Ηταν μία ενδιαφέρουσα σύγκριση: η επίσκεψη του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κ. Γιόαχιμ Γκάουκ στην Ελλάδα, συνέπεσε χρονικά με την περιήγηση μίας ομάδας βαυαρών εκπαιδευτικών στην χώρα μας.
Υπήρξε πραγματικά διαφωτιστική εμπειρία να ακούσει κάποιος την ομιλία του κ. Γκάουκ (η οποία πέρα από τα γνωστά ευγενικά για το ελληνικό παρελθόν, τις ρίζες της Ευρώπης κλπ.), ελάχιστα νέα στοιχεία μας έδωσε. Διαψεύστηκαν έτσι όσες προσδοκίες κακώς είχαν καλλιεργηθεί.
Για όσους αναζητούν δικαιολογίες (ή οφείλουν να επισημάνουν εξηγήσεις), ο κ. Γκάουκ δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά περισσότερα από το να διατυπώσει αυτήν την «μισή» συγγνώμη για τις ναζιστικές θηριωδίες στους Λιγκιάδες.
Ισως να πει κάτι περί το δέον γενέσθαι στην Ευρώπη; Αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα υπερέβαινε μάλλον και τις αρμοδιότητές του…
Οσο ο πρόεδρος της Γερμανίας βρισκόταν στην Αθήνα και τα Ιωάννινα, μία ομάδα αποτελούμενη από γερμανούς εκπαιδευτικούς που διδάσκουν Αρχαία Ελληνικά σε 51 σχολεία της Βαυαρίας, πραγματοποιούσε μία περιοδεία ανά την Ελλάδα.
Προσκεκλημένοι του γραφείου του Ιδρύματος Hanns Seidel στην Αθήνα και σε συνεργασία με το ελληνικό πολιτιστικό Ιδρυμα Palladion, το οποίο μετταξύ άλλων προωθεί την αδελφοποίηση ελληνικών και βαυαρικών γυμνασίων, επισκέφτηκαν αρχαιολογικούς χώρους, σχολεία και εκκλησίες, ξεκινώντας από την Αθήνα και την Αίγινα και φτάνοντας ως την Πέλλα, την Βεργίνα και την Θεσσαλονίκη.
Πέραν της αρχαιολογικού ενδιαφέροντος περιήγησης, υπό τον γενικό τίτλο «Η Ελλάδα τότε και σήμερα», αυτό που εξέπληττε ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι γερμανοί εκπαιδευτικοί τοποθετούνταν για την κρίση, την Ελλάδα, την Γερμανία, την Ευρώπη.
Πρόκειται για φιλέλληνες; Ενδεχομένως – έως και προφανώς.
Προφανέστερα, όμως, στις συζητήσεις μαζί τους δεν κυριαρχούσαν ούτε οι αγκυλώσεις ούτε τα γενικότερα δεδομένα που χαρακτηρίζουν συζητήσεις με πολιτικούς.
Πρόκειται όμως και για Βαυαρούς, κατοίκους δηλαδή του πλουσιότερου γερμανικού κρατιδίου, από τους οποίους θα ανέμενε κάποιος μία πλήρη ή έστω μερική επιβεβαίωση του πιο ανθεκτικού στερεότυπου στην σημερινή Γερμανία: ότι «δεν έχουμε καμία διάθεση να πληρώνουμε για τα χρέη των Ελλήνων και του Νότου».
Αντί γι’ αυτό, η ομάδα αυτή των γερμανών εκπαιδευτικών (αν και πολυπληθής, δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα·σαφώς όμως συνιστά ένδειξη του κλίματος που επικρατεί σε κάποια πεδία) είχε πολλά να πει. Για τον ευρωπαϊκό Νότο, για την πολιτική της Ευρώπης, για το δόγμα της κυρίας Μέρκελ, για την «κατάλυση της Δημοκρατίας» και για την κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας.
Κοινή συνισταμένη των λεγομένων τους ήταν ότι «η έλλειψη εναλλακτικής πολιτικής στην Ευρώπη» αποτελεί ένα εφεύρημα της κυρίας Μέρκελ, με το οποίο πάντως η καγκελάριος κερδίζει τις εκλογές στην Γερμανία.
«Πάντοτε υπάρχει εναλλακτική, αλλιώς καταργούμε την πολιτική και την Δημοκρατία με την λειτουργία των αγορών. Και ποιες είναι αυτές οι αγορές;», ήταν μία από τις προφανείς διαπιστώσεις.
Οπως και ότι η σταδιακή εξαθλίωση του ευρωπαϊκού Νότου δεν μπορεί να εξελίσσεται στο όνομα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Οπως και ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να επιβάλλονται με το μαχαίρι στο λαιμό.
Ή ότι τίποτε δεν δείχνει πως το νέο «όραμα» για την Ευρώπη, στο βαθμό που κάτι τέτοιο υφίσταται, οδηγεί σε ένα καλύτερο μέλλον.
Καθώς και ότι «οι Γερμανοί νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα καλύτερα, επειδή αυτήν την περίοδο έχουν το χρήμα».
Θα ήταν προφανώς αφελές να θεωρήσει κάποιος ότι με αυτές τις διατυπώσεις και τοποθετήσεις θα μπορούσε να αλλάξει κάτι στην Ευρώπη, δεδομένων των σημερινών συσχετισμών δυνάμεων.
Είναι ενθαρρυντικό όμως ότι στο πεδίο της εκπαίδευσης διαπιστώνεται μία πιθανότητα πραγματικής προσέγγισης μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας.
Το θέμα είναι, η ίδια η Ελλάδα να συνειδητοποιήσει κκαι να αξιοποιήσει κάποιες από τις δυνατότητές της…