Δέκα συναρπαστικές εβδομάδες μας χωρίζουν από τις εκλογές, δέκα εβδομάδες όπου κανείς δεν μπορεί να κάνει σοβαρή πρόβλεψη – πλην της πρωθιέρειας στο μαντείο των Δελφών. Δεν μπορεί να γίνει σοβαρή πρόβλεψη επειδή ακόμη δεν ξέρουμε ποιοι θα είναι υποψήφιοι. Και δεν εννοούμε τα πρόσωπα, αναφερόμαστε στους πολιτικούς σχηματισμούς. Τα παραδοσιακά κόμματα διαλύονται και ανασυγκροτούνται, ομάδες με βεβαρημένο παρελθόν παριστάνουν τις παρθένες και παρέες αναβαθμίζονται σε παρατάξεις. Εν αναμονή των εξελίξεων ορισμένες υποσημειώσεις είναι πιθανώς χρήσιμες.
Δεν ξέρουμε ποιο είναι το εκλογικό σώμα. Δεν μπορεί να υπολογιστεί πόσοι θα προσέλθουν στις κάλπες, για την αναμέτρηση στην αυτοδιοίκηση και κατόπιν για τις ευρωεκλογές. Υπάρχουν δυο αντιφατικά δεδομένα: α) οι έλληνες ενδιαφέρονται για τις εκλογές σε περίοδο κρίσης, β) οι έλληνες αδιαφορούν για τις ευρωεκλογές. Κατά τις βουλευτικές εκλογές του 2004 σημειώθηκε ιστορικό ποσοστό συμμετοχής_ είχε βοηθήσει και η μεταρρύθμιση Σκανδαλίδη που διευκόλυνε την άσκηση εκλογικού δικαιώματος. Κατά τις ευρωεκλογές του 2009 η συμμετοχή ήταν η μικρότερη της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Η αποχή έφτασε το 47,37%.
Διανύουμε λοιπόν μια περίοδο όπου καταγράφεται αίτημα αλλαγής αλλά οι επερχόμενες αναμετρήσεις δεν προσφέρονται για συμπεράσματα. Στις τοπικές εκλογές, κυρίως σε μικρούς δήμους, ψηφίζονται τα ξαδέλφια και οι φίλοι. Στις ευρωεκλογές παρατηρείται χαλαρότητα. Δεν μπορούμε λοιπόν με βεβαιότητα να πούμε ότι θα προσέλθει ικανός αριθμός ψηφοφόρων ώστε να υπάρξει σαφές μήνυμα και ότι η ψήφος θα ταυτίζεται με εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης.
Αν πιάσουμε τον άξονα δεξιάς-αριστεράς, παντού θα βρούμε ερωτηματικά. Να θυμηθούμε λοιπόν ότι στις τελευταίες εκλογές κατήλθαν την πρώτη Κυριακή τρία φιλελεύθερα κόμματα (Δημοκρατική Συμμαχία, δημιουργία, ξανά!, Δράση) τα οποία μάζεψαν 6,5% ενώ ο παραδιπλανός ΛΑΟΣ έλαβε 2,9%. Αναμένουμε σημεία ζωής από τα τέσσερα αυτά κόμματα, που θα μπορούσαν, δυνητικά, να ενισχύσουν μια δεξιά προσπάθεια, όχι απαραιτήτως της Νέας Δημοκρατίας.
Πριν πάμε στο κέντρο και την κεντροαριστερά να αναφέρουμε ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής προσδιορίζουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους. Δηλαδή από τους 425.000 το 73,3% θεωρούν εαυτούς κεντρώους. Πρόκειται για άνδρες νεαρής ηλικίας, χαμηλού εισοδήματος. Δεν είναι βέβαιο ότι θα επιμείνουν στην επιλογή τους, τώρα που αποκαλύφθηκε το ναζιστικό πρόσωπο της παράταξης και που το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας διώκεται ως συμμορία εγκληματιών. Την επιλογή θα βαρύνει πιθανότατα η στάση των κομμάτων απέναντι στις επιταγές του μνημονίου.
Από την κεντροαριστερά έχει ενδιαφέρον η τοποθέτηση των υπό διάλυση Οικολόγων, οι οποίοι ήταν πολύ κοντά στην διεκδίκηση έδρας. Να δούμε επίσης τι θα πράξει στο τέλος η Δημοκρατική Αριστερά, το μπαλαντέρ και για τους μεν και για τους δε. Με τη Νέα Δημοκρατία συνεργάστηκε, γιατί να μην συνεργαστεί και με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε περίπτωση εθνικής ανάγκης σχηματισμού κυβέρνησης; Προκύπτει όμως το ερώτημα: γιατί να επιλέξει κάποιος την ΔΗΜΑΡ και να μην πάει μόνος του εκεί όπου θα καταλήξει η ψήφος του;
Η Νεραντζιά της κεντροαριστεράς είναι ένα αλλόκοτο σχήμα, με το ΠαΣοΚ να φυλλορροεί και επιφανές στέλεχος των 58 να αναρωτιέται στα σοβαρά: «υπάρχει Ελληνας που να μην γνωρίζει τον Παγουλάτο;». Είναι τόσες οι διασταυρούμενες αντιπάθειες μεταξύ των επιμέρους συμμετεχόντων, είναι τόσο μεγάλος ο κόπος συνεννόησης αναμεταξύ τους ώστε να χάνουν πολύτιμο χρόνο που θα μπορούσαν να επενδύσουν σε εύρεση ψηφοφόρων.
Σε αυτό το πλαίσιο μια εκπομπή που έγινε κόμμα έχει μεγαλύτερη απήχηση από το κόμμα που δεν δύναται ούτε την παραγωγή εκπομπής να οργανώσει. Το Ποτάμι μαγνητίζει, κι ας μην έχει ανακοινώσει πρόγραμμα. Ένας αναγνωρίσιμος αρχηγός και αυτονόητες επισημάνσεις για το κατεστημένο διεκδικούν ζηλευτό ποσοστό. Κι αν έθετε υποψηφιότητα με δικό του κόμμα κι άλλος ένας διάσημος από την κριτική του στο σύστημα; Αν κατέβαινε στις εκλογές ο Λάκης Λαζόπουλος;
Από όλα αυτά προκύπτει ένα και μόνο συμπέρασμα: τις επόμενες δέκα εβδομάδες δεν θα βαρεθούμε ούτε μια στιγμή.



