ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ίσως για τη μοναδική περίπτωση ελληνικού προϊόντος που κατοχυρώθηκε διεθνώς ως ιδιαίτερο προϊόν με την εμπορική του επωνυμία. Το «Γνήσιον Μεταξά» πλησιάζει τα 120 χρόνια ζωής. Η ονομασία του – αν και σήμερα ανήκει σε πολυεθνικό όμιλο – παραπέμπει στις απαρχές της εκβιομηχάνισης του ελλαδικού χώρου και ίσως στην πιο αξιόπιστη αφετηρία της, τον Πειραιά. Η καταγωγή της οικογένειας Μεταξά είναι αμφισβητούμενη, αν και η εμπορική της διαδρομή αρχίζει από τη Χαλκίδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Προτού τα τρία από τα δώδεκα παιδιά του Αγγελή Μεταξά, οι Σπύρος, Ηλίας και Αλέξανδρος, δημιουργήσουν τη γνωστή ποτοποιία, δοκίμασαν την τύχη τους και σε άλλες εμπορικές δραστηριότητες, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Η απήχηση που είχε στις ξένες αγορές εκείνης της εποχής το περίφημο «Μεταξά» είναι εξαιρετική. Η αμερικανική «ποτοαπαγόρευση» της δεκαετίας του 1920 στοίχισε στην εταιρεία την αγορά των ΗΠΑ, η Μικρασιατική Καταστροφή στοίχισε την τουρκική αγορά, λίγο νωρίτερα οι βαλκανικοί πόλεμοι το ίδιο, όπως και η ρωσική επανάσταση του 1917. Ωστόσο η πολύ γρήγορη εντυπωσιακή επιτυχία της «βιομηχανικής κονιακοποιίας Σ. και Η. και Α. Μεταξά» έγινε παράδειγμα προς μίμηση στη δεκαετία του 1920 και για άλλους «Μεταξάδες» να ασχοληθούν με την ποτοποιία, με αποτέλεσμα τις ενδοοικογενειακές έριδες, που συχνά οδηγούνταν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Οι διαμάχες έκλεισαν οριστικά το 1962. Η εταιρεία άλλαξε χέρια μόλις έκλεισε τα 100 χρόνια λειτουργίας της. Το 1989 μεταβιβάστηκε στην τότε Grand Metropolitan. Σήμερα και έπειτα από αρκετές ανακατάξεις στη διεθνή αγορά των αλκοολούχων ποτών, η εταιρεία ανήκει στον γαλλικό πολυεθνικό όμιλο Remy Cointreau.


Η κυρία Ελπίδα Βόγλη σε μελέτη της, που πρόκειται να εκδοθεί από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) με βάση το οικογενειακό αρχείο, αναφέρει: «Το πρώτο πρόσωπο της οικογένειας που εμφανίζεται στο αρχείο είναι o Αγγελής Μεταξάς του Δημητρίου, μόνιμος κάτοικος Χαλκίδας στα μέσα του 19ου αιώνα, ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού στην τοπική αγορά και μιας οικίας με το γύρω οικόπεδό της στην ενορία του Αγίου Δημητρίου. Ο πατέρας της πολυμελούς οικογένειας των εμπορομεσιτών και κατόπιν ιδρυτών του εργοστασίου κονιάκ στον Πειραιά, κατά μία προφορική παράδοση που κληροδοτήθηκε στους απογόνους του, δεν ήταν γηγενής κάτοικος της Εύβοιας αλλά μέτοικος στην περιοχή από τα χρόνια της Επανάστασης με καταγωγή είτε από την Κωνσταντινούπολη είτε από τα Ψαρά. Για την προσέλευση κατοίκων της Κωνσταντινούπολης στην Εύβοια κατά τη διάρκεια του Αγώνα ή αμέσως μετά την ένταξή της στο αρτισύστατο κράτος δεν υπάρχουν μαρτυρίες. Αντίθετα, είναι γνωστή και πολυσυζητημένη η μαζική συρροή Ψαριανών στην Εύβοια κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το τέλος του Αγώνα της Ανεξαρτησίας».


