Στις 2 Φεβρουαρίου ο Τσαρλς και η Βερόνικα Αντετοκούνμπο, οι γονείς του Γιάννη, μαζί με τα δύο μικρότερα αδέλφια του, τον 16χρονο Κώστα και τον 12χρονο Αλέξανδρο, προσγειώθηκαν στο παγωμένο Μιλγουόκι. «Επιτέλους!» ήταν η πρώτη λέξη του μικρού σταρ των Μπακς. «Ψήλωσες!» θα μπορούσε να είναι η απάντηση της μητέρας του βλέποντας τον γιο της για πρώτη φορά έπειτα από αρκετές εβδομάδες. Και θα είχε δίκιο. Τους τελευταίους μήνες ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έχει πάρει 3 πόντους –είναι 2,09 μ. –και εξακολουθεί να ψηλώνει. Πρόσφατα, σε μια τηλεοπτική εκπομπή, ο παρουσιαστής, με τη βοήθεια ανυψωτικού μηχανήματος (!), τον μέτρησε πριν και μετά τη συνέντευξη για να διαπιστώσει αν ψήλωσε κατά τη διάρκεια των 10 λεπτών της κουβέντας. Ηταν ένα διαφημιστικό τρικ και ένα μικρό δείγμα της υποδοχής των Αμερικανών σε έναν 19χρονο πιτσιρικά, τον νεότερο σήμερα παίκτη στο ΝΒΑ, που αρχίζει να τους κλέβει την καρδιά με τον αυθορμητισμό, την απλότητα, την προοπτική του ταλέντου του και, το κυριότερο, με τη μελό, σαν ταινία, υπέροχη ιστορία της ζωής του.
Το μακρύ ταξίδι της οικογένειας
Η οικογένεια Αντετοκούνμπο μπορεί να περίμενε λίγους μήνες για να λυθεί γραφειοκρατικά το ζήτημα της βίζας και να φτάσουν ομαδικά στην Αμερική, ωστόσο αυτό δεν ήταν το πρώτο ταξίδι τους. Ο Τσαρλς και η Βερόνικα ξεκίνησαν από τη Νιγηρία, όπου έμεινε και μεγάλωσε ο πρώτος γιος τους και επαγγελματίας παίκτης ποδοσφαίρου, Φράνσις, και έφτασαν το μακρινό 1991 στην Ελλάδα για να καταπιαστούν με κάθε λογής δουλειά και να μεγαλώσουν άλλα τέσσερα παιδιά. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι, ο Θανάσης και ο Γιάννης, μεγάλωσαν στα Σεπόλια και έπαιζαν μπάσκετ στη γειτονιά τους, όταν τους ξεχώρισε ο προπονητής Σπύρος Βελληνιάτης και τους ενέταξε στην ομάδα μπάσκετ του Φιλαθλητικού. Ανάμεσα σε δουλειές του ποδαριού και στο σχολείο, έκαναν με μια όμορφη φυσικότητα αυτό που άλλοι πετυχαίνουν με προσπάθεια. Τους ανακάλυψαν, έφτασαν ως την Α2 και λίγες στιγμές μετά, το αμερικανικό όνειρο έγινε πραγματικότητα. Τα υπόλοιπα ανήκουν πλέον στην ιστορία.
«Μου λείπει το σουβλάκι»
Η ζωή του Γιάννη Αντετοκούνμπο έχει αλλάξει. Η καθημερινότητα στο ευρύχωρο διαμέρισμα στο Μιλγουόκι απέχει έτη φωτός από τις ημέρες που μοιραζόταν ένα δωμάτιο με τρία αδέλφια. Αλλά κάποια πράγματα έχουν εντυπωθεί στο DNA του, στη μνήμη του, στη συμπεριφορά του.
