Μες στην απλυσιά και τη βρώμα μια ζωή πορευόταν. Εζεχνε το κορμί του από τις μυρωδιές του κόσμου. «Τον είχαν παρεξηγήσει οι ανθρώποι· η σκόνη τον είχε κάμει ολόασπρο, κι ο δρόμος –αχ θεέ μου -, ο δρόμος ποτέ δε θα τελείωνε». Δεν είχαν αρχή και τέλος οι περιπλανήσεις του. Δεν υπήρχε τελικός προορισμός στον χάρτη του μυαλού του· μόνο στάσεις. Οπου τον έφερναν οι χιλιοφαγωμένες σόλες των παπουτσιών του, όπου έβλεπε φως –φιλικό; -, όπου άκουγε σκυλί να γαβγίζει, εκεί σταματούσε για λίγο –μια μπουκιά, μια γουλιά, ένας ύπνος και το χάραμα πάλι από την αρχή. «Κοσμογυριστής, στρατοκόπος, αλήτης… Η γη δεν τον χώραε· τον τραβούσε η μαγγανεία της έρημος».
Η είδηση για τον θάνατο της μάνας δεν τον αγγίζει· ούτ’ ένα φρύδι δεν ανασηκώνει. «Είναι λοιπόν ένα τέρας;»: η αδελφή του τον βλέπει ξαφνικά ύστερα από χρόνια στο κατώφλι της. Σίγουρα αυτό το «τέρας» –ο αφηγητής του «Θείου Τραγιού» –κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να προκαλέσει το μίσος, τις βίαιες αντιδράσεις των συνανθρώπων του. Αρέσκεται να ξυπνά τη φρίκη, την απέχθεια, την αηδία. Ηδονίζεται να τον θεωρούν κλέφτη –«τίμιος», «κύριος», «έμπιστος» είναι για αυτόν βρισιές. «Ο άνθρωπος της σωστής διατίμησης παίρνει την ιεραρχία των αξιών απ’ ανάποδα» πιστεύει και πράττει ανάλογα. Αρνείται τις συμβάσεις, τρώει όποτε θέλει αυτός (και όχι όποτε κάθονται οι άλλοι στο τραπέζι). Διασπείρει ψεύτικες φήμες και προκαλεί τεράστια αναταραχή στον πύργο όπου πιάνει για λίγο καιρό δουλειά ως υπεύθυνος στάβλου. Περιλούζει με χαιρεκακία το αντικείμενο του πόθου του –μια παλιά του αγάπη που τώρα είναι Κυρία -, απολαμβάνει τον θυμό της, παρακαλάει για το φτύσιμό της. Και, προπαντός, εκστασιάζεται όταν συνειδητοποιεί ότι ερέθισε τη ζήλια του συζύγου της και Κυρίου: «σα σκατά ωραιότατα θάμαι γω μέσ’ στη φούχτα του, άριστα για ξεσφεντόνισμα στης Κυρίας τα μούτρα. Ω ναι, του είμαι πια απαραίτητος, για τη συζυγική του φαγούρα· απ’ την ψώρα, απ’ τη λέπρα μπορεί να γιατρεύονταν, από μένα ποιος θα τον έσωνε;».
Αυτός ο λάτρης του άσχημου, ο Κάλιμπαν της ελληνικής υπαίθρου, που κυλίζεται άφοβα στις γούρνες των ενστίκτων, που αρνείται κάθε έννοια κανονικότητας, που αποζητεί τον θαυμασμό του Διαβόλου, που τα πηγαίνει καλύτερα με τα άλογα παρά με τους ανθρώπους, «φοβερός και ωραίος» όπως τον περιγράφει ο ίδιος ο δημιουργός του, «ογκόλιθος που κυλάει απροσδόκητα μες στο απέραντο ανθρώπινο έλος», αυτό το «εξαίσιο τέρας» λοιπόν συνιστά σίγουρα έναν «αρνητικό ήρωα» –όπως τον χαρακτηρίζει η Κατερίνα Κωστίου, επιμελήτρια της έκδοσης από τη Νεφέλη -, που προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και απασχόλησε ιδιαίτερα την κριτική το 1933, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του Σκαρίμπα. «Με τη νεωτερική αφήγηση και την εκκεντρική γραφή του το “Θείο Τραγί” θέτει τις βάσεις για το ελληνικό Αντιμυθιστόρημα» συνεχίζει η επιμελήτρια· «αλλά η σημαντικότερη συμβολή του στη νεοελληνική λογοτεχνία συνοψίζεται στην εμφάνιση του πρώτου αντιήρωα, όχι απλώς με την έννοια του παρακμιακού πρωταγωνιστή ούτε του θύματος της κοινωνίας, αλλά του συνειδητά στρατευμένου στην υπηρεσία του Διαβόλου, του ιδεολογικά τοποθετημένου εναντίον κάθε θεσμού και κοινωνικής σύμβασης».
Στη γοητεία του αντιήρωα αυτού δεν μπόρεσε να αντισταθεί ο νεαρός Αρης Μπινιάρης: του παραδόθηκε ολόψυχα. Το αποτέλεσμα της «σμίξης» τους πάλλεται από ζωή. Η μουσικότητα του λόγου του Σκαρίμπα –ένας λόγος πολύ ιδιαίτερος, αισθαντικός και αντισυμβατικός –εμπνέει τον Μπινιάρη να στήσει, μαζί με τον Τάσο Βαρελλά στο μπάσο και τον Βασίλη Γιασλακιώτη στα τύμπανα, μια πρωτότυπη συναυλία. Η ενέργεια του Μπινιάρη-περφόρμερ αποδεικνύεται εντυπωσιακή. Το σώμα γίνεται θέαμα με τρόπο οργανικό: απόλυτα εναρμονισμένο με τους ήχους και τα νοήματα, με κινήσεις φυσικές αλλά μεγεθυσμένες από εσωτερική ένταση, με το μικρόφωνο δαμασμένο, ο τραγουδιστής-ερμηνευτής, πωρωμένος με το κείμενο, αναβλύζει πάθος, ορμή, φλογερή δοτικότητα.
Θα μπορούσε ενδεχομένως να πειραματιστεί περισσότερο με την έννοια της σκηνικής «παραβατικότητας», να γίνει πιο απρόβλεπτος, να οριοθετήσει πιο ευκρινώς την «εντός» και «εκτός» συγκροτήματος περσόνα του, τη σχέση των τραγουδιών με την πρόζα, έτσι ώστε να σπάσει η αίσθηση ομοιομορφίας που αποτελεί το βασικό μειονέκτημα του εγχειρήματος. Οσο για τα βίντεο, αυτά δεν μας πείθουν ποτέ για την αναγκαιότητά τους: φαντάζουν μάλλον τυχαίες ή «αγαπημένες» επιλογές, που ούτε αναδεικνύουν κάποια κρυφή πτυχή της ιστορίας ούτε ευνοούν ένα παιχνίδι με τον θεατή αλλά εξαντλούνται μεταξύ κυριολεξίας (δρόμοι που απλώνονται) και μουσικοχορευτικού «ντεκόρ».
Σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια αξιέπαινη δουλειά ενός αφοσιωμένου καλλιτέχνη με φρέσκια ματιά και μεταδοτικές εμμονές.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