* Αλλαγή ονόματος


Και προσθέτει: «Μια δεύτερη προφορική παράδοση, που σώζεται και πάλι μεταξύ των απογόνων της οικογένειας, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την αναζήτηση στοιχείων σχετικά με την καταγωγή της. Η παράδοση αυτή θέλει τον Αγγελή να μεταβάλλει το επώνυμό του – ίσως τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα – από Βρούλ(λ)ος σε Μεταξάς λόγω της εντατικής ενασχόλησής του με το εμπόριο της μετάξης. Με βάση τα αρχειακά κατάλοιπα του αρχόμενου 19ου αιώνα η αλλαγή του οικογενειακού ονόματος ενός ατόμου είναι μάλλον ανέφικτο και να επιβεβαιωθεί αλλά και να καταρριφθεί».


Στην ίδια μελέτη αναφέρεται: «Στα μέσα του αιώνα η εταιρία του Αγγελή Μεταξά συναλλασσόταν με γνωστούς μεγαλέμπορους της Ερμούπολης και πιστωτές του εκεί υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας. Ανάμεσα στους προμηθευτές του που καταγράφονται στο καθολικό των κινήσεών του συγκαταλέγονταν άνδρες όπως οι αδελφοί Καλουτά, ο Πέτρος Ράλλης, ο Μιχαήλ Σαλβάγος, ο Μιχαήλ Γαλάτης, οι Μπενάκης και Μηταράκης, ο Κωνσταντίνος Κατλάς, ο Γεώργιος Διαμαντίδης και αρκετοί άλλοι. Από αυτούς προμηθευόταν σε σχετικά μικρές ποσότητες μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων: μεταξωτά υφάσματα, κορδέλες και κορδόνια, διάφορα άλλα υφάσματα και είδη ραπτικής. Τα προϊόντα αυτά διοχέτευε στην τοπική αγορά από το κατάστημά του στην κεντρική αγορά της πόλης, το οποίο προφανώς δεν ήταν απλώς παντοπωλείο, δηλαδή εμπορικό κατάστημα τροφίμων και ποτών».


Ο Αγγ. Μεταξάς πέθανε το 1871 αφήνοντας πίσω του δώδεκα παιδιά, εννέα γιους και τρεις κόρες. Ο μεγαλύτερος όλων ήταν ο Νικόλαος. Και τον Ιούνιο του 1872, την επομένη του θανάτου του Αγγελή, ως ενήλικοι συνιδιοκτήτες της ομόρρυθμης εταιρείας «Αδελφοί Α. Μεταξά» παρουσιάστηκαν στο μαγαζί του, ενώπιον συμβολαιογράφου, για να ορίσουν τους πληρεξουσίους τους, άλλοι πέντε γιοι του: ο Σπύρος, ο Κωνσταντίνος, ο Αλέξανδρος, ο Ηλίας και ο Γρηγόρης.


* Η πρώτη περίοδος


Η περίοδος από το 1872 ως και το 1888 είναι το πρώτο δοκιμαστικό στάδιο των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών της οικογένειας. Σε αυτό το διάστημα των 16 χρόνων δοκιμάζονται αρκετές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τόσο στη Χαλκίδα όσο και στον Πειραιά.


Αυτό το διάστημα, «συνέπεσε με τη μετάβαση της ελληνικής βιομηχανίας από την «απογείωση» στην «επιβράδυνση». Γενικότερα θα λέγαμε ότι συνέπεσε με τις απαρχές του αστικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα, επρόκειτο για τους πρωτοφανείς για τα ελληνικά δεδομένα χρόνους της πολυκομματικής αστάθειας, που κατέληξαν, μετά τον θάνατο τριών κομματικών αρχηγών στα τέλη της δεκαετίας του 1870, στην παγίωση του δικομματισμού και στην επικράτηση του εκσυγχρονιστικού και εκβιομηχανιστικού προγράμματος που υποστήριζε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Την περίοδο αυτή η οικονομία του ελληνικού βασιλείου παρουσίαζε μια σταδιακή εξελικτική πορεία που διακόπηκε αρκετές φορές από κρίσεις και φάσεις στασιμότητας. Οι συναπτές επιστρατεύσεις της εποχής, για πρώτη φορά κατά την κρίση του Ανατολικού Ζητήματος τη διετία 1875-1876 και έπειτα στα 1885-1886, καθώς και οι μεγάλες δαπάνες πολεμικών προετοιμασιών, επιβάρυναν σοβαρά τον ήδη προβληματικό κρατικό προϋπολογισμό, οδηγώντας ενίοτε την οικονομική ζωή της χώρας σε πολύμηνη παράλυση».


