ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ της ΕΔΑ, ιδρυτής και πρόεδρος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της αντίστασης στο ανακτορικό πραξικόπημα του θέρους του 1965, ιδίως μέσα από τη δράση των «Λαμπράκηδων», οι οποίοι, κατά τις εβδομάδες οι οποίες ακολούθησαν την Αποστασία, αποτέλεσαν κύριο σώμα της οργανωμένης ενεργού λαϊκής αντίδρασης το καλοκαίρι του ΄65. Η αφήγησή του που ακολουθείπροέρχεται από το βιβλίο « Αξιος εστί »του εκδοτικού οργανισμού Π. Κυριακίδη, στο οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του στον Γεώργιο Π. Μαλούχο.

Το ΄64 έχουμε πλέον και τον θάνατο του Παύλου.

Πηγαίνω στη Μητρόπολη, ως βουλευτής, μαζί με τον Ηλιόπουλο. Μας έβαλαν ακριβώς στην πρώτη σειρά, όπου βρίσκονταν οι αντιπροσωπείες των κομμάτων. Ημασταν εμείς, η αντιπροσωπεία της ΕΡΕ και πλάι ήταν η κυβέρνηση, δηλαδή βρισκόμασταν στην ίδια γραμμή με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Εγώ ξεχώριζα, γιατί ήμουν ψηλός.

Το φέρετρο ήταν ακριβώς μπροστά μας. Ηταν τεράστιο, και μάλιστα το είχαν σε μια ψηλή εξέδρα.

Αφού μπήκαμε όλοι εμείς, μπαίνει βαρυπενθούσα η Φρειδερίκη με μια πλερέζα μέχρι κάτω, δεν φαινόταν καθόλου το πρόσωπό της.

Την κρατούσε αγκαζέ ο Κωνσταντίνος, ο γιος της, και πίσω ήταν οι πριγκίπισσες. Οι δυο τους προχώρησαν και πήγαν δεξιά από το φέρετρο.

Στάθηκε όρθιος ο Κωνσταντίνος και η Φρειδερίκη ξάπλωσε πάνω στο φέρετρο, ήταν πολύ θεατρική.

Ξάπλωσε και έμεινε ακίνητη πάνω στο φέρετρο. Οσο ήταν ξαπλωμένη η Φρειδερίκη και περιμέναμε να σηκωθεί, γιατί κάθησε πολλή ώρα έτσι, ο Κωνσταντίνος άρχισε να κοιτάζει το κοινό. Ξεκινάει από τον Παπανδρέου, βλέπει τον πρωθυπουργό, προχωρεί με το βλέμμα, βλέπει τον Κανελλόπουλο απαθής και σταματάει σε μένα. Τώρα όλος ο κόσμος έβλεπε ότι μένει σε μένα και με χαιρετάει. Δεν χαιρέτησε κανέναν άλλον, το φαντάζεσαι αυτό…

Αυτά τα μικροπράγματα είναι σημαδιακά. Με κοίταξε και ο Ηλιόπουλος τότε, μάλιστα την άλλη μέρα το σχολιάζαμε στην ΕΔΑ. Το έγραψαν και οι εφημερίδες, σου λέει «Ο μόνος που χαιρέτησε ήταν ο Θεοδωράκης»!

Εν τω μεταξύ τώρα αρχίζουν τα δύσκολα και για την κυβέρνηση του Παπανδρέου. Πρώτα απ΄ όλα η βασιλομήτωρ δεν είναι πλέον βασίλισσα Φρειδερίκη και δεν έχει την ασυλία, δηλαδή μπορεί ο καθένας να γράψει κάτι γι΄ αυτήν. Εγώ, ας πούμε, μπορούσα να πω ό,τι ήθελα γι΄ αυτήν, δεν θα έμπαινα στη φυλακή. Ομως ο Παπανδρέου κάνει ειδικό νόμο κι έγινε μεγάλη φασαρία στη Βουλή. Επεκτείνει την ασυλία στη βασιλομήτορα, που σημαίνει ότι μπαίνει πάλι στο απυρόβλητο, και εγώ, χάρη σε αυτόν τον νόμο του Παπανδρέου, τρώω τριάντα μήνες φυλακή, όταν με δίκασαν αργότερα, γιατί είπα ότι αυτή είναι η ηθική αυτουργός στη δολοφονία του Λαμπράκη. Αυτό είναι κάτι που προσμετράται στα «πλην» του Παπανδρέου, γιατί τότε είχε βγει με μια σημαία εναντίον του θρόνου.

