«Είτε γουστάρει σε μερικούς είτε όχι, γεγονός είναι πως οι δικές μου οι σειρές, οι δικές μου οι ταινίες αλλά και όλα όσα εγώ έκανα από τότε που μπήκα σ’ αυτή τη δουλειά –δεκαεπτά χρόνων παιδί όταν ξεκίνησα να γράφω σκετς για το ραδιόφωνο –είχαν πάντοτε επιτυχία».
Πανίσχυρος, πανέξυπνος και ατσαλένια σκληρός άνθρωπος, ο Nίκος Φώσκολος δεν μασούσε τα λόγια του, δεν διακρινόταν από σεμνότητα, η λέξη ταπεινότητα δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό του, πίστευε όσο τίποτε στο Εγώ του και στο ότι πολύ απλά ήταν ο καλύτερος. «Δεν αισθάνομαι Θεός ή, αν θέλετε, αισθάνομαι σαν ένας πολύ μικρός, πολύ μπαγλαρωμένος από αναγκαιότητες και πολύ δυστυχισμένος Θεός» είχε πει προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 όταν κρατούσε τα σκήπτρα του «Πάπα» των καθημερινών τηλεοπτικών σίριαλ μετά την επιτυχία της «Λάμψης» και του «Καλημέρα ζωή» στον ΑΝΤ1 (η «Λάμψη» είχε ήδη καταγραφεί στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες το 1995).
Εννέα χρόνων και χωρίς να ξέρει καν τι κρατούσε στα χέρια του, ο Φώσκολος είχε αγοράσει στο Μοναστηράκι το «Πάθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’ Νιλ. Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία, ως επί το πλείστον θεατρικά έργα. Σαίξπηρ, Ιψεν, Τσέχοφ. Ο Φώσκολος αρεσκόταν να λέει ότι είχε μπει διαβασμένος στον χώρο της ραδιοφωνίας από όπου άρχισε η καλλιτεχνική σταδιοδρομία του με σύγχρονα αλλά και ιστορικού περιεχομένου ραδιοφωνικά δράματα. Ντεμπούτο του οι «Αστυνομικές ιστορίες» που στη δεκαετία του 1940 ακούγονταν επί χρόνια από την πλειοψηφία των ελληνικών ραδιοφώνων σηματοδοτώντας την πρώτη μεγάλη επιτυχία του.
Το «αόρατο βολτόμετρο»
Αυτοδίδακτος και τρομερά εργατικός, ο Νίκος Φώσκολος θεωρούσε ότι γνώριζε όλα όσα απαιτούσε η δουλειά του, τι ενδιαφέρει τον θεατή, τι μπορεί να τον διώξει, τι να τον κρατήσει. Ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι κατά μια έννοια είχε γαλουχηθεί με την καθημερινότητα εργαζόμενος ως δημοσιογράφος του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ σε εφημερίδες όπως οι «Εμπρός» και «Ανεξάρτητος Τύπος». Για εκείνον πάντως, πολύ πριν από το σενάριο, τη σκηνοθεσία ή την ηθοποιία, σημασία είχαν θέματα όπως ο ρυθμός και το timing του έργου, μαθήματα του Φιλοποίμενος Φίνου με τον οποίο κατά κύριο λόγο συνεργάστηκε στον κινηματογράφο.
Αναφερόταν στο «αόρατο βολτόμετρο» και το «εντασόμετρο» μέσω των οποίων όφειλε να μετρά κάποιος τα βολτ και την ένταση της κάθε σκηνής. Αυτό όντως ήταν ένα χαρακτηριστικό των έργων του, τα οποία φυσικά πότιζε με ισχυρότατες δόσεις μελοδράματος και υπερβολής.
Εκτός από δάσκαλός του, ο Φίνος ήταν εκείνος που του έδωσε την πρώτη ευκαιρία στον κινηματογράφο όταν το 1961 μετέτρεψε σε ταινία την πρώτη θεατρική επιτυχία του Φώσκολου «Ο θάνατος θα ξανάρθει», ένα αστυνομικό δράμα που σκηνοθετήθηκε από τον Ερρίκο Θαλασσινό σε σενάριο του συγγραφέα (έγραψε και άλλα έργα για το θέατρο). Με τον Φίνο θα συνεργάζονταν σε ταινίες που έγραψε για άλλους σκηνοθέτες (εκτός των άλλων οι «Αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη, «Πυρετός στην άσφαλτο» του Ντίνου Δημόπουλου και το υποψήφιο για το ξενόγλωσσο Οσκαρ «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη Γεωργιάδη), ή ταινίες που έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Φώσκολος. Τίτλοι βαρύγδουποι και πομπώδεις, όπως βαρύγδουπες, πομπώδεις και αδιανόητα λαϊκιστικές ήταν οι ίδιες οι ταινίες: «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» (1967), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968), «Ορατότης μηδέν» (1970), «Εν ονόματι του νόμου» (1970). Είναι ειρωνικό που η καλύτερη ταινία του, το «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», υπήρξε η λιγότερο επιτυχημένη, την ώρα που η χειρότερη, η «Υπολοχαγός Νατάσα», ανήκει στις πιο επιτυχημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου όλων των εποχών με 751.177 εισιτήρια Α’ προβολής μόνο στην Αθήνα!
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και εξαιτίας της τηλεοπτικής επέλασης ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να φθίνει, ο Νίκος Φώσκολος κατάλαβε ότι το ψωμί βρισκόταν πια στη μικρή και όχι στη μεγάλη οθόνη. Αδραξε την ευκαιρία και με τα εύσημα που είχε ήδη από τη λαϊκή απήχηση των ταινιών του βρέθηκε στην ΥΕΝΕΔ.
Η χρυσή επταετία


