Οι αγρότες κινητοποιούνται πάλι με τα τρακτέρ και απειλούν με αποκλεισμούς δρόμων.
Στην εποχή της ευωχίας αυτή ήταν απειλή για τα Cayen και τα Tuareg (ναι όπως του Μιχάλη Λιάπη) που «όργωναν» τις εθνικές οδούς, ή τις νταλίκες που μετέφεραν καλούδια εισαγόμενα στα αστικά κέντρα από κάθε γωνιά του πλανήτη.

Στις μέρες μας οι εθνικές οδοί είναι άδειοι λόγω του υψηλού κόστους των διοδίων και γεμάτοι οι παράδρομοι… Άλλαξαν οι καιροί, οι αστοί που παλιά συμπαραστέκονταν ενθυμούμενοι τις ρίζες, τώρα έχουν τα δικά τους προβλήματα. Ορισμένοι δε εξ αυτών παρακινούμενοι από το κλίμα της εποχής, αποδέχονται τον κοινωνικό αυτοματισμό και τους θεωρούν υπεύθυνους για την κρίση. Φοροδιαφεύγουν οι αγρότες λένε, ήρθε η ώρα να πληρώσουν.

Υπάρχουν και τέτοιοι. Το 80% των επιδοτήσεων κατευθύνεται στο 20% των αγροτών. Αυτούς οφείλει να «τσιμπήσει» η εφορία. Το υπόλοιπο 80% των αγροτών όμως, οι 800.000 περίπου από τους 1.000.000 που ενεργοποιούν δικαιώματα στον ΟΣΔΕ, λαμβάνουν μόλις το 20% των επιδοτήσεων (400 εκατομμύρια ευρώ από τα 2,1 δις ευρώ που είναι οι ετήσιες επιδοτήσεις).

Αυτοί αισθάνονται ότι διώκονται από το κράτος, διότι σα να μην έφτανε το αυξημένο κόστος παραγωγής, έχουν τώρα και λειτουργικά έξοδα από την τήρηση βιβλίων που τους είναι δυσβάσταχτα. Ας πάρουμε την περίπτωση ενός αγρότη που έχει ετήσιο τζίρο 13.000 ευρώ και περί τις 3000 ευρώ επιδότηση. Επειδή η κατάσταση στον αγροτικό τομέα είναι οριακή, τα περιθώρια κέρδους είναι ελάχιστα.

Μόνο τα τελευταία τρία χρόνια η αύξηση στο ρεύμα υπερβαίνει το 70%, ενώ οι τιμές είναι καθηλωμένες ( το πρόβειο γάλα για παράδειγμα είναι στα 95 λεπτά το κιλό εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, ενώ στη Δωδώνη που πέρασε σε ιδιώτη πωλείται προς 80 λεπτά από τους κτηνοτρόφους της Ηπείρου), οι τιμές των εφοδίων επίσης είναι υψηλές, ενώ η αγροτική πίστη, το κόστος χρήματος, το ακριβότερο στην Ευρώπη, όπως εξάλλου συμβαίνει και με τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας.

Ας υποθέσουμε ότι ο παραγωγός έχει ετήσιο κέρδος περί τα 3000 ευρώ. Το κόστος του λογιστή για την τήρηση βιβλίων (ιδιαίτερα απαιτητικών αφού η αγροτική εκμετάλλευση έχει τις ιδιαιτερότητες μιας βιοτεχνίας με καταγραφή αποθηκευμένων προϊόντων, αποσβέσεις παγίων, καταγραφή εφοδίων, τιμολόγια εργασιών κλπ) ανέρχεται περίπου στα 50 ευρώ το μήνα ήτοι 600 ευρώ το χρόνο.