– Τελικά ο Παπανδρέου ήταν εναντίον ή υπέρ του θρόνου;

«Ο λαός ήταν εναντίον του θρόνου, και έπρεπε να πάει με τον λαό».

– Ο ίδιος ήταν «παλατιανός»;

«Ε, όλη η αστική τάξη ήταν με την πλευρά του θρόνου. Βέβαια η Ενωση Κέντρου, ως παραδοσιακά φιλελεύθερη και βενιζελική, δεν ξεχνούσε τη διαμάχη Κωνσταντίνου – Βενιζέλου, αλλά οι νέες συνθήκες ήταν διαφορετικές. Εχουμε περάσει από τον Εμφύλιο Πόλεμο, όπου εκεί, απέναντι στον κομμουνισμό, ήταν ενωμένοι όλοι: επικεφαλής η Φρειδερίκη με τον Παύλο και από πίσω συστοιχισμένη η Ενωση Κέντρου και η τότε Δεξιά, το Λαϊκό Κόμμα. Τη Μακρόνησο την έφτιαξαν όλοι μαζί. Ενα διάστημα η Δεξιά, η “έξυπνη”, έβαλε τον Σοφούλη πρωθυπουργό στον Εμφύλιο Πόλεμο, δηλαδή αυτό σήμαινε στρατοδικεία… Ηταν ανακατεμένοι οι κεντρώοι και οι δεξιοί, εμείς ήμαστε οι εχθροί, μόνο η Αριστερά. Και μπορώ να πω ότι οι κεντρώοι, λόγω του ότι είχαμε και παλιές φιλίες, για μας ήταν χειρότεροι. Φαντάζεσαι να έχεις έναν στρατοδίκη κεντρώο ή να έχεις κάποιον της ΕΣΑ ή του Α2 κεντρώο; Με λίγα λόγια, δεξιοί και κεντρώοι ήταν μαζί, και μάλιστα οι κεντρώοι ήταν πιο φανατικοί εναντίον του κομμουνισμού.

»Και αυτά τα πράγματα τα λέω ξεκάθαρα, για να καταλήξω στο ότι, όταν το ΄65, μετά από ένα χρόνο, υπέβαλε την παραίτησή του, αυτό για μένα ήταν ένα πρόσχημα του Παπανδρέου, αφού πλέον δεν τα έβγαζε πέρα. Εκανε τόσα λάθη, και ο κόσμος πάγωσε. Αργότερα έκανε αυτό με τα βασιλικά αυτοκίνητα. Ενώ είχε βγει ο Τύπος ο δικός του και τον χτυπούσε, αυτός τα έδωσε όλα, όπως, για παράδειγμα, το βασιλικό αεροπλάνο του Κωνσταντίνου- γίνονταν σύμβολα όλα αυτά. Είχε αρχίσει να συνδιαλέγεται πλέον με τον θρόνο κάτω από διάφορες πιέσεις. Εμείς αναρωτιόμασταν ποιος τον πιέζει πιο πολύ. Τον πίεζε η Δεξιά ή οι βασιλικοί και αυτός πήγαινε προς τα εκεί; »Αυτά που λέω τώρα είναι το “κε ρασάκι”. Κάτω έβραζε ο κόσμος, διότι η οικονομική του πολιτική ήταν καταστροφική για τα λαϊκά στρώματα. Η κατάσταση είχε ξεφύγει τελείως. Η Αθήνα ήταν μια συνεχής διαδήλωση. Εβγαινε όλος ο κόσμος και διαδήλωνε εναντίον της Ενωσης Κέντρου για την οικονομική της πολιτική. Από εκεί και πέρα, είχαμε τον θρόνο, άρχιζαν οι διαμάχες ανάμεσα στους παπανδρεϊκούς και τους μητσοτακικούς, είχε γίνει πλέον έτσι η Ενωση Κέντρου, που ο Γέρος ανάσανε όταν υπέβαλε την παραίτησή του. Δηλαδή έβγαινε ένα μεγάλο βάρος, αφού δεν διοικούσε πια τον λαό… Ηταν μια απολύτρωση γι΄ αυτόν, έτσι νομίζω. Του ήρθε “κουτί” αυτό.

