Τραγωδός
Η νεαρή Κάτια Δανδουλάκη, μαθήτρια του Θεάτρου Τέχνης στο δεύτερο έτος, δίνει εξετάσεις παίζοντας ένα κομμάτι από το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι». Ο Κάρολος Κουν βρίσκεται από κάτω. Χτυπά το χέρι του στο γόνατο και βγάζει μικρές κραυγές για να της μεταφέρει το άγχος της σκηνής. Εκείνη δεν αντέχει, λιποθυμά και κάνει εμετό. Ο Γιώργος Λαζάνης τρέχει να τη βοηθήσει. Ο Κουν αναστατώνεται. Μπαινοβγαίνει στο δωμάτιο και ρωτά «Πώς είναι το παιδί;», καταλήγοντας στη φράση, «Γιώργο, γιατί δεν της δίνεις λίγα μακαρόνια;». Τα μαθήματα εκείνα την όπλισαν με γερό στομάχι. Στην ταινία «Οι Σουλιώτες» του Τζέιμς Πάρις, η Κάτια έπρεπε να ιππεύσει ενώ ο «τουρκικός στρατός» την καταδίωκε με μανία. Αρχικά αρνήθηκε. «Θες; Δεν θες; Σπίτι σου. Αλλος θα παίξει στην ταινία» της είπαν.
Προκειμένου, λοιπόν, να μη χάσει εκείνη τη σπάνια καλλιτεχνική στιγμή, οπλίστηκε με θάρρος και ίππευσε το άτι.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας τελωνειακός, η μητέρα εκπαιδευτικός. Ως μοναχοπαίδι ήταν καλομαθημένη, όχι όμως και κακομαθημένη. Το θέατρο μπήκε στη ζωή της από την ηλικία των τεσσάρων ετών, όταν ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και με την οικογένειά της παρακολούθησε δεκάδες καλές παραστάσεις με ιερά τέρατα της εποχής: Παξινού, Λαμπέτη, Μινωτής. Ηταν και άριστη μαθήτρια. Στο Αμερικανικό Κολλέγιο, όπου φοιτούσε, διέπρεπε στα σπορ –μπάσκετ, βόλεϊ, μπέιζμπολ –αλλά έπαιζε και εξαιρετικά πιάνο. Πέρασε στη Νομική, όμως παράλληλα αποφάσισε να δώσει εξετάσεις και στο Θέατρο Τέχνης. Οταν το ανακοίνωσε στους γονείς της, ο πατέρας της έκλαψε. Ενιωσε ότι η κόρη του θα ζει μέσα στην ανασφάλεια.
Μετά τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, συνέχισε τις σπουδές της στο London School of Dramatic Art. Το 1969 έκανε την πρώτη θεατρική εμφάνιση με τον θίασο Καρέζη – Καζάκου. Ο κινηματογράφος γρήγορα αγκάλιασε το αγέρωχο ψηλόλιγνο κορίτσι που έγινε η ιδανική πρωταγωνίστρια του Τζέιμς Πάρις σε εθνικοπατριωτικά έπη, όπως ο «Παπαφλέσσας», και σε ταινίες που εξυψώνουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως το «Ιπποκράτης και Δημοκρατία». Την ίδια εποχή πρωταγωνίστησε σε ασπρόμαυρα σίριαλ της ΕΡΤ, σημειώνοντας μεγάλες επιτυχίες με καλές σειρές όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Οι πανθέοι».
Η σχέση της με τον Μάριο Πλωρίτη ήταν η σημαντικότερη της ζωής της. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας δεν έπαιξε κανέναν ρόλο. Εμειναν 35 χρόνια μαζί (παντρεμένοι μόλις τα τελευταία 12), ως τον θάνατό του, το 2006. Για πολλούς, δίπλα του η Κάτια άνθησε θεατρικά. Πολύ μικρή έγινε θιασάρχης, ενώ απέκτησε με πολλές θυσίες και το δικό της θέατρο. Σκηνοθετήθηκε από τον Ζυλ Ντασσέν μέχρι τον Μιχάλη Κακογιάννη σε καλές παραστάσεις, ενώ έγραψε ιστορία στην τηλεόραση ως Βίρνα Δράκου στη «Λάμψη» του Φώσκολου. Με λίγα λόγια, είναι η Μιμή Ντενίση των σκεπτόμενων.