Την πρώτη φορά που πήρε το τσεκ του και είδε ότι τα μισά λεφτά πήγαιναν σε φόρους, αναρωτήθηκε φωναχτά αν υπήρχε τρόπος να τους γλιτώνει, προκαλώντας τη θυμηδία των συμπαικτών του. Λίγες ημέρες μετά, μάζεψε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που είχε πετάξει στα σκουπίδια ένας συμπαίκτης του. «Τι κάνεις εκεί;», του είπε, «αυτά τα παπούτσια είναι μια χαρά». Οι εποχές που αναγκαζόταν να μοιραστεί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Θανάση, το ίδιο ζευγάρι αθλητικά παπούτσια για να βγάλει την προπόνηση δεν έχουν ξεχαστεί. Και δεν πρόκειται.
Η ζωή στην Αθήνα εξακολουθεί να του λείπει. «Ενα σουτ στις μπασκέτες της παλιάς γειτονιάς μου, ένας πανηγυρισμός με τους παλιούς συμπαίκτες μου και ένα σουβλάκι». Αυτά είναι τα τρία πρώτα πράγματα που θα σκεφτόταν να κάνει ο 19χρονος NBAer, αν μπορούσε να γυρίσει έστω και για μία ώρα πίσω. Το σφιχτό πρόγραμμα δεν τον αφήνει, όμως, και έτσι ξεχνιέται με ένα smoothie βατόμουρο –έχει καταλήξει πλέον ότι αυτή είναι η αγαπημένη του γεύση –προτού επιστρέψει στο παρκέ των Μπακς. Και μπορεί καμιά φορά να σκέφτεται τη γειτονιά του Ζωγράφου και τον Φιλαθλητικό, αλλά το πρόσφατο εντυπωσιακό «κόψιμο» στο πρότυπό του, τον Κέβιν Ντουράν, τον κάνει να ονειρεύεται μεγαλύτερα πράγματα και να στρώνεται στη δουλειά.
To fan club του Internet
Η ιστορία του Γιάννη είναι ελκυστική. Το ίδιο και τα προσόντα του και το δυσπρόφερτο όνομά του. Στην Αμερική το ΝΒΑ τον έχει δεχθεί, αλλά οι περισσότεροι οπαδοί περιμένουν με επιφύλαξη να δουν την εξέλιξή του. Εκεί που είναι πραγματικός σταρ είναι στο κοινό του Ιnternet, που έχει λατρέψει τον αυθορμητισμό, τις εκφράσεις, τις κινήσεις του. Οι υπόλοιποι γνωρίζουν πως ο Αντετοκούνμπο δεν παύει να είναι ένας νέος και άπειρος παίκτης. Δεν είχε παίξει ποτέ προηγουμένως σε επαγγελματική κατηγορία και ενίοτε αυτό φαίνεται. Μπορεί στο Τwitter να είναι το αγαπημένο παιδί των «ελαφιών», η φήμη του να τραβά το ενδιαφέρον των απανταχού μπασκετικών και το χαμόγελό του να κάνει τους πάντες να τον συμπαθούν, ωστόσο το ζήτημα στο NBA είναι πάντα το αποτέλεσμα. Και ώσπου ο ρούκι των Μπακς να χτίσει την καριέρα του και να αποδείξει ότι είναι άξιος να στέκεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα ονόματα του μπάσκετ, τα εύσημα θα μείνουν στην οθόνη και στους ψιθύρους στις κερκίδες. Αλλά ο Γιάννης φαίνεται να το γνωρίζει αυτό καλύτερα από όλους.
Το πρωτάθλημα στο Μιλγουόκι δεν θυμίζει σε τίποτε τις ημέρες της Α2. Εκεί ο χειμώνας είναι πιο κρύος, οι αγώνες περισσότεροι και η προπόνηση δεν σταματά ποτέ. «Πηγαίνουμε στον αγώνα τρεις ώρες νωρίτερα και, προτού ξεκινήσει, σουτάρουμε άλλη μία ώρα. Μετά παίζουμε και το επόμενο πρωί έχουμε πάλι προπόνηση» περιγράφει ο Γιάννης στο ΒΗmagazino δίνοντας μια μικρή γεύση από την καθημερινότητά του προτού εξηγήσει ότι αυτός είναι ένας ρυθμός στον οποίο ο ίδιος δεν είχε συνηθίσει να παίζει. Το σώμα του, όμως, δεν τον προδίδει. Mέχρι στιγμής έχει σημειώσει περισσότερους από 400 πόντους σε αγώνες του NBA.