»Μπορούσε ο Παπανδρέου ο Γέρος, έχοντας πίσω του τις πλάτες του 64%-65% του ελληνικού λαού, όταν του είπε αυτά ο Κωνσταντίνος, να του πει “Αϊ στο διάολο, πάμε στη Βουλή” και να πάει στη Βουλή. Αυτή η παραίτησή του για μένα ήταν μια φυγή, φυγή προς τα μπρος. Εφυγε και γι΄ αυτό έμειναν κατάπληκτοι και οι κεντρώοι. Σου λέει “Μας εγκατέλειψαν”, όμως αυτός δεν διοικούσε πια. Διότι, όπως φάνηκε αργότερα, είχε έρθει ήδη σε ρήξη με τον Ανδρέα. Η πρώτη ρήξη που είχε με τον Ανδρέα ήταν το ΄64, όταν τον έκανε υφυπουργό και τον… παραίτησε. Το ότι βρήκαν, ας πούμε, μια ερωτική ιστορία για τον Ανδρέα ήταν πρόσχημα για μένα· δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. Γιατί πραγματικά ο Ανδρέας είχε αρχίσει να έχει μια πιο προοδευτική πολιτική. Ο Ανδρέας άρχισε να διαχωρίζεται, διότι- έχοντας το προοδευτικότερο κομμάτι της Ενωσης Κέντρου μαζί του, και τη νεολαία και τους μορφωμένους- καταλάβαινε ότι αυτό που κάνει ο πατέρας του είναι ότι από συντηρητικός γίνεται συντηρητικότερος. Ο διαχωρισμός του Ανδρέα από τον πατέρα του ήταν πολιτικός και μπορώ να πω ότι η κριτική που του έκανε ο Ανδρέας ήταν η κριτική η δική μας. Δηλαδή ο Ανδρέας δεν έβλεπε τα συνδικάτα που έβγαιναν έξω, τους εργαζομένους, τους αγρότες, τους φοιτητές; Δεν έβλεπε το μπάχαλο που γινόταν μέσα, δεν έβλεπε ότι, σιγά-σιγά, μέσα στο κόμμα του, τα πιο συντηρητικά στοιχεία άρχισαν να τον περικυκλώνουν τον πατέρα του και να τον οδηγούν σε μια όλο και πιο συντηρητική πολιτική; Δεν έβλεπε τη στροφή του προς τον Κωνσταντίνο και προς τη Φρειδερίκη; Και ο Ανδρέας διαχώρισε τη θέση του φέρνοντας μιαν οξύτατη αντίθεση, εσωτερική. Παρ΄ όλα αυτά ο Κωνσταντίνος έκανε αυτό το διάβημα, ας πούμε αυτό το επαναστατικό, το δικτατορικό, για να διώξει τον πρωθυπουργό του, αλλά μετά συνάντησε μια θύελλα και ήθελε να τα μαζέψει.

»Καλεί λοιπόν τους ηγέτες όλων των κομμάτων. Ο Πασαλίδης ήταν από τους πρώτους που κάλεσε. Ο Πασαλίδης, παρ΄ ότι ήταν της ΕΔΑ, είχε πάντα μια συμπεριφορά περίεργη: “Κωνσταντίνε”, του έλεγε, δεν τον έλεγε “βασιλιά”, “Κωνσταντίνε, κάνε οικουμενική”. Καλεί τον Μαρκεζίνη, “οικουμενική”, τον Στεφανόπουλο, το ίδιο».