12 Οκτωβρίου 1971. Πρεμιέρα του σίριαλ κατασκοπείας «Αγνωστος πόλεμος», σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη και σενάριο Νίκου Φώσκολου. Ιστορίες κατασκοπείας με ήρωα τον συνταγματάρχη Βαρτάνη (ρόλος ζωής για τον Αγγελο Αντωνόπουλο), άνθρωπο-κλειδί στο γραφείο της αντικατασκοπίας στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τέσσερις ιστορίες συνολικής διάρκειας 226 σαρανταπεντάλεπτων επεισοδίων και ρεκόρ θεαματικότητας το 1971 με 92% τηλεθέαση (ποσοστό ως το 1974, 76%). Οι δρόμοι της Αθήνας άδειαζαν όταν ο «Αγνωστος πόλεμος» μεταδιδόταν και το κοινό, εθισμένο στη μελοδραματική χροιά της σειράς, άξονας της οποίας ήταν η προσωπικότητα του Βαρτάνη, δεν έδινε σημασία σε μια ξεκάθαρη προπαγάνδα της χούντας που μιλούσε για τη γενναιότητα και τον ηρωισμό των Ελλήνων σε μια εποχή που η δικτατορία των συνταγματαρχών τρομοκρατούσε τη χώρα. Αυτό το μεγαλείο της στρατιωτικής προπαγάνδας πάντως άνοιξε νέους δρόμους στον Φώσκολο που αργότερα θα ασχολούνταν (όχι με ισάξια επιτυχία) με ιστορικά ή κοινωνικά τηλεοπτικά δράματα της Κρατικής Τηλεόρασης, όπως η «Κραυγή των Λύκων», ο «Ρωμανός Διογένης» («Πορφύρα και αίμα») και το «Εν Τούτω Νίκα» που μάλιστα βραβεύθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη συμβολή του στο έργο και τους σκοπούς της Ορθοδοξίας! Αργότερα, στην ιδιωτική τηλεόραση ξανά βασιλιάς.

Η λανθασμένη πρόβλεψη
Σε μια συνέντευξη με αφορμή την ταινία του Πίτερ Γουίρ «Ζωντανή μετάδοση: The Truman Show», στην οποία ο Τζιμ Κάρεϊ υποδύεται έναν άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή είναι ο πρωταγωνιστής ενός τηλεοπτικού σόου χωρίς να το ξέρει, ρώτησα τον Νίκο Φώσκολο για το αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πραγματικότητα. Ηταν καθέτως αρνητικός κάνοντας λάθος στην πρόβλεψή του, αφού λίγα χρόνια αργότερα ήρθε το φαινόμενο των reality shows.
Πιστεύετε ότι η απευθείας μετάδοση της καθημερινής ζωής μιας πραγματικής οικογένειας θα ενδιέφερε το σημερινό τηλεοπτικό κοινό;

«Αν εννοούμε να βάλουμε έναν φακό και να παρακολουθούμε από κάποια τρύπα τη ζωή μιας καθημερινής οικογένειας, θα υπήρχαν τέτοια τεράστια κενά που θα ήταν αδιάφορη. Η αληθινή ζωή έχει μεγάλα κενά. Υπάρχουν ώρες που κάποιος απλώς διαβάζει ένα μυθιστόρημα ή που η άλλη κάθεται και πλέκει. Τι θα κάναμε τότε; Δεν θα το έβλεπε κανένας. Η συμπύκνωση που είναι η αρχική ανάγκη της δημιουργίας, συμπύκνωση γεγονότων σε χώρο και χρόνο, δεν μπορεί να υπάρξει εδώ, και αυτό θα ήταν καθοριστικό. Δεν θα βλεπόταν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