«Θα ήθελα να τα γυρίζαμε όλα»
Πριν από λίγους μήνες, προτού η οικογένειά του μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ, ο Γιάννης πήρε ένα ταξί για να πάει στην τράπεζα και να στείλει χρήματα στην Ελλάδα. Εστειλε όλα όσα είχε βγάλει από τον λογαριασμό του. Στην επιστροφή διαπίστωσε ότι το ταξί στο οποίο είχε μπει δεν διέθετε μηχάνημα που να δέχεται κάρτα. Δεν είχε χρήματα και δεν ήξερε ακόμη πώς μπορούσε να καλέσει κάποιον από την ομάδα για να τον μεταφέρει. Επρεπε να επιστρέψει στο γήπεδο, έστω και χωρίς μετρητά. Ετσι, έκανε το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό: άρχισε να τρέχει. Για καλή του τύχη, ένα ζευγάρι τον αναγνώρισε και τον ρώτησε αν είναι ο ρούκι των Μπακς. Απάντησε καταφατικά και τον μετέφεραν στο γήπεδο με την ελπίδα ότι μια μέρα θα τους βγάλει ασπροπρόσωπους.
Οι Μπακς δεν τα πάνε καλά. Η αλήθεια είναι ότι είχαν καιρό να τα πάνε τόσο άσχημα. Εχουν το χειρότερο ρεκόρ στη Λίγκα, διανύουν μια άσχημη σεζόν, το γήπεδό τους είναι σε κακή κατάσταση και οι οπαδοί τους στηρίζουν τις ελπίδες τους στον παίκτη με τη φανέλα 34. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, ο μικρός της ομάδας από την Ελλάδα, γνωστός πια σε όλους και ως «Greek Freak», καταφέρνει να σταθεί και αντάξιος των προσδοκιών τους.
Βελτιώνεται καθημερινά, κάνει το ελάφι με τα δάχτυλά του για κέρατα ως ένδειξη πανηγυρισμού και έχει μάθει να ευγνωμονεί τους ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν και τον επέλεξαν στο νούμερο 15 του ντραφτ του NBA το περασμένο καλοκαίρι –σε μια θέση η οποία αποτελεί την υψηλότερη διάκριση που έχει πετύχει έλληνας παίκτης. «Χαίρομαι ιδιαίτερα που είμαι σε αυτή την ομάδα. Μπορεί να χάνουμε, αλλά περνάμε καλά και το διασκεδάζουμε. Οι συμπαίκτες μου είναι πολύ καλοί και με προσέχουν. Δεν θα ήθελα να είμαι σε άλλη ομάδα. Το μόνο που θα ήθελα θα ήταν να το “γυρίζαμε όλο ανάποδα” και να κερδίζαμε περισσότερο» δηλώνει ο Γιάννης στο ΒΗmagazino με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εξηγούσε πριν από μερικούς μήνες ότι ο Φιλαθλητικός ήταν η δεύτερη οικογένειά του.