– Συμφώνησαν όλοι;

«Ολοι συμφωνούν. Πάει ο Γεώργιος Παπανδρέου, συμφωνεί κι αυτός. Την επομένη το απόγευμα, νομίζω, ετοιμάζεται το διάταγμα για την οικουμενική, το γράφει ο γραμματέας του, δεν θυμάμαι ποιος. Παίρνει όμως ξαφνικά τηλέφωνο ο Γεώργιος Παπανδρέου και λέει: “Δυστυχώς, δεν υπογράφω”».

– Είχε μιλήσει με τον Ανδρέα;

«Ναι, τον δίνει στον Κωνσταντίνο ο ιδιαίτερός του και του λέει: “Μα, κύριε πρόεδρε, είπατε το «ναι». Τι μεσολάβησε;”. Και του λέει ο Γεώργιος Παπανδρέου: “Μεγαλειότατε, το χθες ήταν χθες και το σήμερα είναι σήμερα”. Και διαλύεται η οικουμενική. Κι όπως λένε, ο Ανδρέας δεν ήθελε την οικουμενική, ήθελε κρίση. Διότι ο Ανδρέας έβλεπε ότι, με αυτή την κρίση, ο πατέρας του θα έβγαινε κερδισμένος, γιατί είχε ήδη κατεβεί στο ναδίρ λόγω των σχέσεών του με τα Ανάκτορα. Τώρα λοιπόν, με την καθαρά αντιανακτορική του στάση, θα αναβαπτιζόταν πάλι στον λαό και θα γινόταν πάλι ο Γέρος της Δημοκρατίας. Αυτό όμως μας στοίχισε τη δημοκρατία. Διότι, αν υποτεθεί ότι έκαναν την οικουμενική όλοι μαζί, λογικά θα είχαμε μια πολύ πιο ομαλή πορεία.

»Το ΄64 λοιπόν γίνεται η κηδεία του βασιλιά Παύλου και αρχίζει όλος αυτός ο κύκλος που είπαμε ότι οδηγεί τελικά στη δικτατορία. Το ΄65 γράφω το μανιφέστο των Λαμπράκηδων, που είναι η θεωρητική τους βάση. Ακόμη και σήμερα αν το διαβάσεις, θα δεις ότι πολλά από τα σημερινά προγράμματα του ΚΚΕ και του ΠαΣοΚ ήταν από την εποχή εκείνη, αλλά, τότε, ήταν τόσο προοδευτικά, που τα κόμματα δεν τα δέχτηκαν. Ούτε η ΕΔΑ το δέχτηκε αυτό, οι Λαμπράκηδες όμως το είχαν σαν ευαγγέλιο.

»Εντωμεταξύ ο Κωνσταντίνος, ως βασιλιάς, άρχισε να γίνεται όλο και πιο αντιδραστικός, να περιστοιχίζεται από διάφορα “περίεργα” πρόσωπα, και φυσικά μπήκαν στο στόχαστρο οι Λαμπράκηδες και εγώ προσωπικά. Στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, Πρωτοχρονιά του ΄65, εμένα με ονομάζει “εθνικό μίασμα”, ρητά. Και τότε καλεί τον Παπανδρέου και του λέει: “Θέλω να διαλυθούν οι Λαμπράκηδες”. Και απαντάει ο Γεώργιος Παπανδρέου: “Θα κάνω ό,τι μπορώ, μεγαλειότατε”. Αυτή ήταν η στιχομυθία και τότε άρχισαν να γίνονται διάφορα. Αυτό έγινε το ΄65· αρχίζει άσχημα το έτος αυτό, τότε αρχίζει η απαγόρευση στους μαθητές να ανήκουν στους Λαμπράκηδες».

