Τα διεθνή χρηματιστήρια κινούνται σε υψηλά πέντε ετών, καθώς στο θετικό κλίμα συνεπικουρούν και οι βελτιωμένες προβλέψεις για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας της Παγκόσμιας Τράπεζας, αλλά και οι εκτιμήσεις επενδυτικών τραπεζών όπως η Goldman Sachs που διατηρεί για τους επόμενους 3-12 μήνες τη σύσταση «αύξησης θέσεων» για τις μετοχές, καθώς αναμένει επιτάχυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και των εταιρικών κερδών.
Την ίδια ώρα το Χρηματιστήριο της Αθήνας παραμένει για το πρώτο διάστημα του έτους με κέρδη 10% περίπου, πρωταθλητής των αποδόσεων μεταξύ τόσο των αναδυομένων όσο και των ανεπτυγμένων αγορών.
Παρά το γεγονός ότι από τις αρχές του 2009 οι μετοχές παγκοσμίως σημειώνουν κέρδη 35 τρισ. δολαρίων, με μέση ετήσια άνοδο 16%, οι ειδικοί των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών του κόσμου προβλέπουν υπεραπόδοση των μετοχών με κέρδη 10%-15% και το 2014.
Θετικές εκτιμήσεις
Στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, αν και τα εύκολα κέρδη φαίνεται ότι θα αποτελέσουν παρελθόν, εκτιμήσεις όπως π.χ. αυτή της Saxo Bank κάνουν λόγο για μία ακόμη καλή χρονιά με άνοδο 20% περίπου.
Επενδυτικές τράπεζες συστήνουν μάλιστα αυξημένες θέσεις στις ελληνικές μετοχές. Η HSBC αναμένει π.χ. συνέχιση των ισχυρών αποδόσεων του Χρηματιστηρίου της Αθήνας παρά το σημαντικό ράλι που έχει ήδη συντελεστεί, συστήνοντας «αύξηση θέσεων» (overweight) στην Ελλάδα, καθώς ο εγχώριος οικονομικός κύκλος σταθεροποιείται, ακολουθείται η πολιτική της ευρωζώνης στην προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας, ενώ αν και οι αποτιμήσεις δεν είναι φθηνές σε σύγκριση με άλλες αναδυόμενες αγορές, ειδικά ο τραπεζικός κλάδος είναι ελκυστικότερος. Καταλύτης για τις τραπεζικές μετοχές θα αποδειχθεί η βελτίωση του πιστωτικού προφίλ, με την έκθεση της BlackRock να αναμένεται να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Παράλληλα παρά τις σημαντικές εισροές από hegde funds, οι θετικές ροές κεφαλαίων από τους διεθνείς επενδυτές θα συνεχίσουν να στηρίζουν την Ελλάδα. Η επενδυτική της στρατηγική όσον αφορά τις αναδυόμενες αγορές είναι εξάλλου η ενίσχυση θέσεων σε αγορές και κλάδους που θα συνεχίσουν να επωφελούνται από τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης, η οποία επιστρέφει στην ανάπτυξη το 2014. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υποψήφιες αγορές είναι η Ελλάδα (που ούτως ή άλλως αν και αναδυόμενη αγορά είναι μέλος της ευρωζώνης) αλλά και οι αποκαλούμενες CE3 αγορές (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία).
«Περισσότερη Ελλάδα»
Παράλληλα και η JP Morgan συνέστησε «αύξηση θέσεων» στην Ελλάδα, εκτιμώντας πως το ράλι των ελληνικών μετοχών θα έχει συνέχεια, παρά το γεγονός ότι η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών μετοχών που παρουσιάζουν κέρδη έως 96% αυξήθηκε ήδη το πρώτο διάστημα του 2014 κατά 6,5 δισ. ευρώ περίπου.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη εφέτος για την ελληνική οικονομία, για πρώτη φορά από το 2007, και η πιθανή νέα πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων θα ενισχύσουν σύμφωνα με τους αναλυτές την ελληνική κεφαλαιαγορά. Από την άλλη, πάντως, επισημαίνουν τον πολιτικό κίνδυνο, δίνοντας μάλιστα σημαντικές πιθανότητες για βουλευτικές εκλογές εφέτος, μία εξέλιξη που θα μπορούσε να μεταβάλει το επενδυτικό σκηνικό.
Οι βασικές ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές πάντως συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, με τον πανευρωπαϊκό δείκτη FTSEurofirst 300 να σημειώνει υψηλό 5,5 ετών μετά τις αισιόδοξες προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη. Η Παγκόσμια Τράπεζα αύξησε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη για πρώτη φορά σε τρία χρόνια, επιβεβαιώνοντας τις ενδείξεις ότι η παγκόσμια οικονομία βγαίνει πλέον από μια παρατεταμένη και αργή πορεία ανάκαμψης μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Σύμφωνα με την ING, η βασική κινητήρια δύναμη των μετοχών το 2014 δεν θα είναι πλέον η νομισματική πολιτική, αλλά η αύξηση των εταιρικών κερδών, προβλέποντας πως οι τιμές των μετοχών θα κινηθούν σε συνάρτηση με την αύξηση της εταιρικής κερδοφορίας.
Η ανάπτυξη των κερδών θα καθοδηγηθεί, όπως υποστηρίζει, εν μέρει από την επέκταση της οικονομικής ανάκαμψης, από τους μικρότερους χρεωστικούς τόκους και από την επαναγορά ιδίων μετοχών. Συνολικά, αν και οι αναλυτές δεν βλέπουν φούσκα στα χρηματιστήρια, εκφράζουν την άποψη ότι απομακρυνόμαστε από τον κόσμο των υψηλών αποδόσεων και της χαμηλής μεταβλητότητας προς έναν κόσμο χαμηλότερων αποδόσεων και υψηλότερης μεταβλητότητας.
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 16 Ιανουαρίου 2014
HeliosPlus



