Ο τίτλος προέκυψε με αφορμή ένα υποδειγματικό ποίημα του Καβάφη, δημοσιευμένο το 1911, χρονολογία κρίσιμη για την εξέλιξη της καβαφικής ποίησης και ποιητικής. Επιγράφεται «Τυανεύς Γλύπτης», προδηλώνοντας πως πρόκειται για επώνυμο τεχνίτη επώνυμης τέχνης. Το παρέθεσα ακέραιο στο Μονοτονικό της περασμένης Κυριακής, ελπίζοντας πως κάποιοι στο μεταξύ θα το φυλάξουν. Εδώ συνοψίζεται γυμνή η υπόθεσή του, μοιρασμένη, όπως έλεγα, σε τέσσερις ανισόστιχες στροφές:
Στην πρώτη στροφή ο Τυανεύς, εξονομάζοντας την καταγωγή του από τα Τύανα, αυτοσυστήνεται (μάλλον στη Ρώμη) ως έμπειρος αγαλματοποιός, αναγνωρισμένος από το ευρύ κοινό αλλά και από φιλότεχνους συγκλητικούς. Στη δεύτερη στροφή παρουσιάζει κάποια αξιόλογα συντελεσμένα έργα του: τη Ρέα, τον Πομπήιο, τον Μάριο, τον Αιμίλιο Παύλο, τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, τον Πάτροκλο (ολίγο θα τον ξαναγγίξω), διακρίνοντας κάπου στην άκρη μαρμάρινο το πρόπλασμα του Καισαρίωνα. Στην τρίτη στροφή επιμένει στον ασυντέλεστο ακόμη Ποσειδώνα του, υπογραμμίζοντας τη δυσκολία της πλαστικής αναπαράστασης των αλόγων που, ανάλαφρα, πρέπει να δείχνουν πως δεν πατούν στη γη, πετώντας πάνω στα νερά. Στην τέταρτη και τελευταία στροφή ομολογεί τη συγκίνηση και την αγάπη με την οποία δούλεψε (μια μέρα του καλοκαιριού θερμή) τον ιδανικό, ονειρικό του Ερμή.
Η επιμονή, απαρχής μέχρι τέλους του ποιήματος, στον κώδικα μιας επώνυμης τέχνης, ευνοεί, καταπώς έγραφα τις προάλλες, την αντιστροφή της ευδόκιμης «Τέχνης της Ποίησης» στην υποκείμενη «ποίηση της τέχνης» –εδώ της γλυπτικής. Υπονοώντας ότι στο παραδειγματικό αυτό ποίημα η συγκεκριμένη τέχνη αποτελεί προαπαιτούμενο και συνάμα παρεπόμενο της ποιητικής του σκηνοθεσίας, συστατικό επομένως της «έντεχνης ποίησης», την οποία υπερασπίζεται στο ακέραιο ο «Τυανεύς Γλύπτης».
Η προκείμενη αντιστροφή θα μπορούσε να μεταφερθεί και σε άλλα ομόλογα ζεύγη, αλλάζοντας λόγου χάριν «την τέχνη της πολιτικής» σε «πολιτική της τέχνης», και την «τέχνη της ζωής» σε «ζωή της τέχνης». Eτσι ανοίγει ο ορίζοντας μιας «έντεχνης πολιτικής» και (γιατί όχι;) μιας «έντεχνης ζωής». Aλλως καραδοκεί η ατεχνία και το χειρότερο: κυκλοφορεί η κακοτεχνία.
Ο Καβάφης, έχοντας έντονη την αίσθηση αυτού του κινδύνου, έδειχνε εργαστηριακή εμμονή, δουλεύοντας το κάθε ποίημα, ώσπου να γίνει σκεύος «έντεχνης ποίησης». Γεγονός που επιβεβαιώνεται και στην πολύχρονη κυοφορία του «Τυανέα Γλύπτη», που κράτησε δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια: η πρώτη χειρόγραφη δοκιμή εντοπίζεται στον Ιούνιο του 1893 (με τον δοκιμαστικό τίτλο «Γλύπτου Εργαστήριο»), η δεύτερη στον Νοέμβριο του 1903 (με μονολεκτική τώρα σήμανση: «του Γλύπτου»), και μόνον τον Μάρτιο του 1911, το ποίημα (αρτιωμένο πια) δημοσιεύεται με επώνυμο τίτλο «Τυανεύς Γλύπτης». «Πρόσωπο φανταστικό» κατά τον Γ. Π. Σαββίδη, συντηρώντας ωστόσο την καταγωγή του από τα Τύανα της Καππαδοκίας.
Iσως από παρεξήγηση όσων συνώνυμων στοιχείων περιέχονται στο ποίημα «Είγε ετελεύτα»: αναφορά στα Τύανα και στο πόνημα του Φιλόστρατου «Τα εις Τυανέα Απολλώνιον», ένθερμο οπαδό της πυθαγόρειας φιλοσοφίας, που έδρασε στις αρχές του πρώτου χριστιανικού αιώνα. Είμαι της γνώμης ότι περί αυτού πρόκειται και στο ομώνυμο ποίημα του Καβάφη, όπου ο Τυανεύς μεταμορφώθηκε σε άξιο τεχνίτη της γλυπτικής. Καλό παράδειγμα, που επικυρώνει την καβαφική μέθοδο της λοξής ανάγνωσης, ως τέχνημα και τέχνασμα της ποιητικής του τέχνης.
Η οποία εξάλλου ασκείται για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο ποίημα ως δείχτης έντεχνης ποίησης, παραπέμποντας τώρα στον ιλιαδικό Ποσειδώνα της δέκατης τρίτης ραψωδίας (στ. 23-31). Αισθάνομαι πως οι στίχοι της τρίτης στροφής για τα ποσειδώνια άλογα, πως χρειάζονται επίπονη πλαστική μελέτη, γιατί πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που / τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν φανερά / πως δεν πατούν στη γη, μον τρέχουν στα νερά, παραφράζουν τους επόμενους ιλιαδικούς στίχους (εδώ μεταφράζονται), περιγράφοντας υπέροχα το ένιππο ταξίδι του θαλασσινού θεού από τη δασωμένη Σαμοθράκη προς τον κάμπο της Τροίας, με ενδιάμεσο σταθμό στις Αιγές:
Οπου βαθιά μέσα στον κόλπο ήσαν χτισμένα / λαμπρά τα δώματά του –χρυσά, θαμβωτικά, ακατάλυτα. / Φτάνοντας στις Αιγές έζεψε ο θεός τα ωκύποδα άλογα στην άμαξα, / με χρυσαφένιες χαίτες στον λαιμό, στο χέρι του έπιασε, / καλά αρμοσμένο, το χρυσό καμτσίκι, ντύθηκε ο ίδιος στα χρυσά, / μετά στο αμάξι πήδηξε, κινώντας προς τα μπρος, /κόντρα στα κύματα. // Στο πέρασμά του τα δελφίνια ρίγησαν τριγύρω στον βυθό,/ αναγνωρίζοντας τον κύριό τους, άνοιγε η θάλασσα / χαρούμενη, τ’ άλογα άπιαστα πετούσαν, χωρίς να βρέχεται / στον άξονα ο χαλκός, καθώς, ανάλαφρα και γρήγορα, / τον πήγαιναν στων Αχαιών τα πλοία.
Αυτά για σήμερα. Φτάνουν, ελπίζω, και περισσεύουν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