Light
Tο στένσιλ που κοσμούσε τοίχο στο Γκάζι ήταν ευρηματικό: σε πρώτο πλάνο η Κάτια Δανδουλάκη με αμφίεση Βίρνας και πίσω της ο Χρήστος Πολίτης α λα Γιάγκος Δράκος. «Γιάγκο, χθες πλάγιασα με έναν κουκουλοφόρο!» έγραφε. Πιθανώς η Κάτια Δανδουλάκη, η οποία, όπως υποστηρίζουν οι φίλοι της, διαθέτει μια υψηλή αίσθηση του χιούμορ, να γελούσε αντικρίζοντάς το. Ομως, πίσω από το χαριτωμένο του πράγματος κρύβεται μια πικρή αλήθεια: η Βίρνα την έχει σημαδέψει ανεξίτηλα, παγιδεύοντας το κοινό της στις 60something κυρίες που πηγαίνουν στο κομμωτήριο για να παρακολουθήσουν θέατρο.
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αναμετριέμαι κάθε φορά με δυσκολότερους ρόλους. Ολο και πιο μακρινούς από όσο πιάνει το χέρι μου. Να βρίσκω δυσκολίες τέτοιες, που να μην μπορώ εύκολα να τις ξεπεράσω. Αυτό με κρατάει ζωντανή. Εκείνο που θα με έκανε ευτυχισμένη στη συνέχεια της θεατρικής πορείας μου θα ήταν να βλέπω τον εαυτό μου να παλεύει με ολοένα αγριότερα στοιχεία». Τάδε έφη Κάτια Δανδουλάκη σε συνέντευξή της στο «Βήμα» το 2000.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, το στοίχημα μοιάζει να απομακρύνεται. Κατά κάποιον τρόπο οι μεγάλοι ρόλοι και τα μεγάλα έργα φαίνεται να βρίσκονται πίσω της («Ο Γλάρος», «Τζόρνταν», «Μaster Class») και αν εξαιρέσεις την καλή παράσταση «Τρεις αδελφές», το 2004, η Δανδουλάκη δεν έχει κάνει το επόμενο βήμα. Φυσικά, η ίδια μπορεί να θεωρεί «αγριότερα στοιχεία» έργα μάλλον ανώδυνα, όπως το «Παρακαλώ… Ας μείνει μεταξύ μας» του Αλέξανδρου Ρήγα και του Δημήτρη Αποστόλου, ή ακόμη και το περυσινό «Να ζει κανείς ή να μη ζει;», με συμπρωταγωνιστή της τον Παύλο Χαϊκάλη.
«Δεν έκανα ποτέ τηλεόραση για να μου δώσει λεφτά, αλλά γιατί με ενδιέφερε κι αυτό. Ηταν παράσημό μου! Οσο μου αρέσει να παίζω Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Γκολντόνι, μου αρέσουν και το μπουλβάρ και η σαπουνόπερα» έχει πει χαρακτηριστικά. Πολύ σωστά. Οταν η Ρούλα Πατεράκη παίζει με τον Σάκη Ρουβά, γιατί η Κάτια να μην πρωταγωνιστεί σε λοβοτομημένο κυπριακό σίριαλ, βασισμένο σε μπεστ σέλερ της Λένας Μαντά;
Η εφετινή σεζόν, πάντως, προμηνύεται πλούσια. Στο θέατρο πρωταγωνιστεί στο συμπαθητικό «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε», ενώ το Mega σύντομα θα προβάλει τη νέα σειρά «Το σπίτι της Εμμας», όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Γιάννη Μπέζο. Η ίδια, στα 65 της χρόνια, παραμένει όμορφη και ακμαιότατη, μια πραγματικά δυνατή ηθοποιός. Οι φίλοι της υποστηρίζουν ότι το επόμενο βήμα της πρέπει να είναι η τραγωδία, στην οποία δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί. Κάνουν λάθος. Αυτή την εποχή δοκιμάζεται με επιτυχία στο «Dancing with the Stars», το οποίο είναι μια πραγματική τραγωδία.
Αδέκαστη
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