Το καλοκαίρι του 1873 ο Σπύρος Μεταξάς – παίρνοντας 17.000 δρχ., το μερίδιο που του αναλογούσε από την οικογενειακή περιουσία – αποσύρθηκε από την εταιρεία «Αδελφοί Α. Μεταξά» και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Εκεί «ο Σπύρος ξεχώρισε τον πρώτο του συνέταιρο, τον αιγινήτη Αντώνιο Β. Παππαλεονάρδο, και έτσι προσέθεσε στον κύκλο των συνεργατών της οικογένειας την ομόρρυθμη εταιρία αποικιακού εμπορίου «Παππαλεονάρδος και Μεταξάς». Η εταιρεία του Σπύρου με τον Παππαλεονάδρο ιδρύθηκε στις 4 Αυγούστου 1873 και διαλύθηκε στις 30 Αυγούστου 1875». Αλλά «γι’ αυτόν η συνεργασία με τον Παππαλεονάρδο φαίνεται ότι ήταν ένα μέσο για τη μύησή του στους κύκλους του αναπτυσσόμενου τότε Πειραιά και κυρίως στο αποικιακό εμπόριο. Τα λεγόμενα «αποικιακά» είδη είχαν μεγάλη ζήτηση και αναπόφευκτα προσείλκυαν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των φιλόδοξων ελλήνων εμπόρων». Παράλληλα όμως η εταιρεία «Παππαλεονάρδος και Μεταξάς» είχε αποφέρει στον Σπύρο αύξηση του αρχικού κεφαλαίου του τουλάχιστον κατά 44% σε διάστημα δύο ετών.


Αξίζει να σημειωθεί ότι «μέχρι το 1888 και τον επίσημο συνεταιρισμό του με έναν αδελφό, τον Ηλία, στο μαγαζί του προσκλήθηκαν και εργάστηκαν όλοι σχεδόν οι αδελφοί, με σκοπό μεταξύ άλλων να εξεταστούν οι προϋποθέσεις συνεργασίας για ένα τέτοιο εγχείρημα. Είναι αδιαμφισβήτητο, επομένως, ότι από νωρίς όλοι οι αδελφοί αποδέχονταν τον Σπύρο ως αρχηγό των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και τον Πειραιά ως τον τόπο που υποσχόταν την πρόοδο και την ευημερία της οικογένειας. «Συ τώρα είσαι εις θέσιν να μας ειπής τι πρέπει να κάμωμεν, καθότι και όσα μας είπες όλα τα εδέχθημεν και απεφασίσαμεν όπως εσύ ενέκρινες καλόν διά το συμφέρον μας· τώρα λοιπόν πάλιν σου λέγω και επαναλαμβάνω (…) είσαι εις θέσιν με τα άνωθεν κεφάλαια να κάμης τον κύκλον Σου αυτόθι; Ναι ή όχι; Συ είσαι εις θέσιν να αποφασίσης· ό,τι θέλης να πράξης, ήμεθα σύμφωνοι», έγραφε σε επιστολή του προς τον Σπύρο ο Νικόλαος».


* Οι πολιτικοί φίλοι


Μεταξύ των πιστών πολιτικών φίλων των Μεταξά, και κυρίως του Σπύρου, ξεχώριζαν ο δικηγόρος στις εμπορικές υποθέσεις τους, βουλευτής Χαλκίδας, υπουργός και στις αρχές του 20ού αιώνα πρωθυπουργός, Νικόλαος Π. Καλογερόπουλος, καθώς και ο θείος του, επίσης βουλευτής Χαλκίδας και υπουργός, Βασίλης Βουδούρης, συνιδιοκτήτες του Μαντουδίου και ισχυροί οικονομικοί παράγοντες της Εύβοιας. Την εποχή αυτή μάλιστα το μαγαζί του Σπύρου, στο οποίο απασχολούνταν συστηματικά δύο αδελφοί του, ο Ηλίας και ο Αλέξανδρος, συγκαταλεγόταν στις επιτυχημένες επιχειρήσεις του Πειραιά, αφήνοντας κέρδη για παράλληλες επενδύσεις και τροφοδοτώντας τις αναζητήσεις και τις φιλοδοξίες του Σπύρου για επεκτατικά σχέδια.