Με τη φορολογία 13 % από το πρώτο ευρώ, θα πρέπει να πληρώσει 390 ευρώ φόρο και άλλα περίπου 150 έως 200 ευρώ από την φορολόγηση των αγροτεμαχίων. Τη δεύτερη χρονιά με το συντελεστή στο 26% θα πληρώσει 780 ευρώ, ενώ με την προκαταβολή 55% για τον επόμενο χρόνο έχει υπερβεί τα 1000 ευρώ. Αν δε σε δύο –τρία χρόνια πληρώσει και τον φόρο επιτηδεύματος 650 ευρώ, τότε θα έχει στα 3000 ευρώ να πληρώνει φόρους και έξοδα λογιστή που σχεδόν ισοσκελίζονται με τα κέρδη του. Τουτέστιν θα δουλεύει όχι για να ζήσει την οικογένειά του αλλά το κράτος.

Ο αντίλογος βεβαίως είναι ότι με παρόμοιο εξοντωτικό τρόπο φορολογούνται πλέον όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, με τη μόνη διαφορά ότι ο πρωτογενής τομέας για κάθε οικονομία είναι η βάση της παραγωγικής πυραμίδας, με το σημαντικότερο πολλαπλασιαστή στην απασχόληση. Αν η αγροτική ενασχόληση καταστεί ασύμφορη λόγω της υπέρογκης φορολογίας, τότε η γη θα περάσει σε εταιρίες που θα έχουν φορολογικές ελαφρύνσεις και οικονομίες κλίμακας που θα τις επιτρέψουν αφενός να υποκαταστήσουν την έννοια της οικογενειακής εκμετάλλευσης που είναι ο πυρήνας του μοντέλου της μεσογειακής διατροφής και αφετέρου λόγω της ολιγοπωλιακής σχέσης θα έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων για τον καταναλωτή ανεξέλεγκτα…

Όσο για τους αγρότες θα γίνουν εργάτες γης στα χωράφια τους. Αυτός είναι ο ενδόμυχος φόβος τους, όπως και ο φόβος των αγελαδοτρόφων που βλέπουν με την ιστορία της επιμήκυνσης του γάλακτος να τίθενται εκτός αγοράς, αφού το εισαγόμενο είναι φθηνότερο λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής και πάει λέγοντας. Αδιάφορο είναι βέβαια για τον ΟΟΣΑ, ότι με τις 3000 αγελαδοτροφικές μονάδες που θα βάλουν λουκέτο απασχολούνται και άλλοι 30.000, ή με τα φουρνάρικα άλλοι 50.000 κ.ο.κ. Εν κατακλείδι ο αγώνας των αγροτών δεν είναι ούτε συντεχνιακός ούτε έχει εθιμοτυπικό ετήσιο χαρακτήρα. Αυτή τη φορά κινδυνεύει με διάλυση το όποιο παραγωγικό μοντέλο απέμεινε στη χώρα.

Οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού θα αντιτείνουν καλύτερα εργάτης γης στο χωράφι, παρά προβληματικός αγρότης που κάθε χρόνο υπερχρεώνεται. Είναι κι αυτή μια άποψη. Όπως μια άλλη είναι καλύτερα αυτάρκης σε τρόφιμα και με εξαγωγές ποιοτικών προϊόντων ΠΟΠ που προέρχονται από την πρωτοβουλία και το μεράκι της οικογενειακής εκμετάλλευσης, παρά ένα μοντέλο γεωργίας με μεγάλες εταιρίες που θα φορολογούνται στην έδρα τους και όχι στην Ελλάδα, που θα καλλιεργούν μεταλλαγμένα και θα μεταποιούν χαμηλής ποιότητας προϊόντα ( τι άλλο σημαίνουν οι προτάσεις του ΟΟΣΑ για να μην έχει γάλα το γιαούρτι, ή το ελαιόλαδο να είναι νοθευμένο με σπορέλαια). Η Ελλάδα δεν έχει μόνο καταναλωτές.

Έχει και οφείλει να έχει και στο μέλλον και παραγωγούς, διότι διαφορετικά αντί προϊόντων θα παράγει ανέργους ή χαμηλά αμειβόμενους υπαλλήλους… Πολύ φοβούμαι όμως ότι αυτό ελάχιστα αγγίζει την υπόλοιπη κοινωνία που έχει εθιστεί σε έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό και τα υπομένει όλα σιωπηρά και με σχετική αδιαφορία…