Την επιτυχημένη στρατηγική της αποεπένδυσης από μικρότερες σε σημασία Βαλκανικές αγορές στην κατάλληλη χρονική συγκυρία εξήραν στελέχη του ΟΤΕ στο περιθώριο της 61ης Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Τηλεπικοινωνιακού Ομίλου, που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη στο Μέγαρο του Αμαρουσίου.
Όπως τόνισαν, η αποχώρηση από τα Σκόπια έγινε με τίμημα 9 φορές τα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων κέρδη (EBIDTA), δηλαδη 190 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια η Cosmofon απώλεσε την αξία της, ενώ στη Σερβία. η Telekom Serbija επωλήθη σε καλή τιμή (380 εκατ. ευρώ) κι έπειτα η αξία της απομειώθηκε.
Αντίστοιχα, σημείωσαν η Hellas Sat που ελέγχει τον ομώνυμο δορυφόρο μεταβιβάστηκε με ικανοποιητικό τίμημα (208 εκατ. ευρώ), παρόλο που ο δορυφόρος διανύει τα τελευταία έτη λειτουργίας του, ενώ η Globul στη Βουλγαρία θεωρούνταν ότι τα επόμενα χρόνια θα έχανε την αξία της ως εταιρία και, έτσι συμπλήρωσαν ότι, ως εκ τούτου, το τίμημα των 717 εκατ. ευρώ ήταν εξαιρετικό.
«Κάνουμε επιλογές στο σωστό timing» μετέδιδαν την Τετάρτη στελέχη της εταιρίας και συμπλήρωναν ότι σε λίγα χρόνια ο ΟΤΕ θα είναι ελεύθερος από χρέη και θα μπορεί ελεύθερα να πουλά και να αγοράζει, στο πλαίσιο της στρατηγικής του. Ήδη, ο δανεισμός του ομίλου έχει μειωθεί εντυπωσιακά, τόνιζαν και υπογράμμιζαν ότι η απελευθέρωση από το δανειακό άχθος θα επιτρέψει στον ΟΤΕ να κάνει ισχυρότατο come-back στην αγορά μέσα από νέες επενδύσεις.
Νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί η 61η γενική συνέλευση του ΟΤΕ, κατά τη διάρκεια της οποίας, προκάλεσαν αίσθηση οι «εκρήξεις» μικρομετόχων, που κατηγορούσαν τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του Ομίλου, κ. Μιχάλη Τσαμάζ για εσφαλμένες επιλογές. Στην Συνέλευση συμμετείχαν μέτοχοι που διέθεταν 327 εκατ. μετοχές και το 66,76% του μετοχικού κεφαλαίου.
Ο κ. Τσαμάζ νωρίτερα είχε κάνει απολογισμό για το 2012, «μια χρονιά με μεγάλες προκλήσεις, αλλά και μεγάλες επιτυχίες για τον ΟΤΕ», όπως είπε και προέβλεψε ότι και το 2013 θα είναι δύσκολο. Όπως τόνισε η Ελλάδα διένυσε το πέμπτο έτος ύφεσης, «το ποσοστό ανεργίας άγγιξε το 27% του πληθυσμού και σχεδόν το 60% των νέων, ενώ οι περικοπές σε μισθούς και οι αυξήσεις στη φορολογία έπληξαν το διαθέσιμο εισόδημα», ενώ καθοδικές τάσεις έχουν καταγραφεί και στις υπόλοιπες οικονομίες της περιοχής.
Ο επικεφαλής του ομίλου στάθηκε στη μείωση των τελών τερματισμού, που αποτυπώθηκε έντονα στα έσοδα, ενώ μίλησε και για «τα αναχρονιστικής λογικής εμπόδια που επιμένει να ορθώνει η Ρύθμιση, ειδικά στη σταθερή στην Ελλάδα».
«Ύστερα από την εξαντλητική και άνευ ουσίας δοκιμασία αντοχών στην οποία μας υπέβαλε η ελληνική ρυθμιστική αρχή, λάβαμε για πρώτη φορά έγκριση να μειώσουμε τη διαφορά τιμής σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας για πακέτα double-play, επανακτήσαμε τη δυναμική μας στην αγορά του ADSL και καταφέραμε γι’ άλλη μια φορά να συμβάλουμε στην ανάπτυξη της ελληνικής ευρυζωνικότητας με το VDSL, που λανσάραμε στο τέλος του χρόνου» σημείωσε ο κ. Τσαμάζ.
Επίσης, στάθηκε στη μείωση του κόστους λειτορυγίας, τη συνέχιση των επενδύσεων, τη βελτίωση της εμπειρίας του πελάτη και τον εμπλουτισμό του τηλεοπτικού προϊόντος, ενώ έκανε ευρύτατη αναφορά στη μείωση του κόστους την τελευταία διετία, που έφτασε τα 600 εκατ. ευρώ.