Το 1888 δημιουργείται ο «βιομηχανικός οίκος κονιακοποιίας Σ. και Η. και Α. Μεταξά», όπως καταγράφεται στο «Πανελλήνιο Λεύκωμα Ελληνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921» (Αθήνα 1923), ο οποίος από τότε έμελλε να διαδραματίσει έναν ξεχωριστό ρόλο τόσο στην ελληνική ποτοποιία όσο και στη διεθνή αγορά των ποτών.


Οι εσωτερικές διαμάχες


Μια ιδιαίτερη σελίδα της οικογενειακής ιστορίας αποτελούν οι εσωτερικές διαμάχες για το εμπορικό σήμα «Μεταξά», δεδομένου ότι με την ποτοποιία ασχολήθηκαν και άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας των «Μεταξάδων». Και τούτο διότι τα τρία αδέλφια, ιδρυτές της ποτοποιίας, οι Σπύρος, Ηλίας και Αλέξανδρος Μεταξάς, είχαν κατοχυρώσει το επώνυμό τους ως εμπορικό σήμα. Οι διαμάχες κρατούν περίπου 40 χρόνια και σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οδηγούνται στις αίθουσες των δικαστηρίων και σε άλλες κλείνουν με συμβιβασμό. Αρχίζουν μετά το 1924, όταν την επιχείρηση αναλαμβάνουν οι απόγονοι του Σπύρου Μεταξά, και τελειώνουν το 1962, με την εξαγορά μιας «συγγενικής» ομώνυμης ποτοποιίας. Το 1928 τα νέα αφεντικά της ποτοποιίας ήλθαν σε συνεννόηση με τους γιους του Γρηγόρη Μεταξά – ένας ακόμη από τα δώδεκα αδέλφια – που είχαν την εταιρεία Υιοί Γρηγόρη Μεταξά και Σία. Οι σφοδρότερες όμως αντιπαραθέσεις γίνονται με τον Ηλία, γιο του Αλέξανδρου Μεταξά, που είναι ο κυριότερος ανταγωνιστής τους, οι οποίες όμως κλείνουν το 1962, όταν εξαγοράζεται η ανταγωνίστρια εταιρεία.


Με 100.000 δρχ. το πρώτο εργοστάσιο στον Πειραιά



Ηταν το 1885 όταν ο Σπυρίδων Μεταξάς, σε ηλικία 37 ετών, ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια – είχε γεννηθεί το 1848 -, με κεφάλαιο 100.000 δρχ., αποφάσισε να δημιουργήσει στον Πειραιά το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής κονιάκ «εκ καθαρού αποστάγματος σταφυλής». Πράγματι «δι’ ατρύτων κόπων συνοδευομένων υπό του εμφύτου αυτώ δαιμονίου εμπορικού πνεύματος κατώρθωσεν ουχί μόνον να προαγάγη τα προϊόντα του, αλλά και τελείως να επιβληθεί, ως αψευδώς μαρτυρούσι τα απονεμηθέντα τω Οίκω Σ. και Η. και Α. Μεταξά διπλώματα». Και το 1888 άρχισε η παραγωγή.


* Τα τρία αδέλφια


Αρχικώς στην επιχείρηση ήταν οι δύο αδελφοί, οι Σπυρίδων και Ηλίας, και πέντε χρόνια αργότερα, το 1893, προστέθηκε και ο τρίτος, ο μικρότερος, ο Αλέξανδρος Μεταξάς. Η νεαρή και πρωτότυπη βιομηχανία «κονιακοποιίας», όπως λεγόταν τότε, δεν άργησε να κερδίσει τις προτιμήσεις των καταναλωτών της εποχής εκείνης. Οι επιδόσεις της δεν περιορίζονται στην ελληνική αγορά. Το νέο προϊόν αρχίζει να ταξιδεύει στη μία μετά την άλλη ξένη αγορά. Πρωτίστως στις χώρες όπου υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί. Δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της επεκτείνεται στη Ρωσία και δημιουργεί δεύτερο αποστακτήριο στην Οδησσό, και το 1895 σειρά έχει η Κωνσταντινούπολη, όπου δημιουργείται το τρίτο αποστακτήριο.