Βγάζοντας γλώσσα στη Νέα Υόρκη
Ο γνωστός συνεσταλμένος νεαρός, όμως, αλλάζει ύφος και αφήνει την πλάκα και τα πειράγματα εκτός παρκέ. Μπορεί να έχει χιούμορ και να χαμογελά ασταμάτητα, αλλά έχει φτάσει να μαρκάρει με επιτυχία τον Λεμπρόν Τζέιμς και δείχνει να μη νοιάζεται κάθε φορά για το ποιος στέκεται απέναντί του. Απλώς παίζει «όσο το δυνατόν καλύτερα», ακολουθώντας πιστά τη συγκεκριμένη συμβουλή των γονιών του. Οταν η περίσταση το απαιτεί, μάλιστα, δείχνει έτοιμος να βάλει και τα πράγματα στη θέση τους.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε αμέσως μετά το παιχνίδι με τους Νικς τον Δεκέμβριο δεν άφησε περιθώριο αμφισβήτησης. «Ο Καρμέλο Αντονι είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες, αλλά δεν μπορεί να μιλάει καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα και να ενοχλεί εμένα και τους συμπαίκτες μου. Προσπάθησα να μην αντιδράσω από σεβασμό, αλλά, όταν κάτι επηρεάζει την απόδοσή σου στο παιχνίδι, σε αναγκάζει να προσπαθήσεις να το σταματήσεις. Την ώρα του αγώνα δεν με νοιάζει ποιος είσαι. Για εμένα είσαι απλώς μια φανέλα» είπε στην κάμερα, για να αποδείξει ότι πίσω από το ευγενικό χαμόγελό του είναι καλά κρυμμένος ο τσαμπουκάς του νικητή. «Είμαι υπερήφανος που μπορώ και παίζω με αυτά τα ονόματα. Κάποιες φορές σκέφτομαι “πώς γίνεται να βρίσκομαι εδώ και να είμαι στο ίδιο παρκέ, εγώ, με αυτούς;”, αλλά σιγά σιγά αρχίζω να παίρνω χαμπάρι ότι δεν ονειρεύομαι και συνειδητοποιώ ότι το ζω στην πραγματικότητα» εξηγεί στο BHmagazino.
Τα Gucci παπούτσια
Πριν από λίγο καιρό δέχτηκε ένα ακριβό δώρο από τον Λάρι Σάντερς. «Αυτός με προσέχει περισσότερο από όλους» λέει χαρακτηριστικά. Ο Σάντερς τού χάρισε ένα ζευγάρι παπούτσια Gucci και η πρώτη αντίδραση του Γιάννη ήταν να πει αμέσως ότι δεν περίμενε ένα τόσο ακριβό δώρο. Από τότε φαίνεται να φυλά το νέο του απόκτημα στην ντουλάπα για την κατάλληλη περίσταση και τα δοκιμάζει συχνά εντός σπιτιού. Πόσο έχει αλλάξει τη ζωή του όλη αυτή η διαφορά στην οικονομική άνεση;
«Δεν έχει αλλάξει κάτι για εμάς. Η νοοτροπία μας είναι η ίδια. Εμείς το μόνο που θέλαμε ήταν να είμαστε καλά και να μπορούμε να είμαστε και άνετοι με τα οικονομικά. Δεν χρειαζόμαστε κάτι άλλο» εξηγεί στο ΒΗmagazino ο αδελφός του ο Θανάσης, ο οποίος πλέον βρίσκεται δύο ώρες μακριά με το αεροπλάνο από το Μιλγουόκι και παίζει στους Delaware 87ers της D-League, της αναπτυξιακής λίγκας του ΝΒΑ. «Το μόνο που θα θέλαμε, όταν μας δοθεί η ευκαιρία, θα είναι να αγοράσουμε ένα μεγάλο σπίτι για την οικογένειά μας. Αλλά αυτό, αν γίνει, θα γίνει αργότερα» συνεχίζει ο ίδιος.
Η υπηκοότητα και τα αδέλφια
Ο Θανάσης Αντετοκούνμπο έχει και αυτός πολλές υποχρεώσεις. «Εκεί που στην Ελλάδα θα παίζαμε 26 αγώνες τη σεζόν, εδώ παίζουμε 54» εξηγεί. Οταν τελειώσουν οι αγωνιστικές απαιτήσεις, όμως, θα πάει και εκείνος να βρει την οικογένειά του και θα κάνει τις προπονήσεις του εκεί. Αν, μάλιστα, επιλεγεί στο εφετινό ντραφτ από την ομάδα του αδελφού του, δεν αποκλείεται να παίξουν μαζί στο NBA, μετά την Α2. «Οταν βρισκόμαστε με τον Γιάννη, πιο πολύ μιλάμε για μπάσκετ. Η σχέση μας δεν αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και τις επιτυχίες, σε καμία περίπτωση. Και 80 ετών να πάμε, θα καθόμαστε να ακούμε ο ένας τον άλλον με τις ώρες. Συνεχίζει να με ρωτάει πολλά πράγματα, αλλά και εγώ δεν σταματάω να τον ρωτάω» λέει ο 21χρονος που ακούει πια στο ίδιο παρατσούκλι με τον αδελφό του. «Δεν έχουν γίνει και πολλά πράγματα εδώ πάντως», λέει, «το μόνο που κάνουμε είναι να παίζουμε μπάσκετ. Ασταμάτητα».