– Δηλαδή, ο Παπανδρέου είπε «Θα κάνω ό,τι μπορώ» και οι Λαμπράκηδες, μετά από λίγους μήνες, ήταν αυτοί που βγήκαν στον δρόμο για τον Παπανδρέου, που τον είχε ρίξει ο Κωνσταντίνος; Να πω «Καλά να πάθετε!»;

«Ακριβώς, σου είπα, είναι πολιτική αυτή. Εμείς, όμως, δεν πήγαμε τότε για τον Παπανδρέου, πήγαμε εναντίον του θρόνου. Εχει διαφορά το ένα με το άλλο. Τώρα, αν τελικά αυτός- χάρη στον ελιγμό που έκανε- επωφελήθηκε, εκ των υστέρων βέβαια, και κυρίως ο Ανδρέας, εμείς νιώθουμε ότι σωστά πράξαμε. Εκείνη τη στιγμή τι να κάναμε δηλαδή; Να πούμε “Καλά έκανες, Κωνσταντίνε, και τον έδιωξες” και να δεχτούμε όλο αυτό που έγινε; Εγώ, που πρωτοστάτησα σε αυτό το χτύπημα κατά της Αποστασίας, βλέπω τώρα ότι χωρίς τη Νεολαία Λαμπράκη δεν θα γίνονταν όλες αυτές οι μεγάλες κινητοποιήσεις. Επί εβδομήντα μέρες κατεβαίναμε συνεχώς στον δρόμο.

«Εκ των υστέρων, ψύχραιμα, μπορεί να πει κανείς ότι ήταν λάθος αυτό. Επρεπε η ΕΔΑ να είναι πιο συγκρατημένη. Ναι μεν να χτυπήσει, αλλά να έχει και μια “πισινή”. Αυτό που είπε αργότερα ο Πασαλίδης, ότι η αποστασία τελικά ήταν αποστασία εναντίον της οικογένειας Παπανδρέου, εναντίον του Παπανδρέου και όχι εναντίον της δημοκρατίας, όπως εμφανίστηκε, έδειξε ότι εμείς- δυστυχώς- παίζαμε δεύτερο παιχνίδι και πέσαμε μέσα στη λούμπα. Εμένα με παρέσυρε το πάθος και το μένος που είχα εναντίον του θρόνου.

»Ημουν Μακρονησιώτης εγώ, στη Μακρόνησο τα στέμματα είχαμε απέναντί μας. Μας έλεγαν: “Φώναξε ΄Ζήτω ο βασιλεύς΄”. Οταν εμένα το 1965 με λιντσάρανε μέσα στο πανεπιστήμιο, ήρθε ένας λοχαγός με στολή, έβαλε το όπλο του στον κρόταφό μου- ήταν γύρω-γύρω όλοι συγκεντρωμένοι- και είπε “Φώναξε ΄Ζήτω ο βασιλεύς΄”. Ηταν έτοιμος να με σκοτώσει. Το “Ζήτω ο βασιλεύς” για μένα μπήκε μέσα στο αίμα μου, δεν το ξέχασα ποτέ. Αυτοί ήταν οι χειρότεροι εχθροί μου και εγώ δεν ήμουν το άκρον άωτον του πολιτικού. Ερασιτέχνης ήμουν στην πολιτική. Η πολιτική για μένα ήταν η πολιτική των αγώνων. Αλλο είναι η πολιτική μέσα στα κόμματα. Και εκεί ήμουν βουλευτής, πιο πολύ όμως ήμουν αγωνιστής. Αλλά οι άνθρωποι που ήταν μέσα στην πολιτική, έμπειροι, δεν έπρεπε να σκεφτούν ότι εδώ παίζονταν παιχνίδια και να πουν “Προσοχή, εμείς, η Αριστερά, δεν πρέπει να είμαστε αγκαζαρισμένοι από εδώ κι από εκεί”;

»Οταν έγινε τελικά η μεγάλη συγκέντρωση του Γεωργίου Παπανδρέου, με είχε πάρει ο ίδιος στο τηλέφωνο και με ρώτησε: “Μίκη, θα έχω κόσμο;”. Του λέω: “Ενα εκατομμύριο”. Εγώ του την οργάνωσα – καλά να πάθω, όπως λες!-, αλλά εγώ ήμουν αυθόρμητος, είχα αυτό το μένος για το παλάτι. Ομως οι άλλοι πολιτικοί; Αλλο θέμα, πάμε παρακάτω»!