«Οι σημαντικές προσπάθειες που καταβάλλουμε για να περιορίσουμε τις λειτουργικές δαπάνες θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα μόνο αν καταφέρουμε να μειώσουμε τη μεγαλύτερη δαπάνη μας, δηλαδή το κόστος μισθοδοσίας και παροχών» είπε ο κ. Τσαμάζ, αναφερόμενος στο πρόσφατο πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου, που έφερε εξοικονόμηση 80 εκατ. ευρώ κατ’ έτος.
«Οι ενέργειές μας στον τομέα του κόστους έχουν αρχίσει να αποδίδουν» είπε και τόνισε ότι στόχος είναι ο μετασχηματισμός του ΟΤΕ «σε μια σύγχρονη εταιρεία που μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας», ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις δύο συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπέγραψε ο όμιλος με τους εργαζομένους.
Παράλληλα, έκανε ευρεία αναφορά στην «καταπολέμηση» του χρέους, μέσα από τις πωλήσεις θυγατρικών, την αναδιάταξη του δανεισμού και την εξυπηρέτηση των δανείων. «Αυτή η σε βάθος αναδιάρθρωση του χρέους μας μάς επέτρεψε, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2013, να εκδώσουμε ομόλογα σταθερού επιτοκίου, ύψους 700 εκατ. ευρώ στις διεθνείς αγορές. Γίναμε έτσι η πρώτη εταιρεία από το 2011 που στράφηκε στις διεθνείς αγορές και κατάφερε να αντλήσει ένα τόσο σημαντικό ποσό, έμπρακτη απόδειξη της εμπιστοσύνης των επενδυτών στο έργο μας για την ισχυροποίηση των οικονομικών του ΟΤΕ τα προηγούμενα δύσκολα χρόνια, αλλά και αναγνώριση των προοπτικών των ελληνικών επιχειρήσεων» τόνισε ο κ. Τσαμάζ, σημειώνοντας ότι η χρονιά έκλεισε με καθαρό χρέος ύψους 2,9 δισ. Ευρώ, μειωμένο κατά 1 δισ. Ευρώ σε σχέση με το 2011.
Μάλιστα, επικαλέστηκε –μεταξύ άλλων- πρόσφατη αναφορά της Moody’s, σύμφωνα με την οποία, «η αξιολόγηση του ΟΤΕ θα ήταν 8 βαθμίδες παραπάνω αν δεν υποχρεωνόταν από την πολιτική της που ορίζει ότι η αξιολόγηση των εταιρειών δε μπορεί να έχει σημαντική απόκλιση από την αξιολόγηση των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται».
«Το 2013, δεν αναμένουμε σημαντική βελτίωση του λειτουργικού περιβάλλοντος και των τάσεων που επηρεάζουν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Εκτιμούμε ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κλάδος, καθώς και οι ρυθμιστικές πιέσεις, θα συνεχιστούν. Τα έσοδα και τα κέρδη μας θα επιβαρυνθούν εκ νέου από τις υποχρεωτικές μειώσεις των τελών τερματισμού που εφαρμόστηκαν τον περασμένο χρόνο ή θα εφαρμοστούν στο μέλλον» σημείωσε.
«Οι έντονες πιέσεις από τον ανταγωνισμό αναμένεται να επηρεάσουν τα έσοδά μας σε σταθερή και κινητή τηλεφωνία. Στο δύσκολο αυτό περιβάλλον, συνεχίζουμε ακάθεκτοι τη διαδικασία μετασχηματισμού του ΟΤΕ με στόχο να διασφαλίσουμε την μακροχρόνια βιωσιμότητά του και να τον καταστήσουμε αδιαμφισβήτητο ηγέτη στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών στις χώρες όπου δραστηριοποιείται» κατέληξε ο κ. Τσαμάζ.
Σημειωτέον ότι εκπροσωπώντας την ΟΜΕ-ΟΤΕ, κ. Βασίλης Λάμπρου πήρε τον λόγο και σημείωσε ότι οι εργαζόμενοι του ΟΤΕ έχουν βάλει πλάτη για να υποστηρίξουν την στρατηγική του Ομίλου και πρόσθεσε ότι η διοίκηση έχει εκλάβει αυτή την καλή διάθεση «ως αδυναμία και κάθε φορά ζητά και κάτι παραπάνω».
Επίσης, ο κ. Λάμπρου τόνισε ότι «δεν ταιριάζει σε αυτόν τον οργανισμό να έχει εργαζόμενους με 200, 300 και 400 ευρώ στα call center» και ζήτησε από την διοίκηση «δεν ικανοποιήσουμε και αυτούς τους συναδέλφους».