αναγκών, ενθαρρύνεται η ορθολογική χρήση των πόρων, αναδεικνύονται βέλτιστες πρακτικές, καταγράφονται αποτελεσματικά οι επιδόσεις των διαχειριστικών αρχών των υποδομών υγείας αλλά και οι τοπικές υγειονομικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες συμβάλλοντας στην ανάδειξη στρατηγικών προτεραιοτήτων για την υγεία σε τοπικό πλέον επίπεδο.
Κυριότερα όμως, εισάγονται εργαλεία παρακολούθησης των πτυχών που αφορούν στην ανταποδοτικότητα του συστήματος έναντι του κοινωνικού συνόλου. Επιπρόσθετα, τέτοια κίνητρα θα συμβάλλουν στη δημιουργία μίας εθνικής συνεκτικής βάσης δεδομένων, που σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί θεωρητική αναφορά, επιτρέποντας την ανάδειξη υπερβάσεων, την καταγραφή των υγειονομικών αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων όχι μόνο σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο νοσοκομείων.
Μία ολοκληρωμένη βάση δεδομένων, άλλωστε που θα διευκολύνει όπου κρίνεται απαραίτητη την προσέλκυση ιδιωτικών φορέων εντός του συστήματος και τη στοχευμένη κατανομή του ενδιαφέροντος τους βάσει υπαρκτών αναγκών ή ελλείψεων που θα δικαιολογούν την παρέμβαση τους, κυριότερα στις απομακρυσμένες περιοχές ή στην περίπτωση των συμπράξεων. Πιο σημαντικά όμως θα συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη και πληρέστερη αξιολόγηση του αντίκτυπου των τεχνολογιών υγείας με σκοπό πάντα την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού.
Σε κάθε άλλη περίπτωση εάν οι μεταρρυθμίσεις για τη συλλογή και διαχείριση των πόρων περιοριστεί μόνο σε κεντρικό επίπεδο δίχως την εισαγωγή κινήτρων ορθής διαχείρισης για τις περιφερειακές αρχές και δεν προβλεφθεί μία ολοκληρωμένη top-down προσέγγιση με τελικό αποδέκτη τον ίδιο τον ασθενή τότε είναι πιθανό τα οφέλη των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων στην υγεία να μην κεφαλαιοποιηθούν κατά τον επιθυμητό βαθμό.



