Τους είδα πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη. Νέοι άνθρωποι, καλοντυμένοι, στο σύνολό τους. Κυκλοφορούσαν στα πέριξ της Τάιμς Σκουέαρ, εμφανώς βιαστικοί, με προορισμό κάποιο δικηγορικό γραφείο, κάποια επιχείρηση από τις δεκάδες που εδρεύουν στο κέντρο του Μεγάλου Μήλου ή την καφετέρια στην οποία τους περίμενε το επαγγελματικό ή μη ραντεβού τους. Σχεδόν έτρεχαν, όμως –αυτό είναι το παράδοξο που με έκανε να τους προσέξω -, αν εγώ πορεύομαι με το βλέμμα στραμμένο στο οδόστρωμα για να αποφύγω λακκούβες, σκαλιά και στραβοπατήματα, εκείνοι το είχαν καρφωμένο στην οθόνη του συνδεδεμένου με το Internet κινητού τους ή του tablet τους.
Ετσι, εν κινήσει, άλλοι χάζευαν στο Facebook, άλλοι ενημερώνονταν για τα τελευταία νέα, είδα και έναν να κοιτάζει τις ημίγυμνες φωτογραφίες μιας σιλικονούχου, made in USA καλλονής. Στη θέση τους θα είχα «μετρήσει» τα βρώμικα και κολλώδη νεοϋορκέζικα πεζοδρόμια απ’ άκρη σ’ άκρη. Θαύμασα την επιδεξιότητα με την οποία περνούσαν τα εμπόδια (πυροσβεστικούς κρουνούς, κάδους απορριμμάτων, καλλιτέχνες του δρόμου) χωρίς καν να τα κοιτάξουν. Επρόκειτο για ένα… ανώτερο, πιο εξελιγμένο και επιδέξιο, είδος ζωής από εμένα.
Αν, όμως, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού οι… σπεσιαλίστες του παρκούρ που συνάντησα ήταν μερικές εκατοντάδες, στην Κίνα, και κυρίως στο Χονγκ Κονγκ (στα μέρη που επισκέφθηκα έναν χρόνο μετά), ήταν χιλιάδες! Οχι απαραιτήτως καλοντυμένοι όπως οι Νεοϋoρκέζοι. Εδώ έβλεπες ανθρώπους, από εκείνους που βροντοφώναζαν με την εμφάνισή τους «είμαι ζάπλουτος», μέχρι τους άλλους, τους καθημερινούς βιοπαλαιστές, να ξεχύνονται από το πρωί στους δρόμους παρακολουθώντας, ενώ περπατούσαν (ή έτρεχαν), σίριαλ (!) στο κινητό και στο tablet τους, διαβάζοντας βιβλία, παίζοντας Angry Βirds.
Δοκίμασα και εγώ να διασχίσω ένα οικοδομικό τετράγωνο κάνοντας το ίδιο, για να συγκρουστώ με τον πρώτο σηματοδότη που βρέθηκε στον δρόμο μου. Σταμάτησα να προσπαθώ, φοβούμενος μήπως μέσα στις διακοπές μου βρεθώ στο νοσοκομείο με κανένα διάστρεμμα. Παρατήρησα, όμως, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν με το βλέμμα καρφωμένο σε μια οθόνη παρέμεναν σκλάβοι αυτής της οθόνης καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας: Παρέες ολόκληρες στα εστιατόρια δεν αντάλλασσαν κουβέντα, μόνο έτρωγαν καθένας απορροφημένος στον δικό του, ηλεκτρονικό κόσμο. Στα θέατρα, στο διάλειμμα της παράστασης, συνδέονταν με το Facebook και άρχιζαν να ανεβάζουν φωτογραφίες τους ή να κουτσομπολεύουν τη ζωή των διαδικτυακών «φίλων» τους. Στα σουπερμάρκετ, ενώ αναζητούσαν το απορρυπαντικό της αρεσκείας τους, μιλούσαν στο Skype ή αναζητούσαν νέα ηλεκτρονικά παιχνίδια για να παίξουν περιμένοντας στο ταμείο.
Πουθενά δεν άντεχαν χωρίς Internet οι πολίτες της νέας εποχής. Παρατηρώντας λίγο ακόμη, αποφάσισα ότι τελικά δεν ήταν οι… εκπρόσωποι της ανώτατης ράτσας που νόμισα όταν τους πρωτοσυνάντησα, αλλά εκπρόσωποι ενός κόσμου αφόρητης μοναξιάς και συναισθηματικής ξηρασίας. Τέτοιους ανθρώπους είδα και στο πρόσφατο ταξίδι μου στο Τελ Αβίβ: ξαπλωμένους στη θαυμάσια παραλία της πόλης. Με μια καταγάλανη θάλασσα στα πόδια τους, έναν εξίσου γαλανό ουρανό από πάνω τους. Με θερμοκρασίες που σε καλούσαν να βουτήξεις στο νερό. Με τον ήλιο που βασίλευε και τα έβαφε όλα πορτοκαλί, δημιουργώντας εικόνες μοναδικής ομορφιάς. Ωστόσο, εκείνοι παρέμεναν πεισματικά βυθισμένοι στις οθόνες των κινητών και των υπολογιστών τους, κάνοντας Like, Dislike και άλλα τέτοια. Προς στιγμήν τούς ζήλεψα, γιατί ζουν σε μια πόλη που παρέχει στους δρόμους της δωρεάν Wi-Fi: σκέφτηκα ότι είναι ωραίο να επικοινωνείς με όποιον θέλεις τη στιγμή που το θέλεις, να ανεβάζεις τις φωτογραφίες σου τη στιγμή που τις τραβάς. Ωραίο είναι, όμως…
Υπήρχε ένα τεράστιο «όμως» που μετέτρεψε την όποια ζήλια μου για τους τυχερούς που μπορούν να απολαμβάνουν τα αγαθά της τεχνολογίας κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας σχεδόν σε οίκτο. Τους λυπήθηκα για τη ζωή που περνά ξυστά από δίπλα τους και που, βυθισμένοι στο Διαδίκτυο, δεν μπορούν να απολαύσουν. Για τους πραγματικούς έρωτες και τις πραγματικές φιλίες που πιθανώς δεν θα ζήσουν ποτέ, καθώς από φόβο, από αμηχανία, θα προτιμήσουν τις ζούφιες γνωριμίες του Internet. Για τα παιχνίδια που δεν θα κάνουν (τα παιδιά κυρίως) με τους φίλους τους. Για τη χαρά τού να περιδιαβάζεις στους δρόμους και, αντί να κοιτάς μια οθόνη, να κοιτάς τα κτίρια, τα δέντρα, τους ανθρώπους.
Αυτά κοιτούσα τις προάλλες, με την επιστροφή μου στην Ελλάδα, πηγαίνοντας στο γραφείο, και αισθανόμουν εξαιρετικά φυσιολογικός που δεν είχα ανάγκη το Internet 24 ώρες το 24ωρο… Βεβαίως, την ίδια στιγμή άκουγα ζωντανά ραδιόφωνο από τα ακουστικά του κινητού μου. Οπως κάνω κάθε ημέρα ενώ περπατώ. Να υποθέσω ότι έτσι ξεκίνησαν και εκείνοι τους οποίους οικτίρω για τις διαδικτυακές εξαρτήσεις τους; (Σημαντική η τεχνολογία, αρκεί να βάζεις όρια. Να τη δαμάζεις και να μην υποτάσσεται σε αυτήν. Γιατί η μαγεία του ζεστού ήλιου και της καλής παρέας δεν μπορεί να υποκατασταθεί. Οσα Like και αν λάβει το status σου στο «Φέιζ»…).

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