Στον διαγωνισμό καρφωμάτων της D-League ο Θανάσης έκλεψε τις εντυπώσεις. Πήδηξε πάνω από τον ψηλότερο αδελφό του και κάρφωσε εντυπωσιακά στην μπασκέτα, λίγο προτού γίνει και πάλι πρώτο θέμα πίσω στην Ελλάδα εξαιτίας του μηνύματος στην μπλούζα του που έγραφε «Greek Freak Nation». Αυτό το μότο, που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει οπαδοί του «Greek Freak», ήταν αρκετό για να προκαλέσει ορισμένες γελοίες ρατσιστικές αντιδράσεις. Ο Γιάννης υπερασπίστηκε την αλήθεια και υποστήριξε τον μεγάλο αδελφό του, ο οποίος είχε φορέσει τη συγκεκριμένη μπλούζα για να τον τιμήσει. Και σίγουρα θυμήθηκε και πάλι τη ζωή στην Ελλάδα, στην οποία δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την υπηκοότητα, αν δεν έρχονταν η πρόταση από το NBA και η όψιμη επικοινωνιακή κίνηση από την κυβέρνηση που του την παραχώρησε κατ’ εξαίρεση.
Ομως, υπάρχει και συνέχεια στο οικογενειακό ταλέντο. Τα δύο μικρότερα αδέλφια του, που μυούνται στην ντρίμπλα υπό διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που είχε κληθεί ο ίδιος να το κάνει. Ο Κώστας, ο οποίος έχει ξεπεράσει ήδη τα δύο μέτρα σε ύψος, περιμένει την άδεια μεταγραφής του για να γίνει «καλύτερος και από τα αδέλφια του», όπως τα ίδια επιμένουν, ενώ ο μικρότερος από όλους έχει ριχτεί ήδη στους αγώνες της κατηγορίας του.
Ο Γιάννης που δεν ξέχασε
Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο δεν είναι μια καθημερινή ιστορία. Αλλά ακόμη και η απότομη μεταφορά από τον πάγκο του πλανόδιου πωλητή στον πάγκο μιας ομάδας του NBA δεν κατάφερε να αλλοιώσει τον χαρακτήρα του ή να τον αποπροσανατολίσει από τον μοναδικό στόχο του. «Να μας μιλάς όταν φτάσεις να παίζεις στην Αμερική και γίνεις διάσημος» του είχαμε πει κατά την πρώτη συνέντευξη, χωρίς να υπολογίζουμε ότι αυτό θα συνέβαινε μέσα στους επόμενους μήνες. Και το τήρησε. Σήκωσε το τηλέφωνο και είπε: «Δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, αλλά ξέρω ότι σίγουρα δεν έχω φτάσει το ταβάνι μου και έχω πάρα πολλά περιθώρια να γίνω καλύτερος. Αυτό είναι που με σπρώχνει να προπονούμαι και να μένω συγκεντρωμένος κάθε μέρα». Και το είπε ακριβώς με τον ίδιο στόμφο που επέμενε το καλοκαίρι ότι το όνειρό του δεν ήταν να παίξει στο NBA, αλλά να φτάσει όσο πιο ψηλά μπορεί. «Θέλω να αγγίξω το ταβάνι» έλεγε. Εχει ακόμη πολύ καιρό μπροστά του. Αλλωστε, εξακολουθεί να ψηλώνει.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Μαρτίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