«ΟΤΑΝ ΠΗΓΑ ΝΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΩ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ»

– Η Δεξιά εκείνο τον καιρό πώς συμπεριφέρθηκε στις μέρες της Αποστασίας; Κάθησε απλώς πίσω και περίμενε να δει πώς πάνε τα πράγματα;

«Θα έλεγα ότι πιο πολύ ήταν παρατηρητής, γιατί τη δουλειά της την έκαναν άλλοι, ήταν ευχαριστημένη. Εκείνο πάντως που μου είπε ο Κανελλόπουλος, και είναι γνωστό σήμερα και στη Νέα Δημοκρατία, ότι του έσωσα τη ζωή, δεν είναι υπερβολή, διότι ο Κανελλόπουλος έκανε μια αστοχία. Καθώς ήταν διανοούμενος και δεν ήξερε τους κινδύνους, βγαίνει μέσα σε ένα καμίνι ανθρώπων που ήταν κάθε μέρα στις διαδηλώσεις, όλοι αυτοί οι ένθερμοι νεολαίοι, οι δικοί μας».

– Τι έκανε;

«Πήγε να περάσει, να πάει με τα πόδια μέσα στο χαμό. Κάπου πήγαινε, ίσως και στη “Μεγάλη Βρετανία”. Μπροστά στο Κοινοβούλιο γινόταν χαλασμός κόσμου και μου λένε εμένα (εγώ έβγαινα από τη Βουλή): “Είναι ο Κανελλόπουλος”. »Πήγαιναν να τον λιντσάρουν τον Κανελλόπουλο μπροστά στη “Μεγάλη Βρετανία”, ήταν έξαλλοι. Τον είχαν πιάσει και τον κακοποιούσαν ήδη. Αυτό έγινε μέσα στα Ιουλιανά. Οταν μου είπαν ότι κάποιον ξυλοκοπούν, εγώ δεν ήξερα ότι επρόκειτο για τον Κανελλόπουλο, αλλά οποιοσδήποτε και να ήταν το ίδιο θα έκανα. Ετρεξα λοιπόν και την τελευταία στιγμή βλέπω έναν άνθρωπο που τα είχε τελείως χαμένα, ήταν σαν τρελός. Δηλαδή ο Κανελλόπουλος είδε τον θάνατο με τα μάτια του! Τον αγκαλιάζω, και αμέσως όλοι οι άλλοι παραμέρισαν… Ενιωθε ότι είναι αθώος, ότι δεν έχει σχέση με τους αποστάτες, και βγήκε να πιει τον καφέ του.

»Η Δεξιά όμως εισέπραττε όλο το πανηγύρι που γινόταν μέσα… Δηλαδή, διαλυόταν η δημοκρατία, διαλυόταν το Κοινοβούλιο και ερχόταν μια αναμπουμπούλα, και η Δεξιά καθόταν και περίμενε στη γωνία».

– Εσείς μιλούσατε με τον Μητσοτάκη εκείνη την εποχή; Τον είχατε γνωρίσει στη Βουλή πριν από την Αποστασία; Δύο κρητικοί πανύψηλοι, είχατε ανταλλάξει κουβέντα;

«Ημαστε κρητικοί βουλευτές, πολλές φορές πήγαμε στα Χανιά ως Κρήτες και ήμαστε μαζί σε τραπέζια. Δεν μου απηύθυνε ποτέ τον λόγο, δεν με χαιρετούσε ο Μητσοτάκης. Μια φορά μέσα στη Βουλή, τότε με τον Γαρουφαλιά, που πήγα να διαπληκτιστώ πάλι για το πτώμα του Πέτρουλα, επειδή τότε το ξύλο ήταν συνηθισμένο μέσα στη Βουλή, ήταν τόσο φοβερός, τόσο υβριστικός, που έφυγα από τα έδρανα και πήγα και του μιλούσα μπροστά του. Χτυπούσαν τα κουδούνια, μου πέταξε φαίνεται μια πολύ χτυπητή ύβρη και πήγα προς αυτόν να του δώσω κανένα χαστούκι, επειδή με έβριζε. Από πάνω αυτός και εγώ από κάτω από τα έδρανα των υπουργών, και τότε ήρθαν και με έπιασαν οι δύο κρητικοί φρουροί του Μητσοτάκη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