Τα όσα αναφέρονται στο προαναφερόμενο «Πανελλήνιο Λεύκωμα» είναι χαρακτηριστικά: «Η Τουρκία και η Αίγυπτος παρέσχον προθύμως τας αγοράς των προς κατανάλωσιν των θαυμασίων Ελληνικών προϊόντων του Οίκου Μεταξά. Ο εκεί Ελληνισμός εδέχθη το εθνικό προϊόν μετά χαράς, το οποίον εθεώρησαν οιονεί ως σύνδεσμον μετά της μητρός Ελλάδος των εν διασπορά ή δουλεία τέκνων της. (…)


Αλλος εθνικός παράγων ο Γεώργιος Αβέρωφ εν τη χρυσοφόρω εριβώλακι χώρα του Νείλου αναπληρών διά της επιβολής του πολλούς προξενικούς πράκτορας ειργάσθη συντόνως διά τα άξια πάσης υποστηρίξεως Ελληνικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων την πρώτην θέσιν κατείχον τα του Οίκου Μεταξά. Μετά την Αίγυπτον, η Παλαιστίνη και η Συρία εγένοντο μεγάλοι καταναλωταί, είτα οι εν Ρουμανία Ελληνες και τέλος η Μεγάλη Αρκτος του Βορρά, η Ρωσία, από του 1900 εδέχθη την εισαγωγήν του Κονιάκ, ήτις εξελίχθη εις πρώτης τάξεως αγοράν και κατανάλωσιν μέχρι της εποχής του φοβερού Πανευρωπαϊκού πολέμου, οπότε διεκόπη η εξαγωγή.


Το επιστέγασμα όμως της εξωτερικής καταναλώσεως υπήρξεν η Αμερική, ήτις απέβη η μεγίστη των αγορών του Κονιάκ Σ. και Ηλ. και Α. Μεταξά, εκεί ο Ελληνισμός έδειξεν ακόμη μίαν φοράν πόσον μεγάλη δύναμις είναι, εγκολπωθείς και επιβαλών το ελληνικόν προϊόν εις αυτούς τους Αμερικανούς μη δυνάμενοι να αμφισβητήσωσι την αρίστην αυτού ποιότητα. Απόδειξις τούτου είναι ότι η εκεί εισαγωγή κατά το 1916 ανήλθεν εις 36.000 κιβώτια».


Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα από τα θύματα της περίφημης αμερικανικής ποτοαπαγόρευσης ήταν, όπως είναι φυσικό, και οι εισαγωγές του «Μεταξά». Αυτό δεν τους πτόησε και η εταιρεία στρέφεται σε άλλες αγορές, όπως η Αφρική, η Ινδία, η Περσία και η Αυστραλία. Το 1909 ο ιδρυτής του «Οίκου Μεταξά» πεθαίνει και τη θέση του αναλαμβάνει η χήρα του, Δέσποινα Μεταξά. Λίγα χρόνια αργότερα αποβιώνει και ο Αλέξανδρος και τον διαδέχεται επίσης η χήρα του, Αγγελική.


Ο Αγγελος Μεταξάς τελείωσε τη Νομική και ανακηρύχθηκε το 1913 διδάκτορας. Μάλιστα το 1917 εξελέγη μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών και το 1919 μέλος της διοικούσας επιτροπής του Εμπορικού Επιμελητηρίου Πειραιώς. Το 1920 η διαδοχή έχει ολοκληρωθεί και τα πέντε παιδιά του Σπ. Μεταξά αναλαμβάνουν πλέον ολόκληρη την ομόρρυθμο βιομηχανική επιχείρηση. Πρόκειται, εκτός από τον Αγγελο, για τον Ανδρέα, τον Γεώργιο, τη Θηρεσία και την Αγγελική.


Ο Α. Μεταξάς απέκτησε στενούς δεσμούς με την Ισπανία και τιμήθηκε με αρκετά μετάλλια, ενώ διετέλεσε και επίτιμος πρόξενος της Ισπανίας στη χώρα μας. Υπήρξε επίσης προμηθευτής της βασιλικής Αυλής.


Το «μυστικό» της παρασκευής του ποτού ήταν η πρόσμειξη ποικιλιών και η προσθήκη σε κάθε βαρέλι μικρής ποσότητας παλαιού αποστάγματος. Στις 11 δεκαετίες της ζωής της η εταιρεία κατόρθωσε να αποσπάσει πολλές διακρίσεις, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της λειτουργίας της.


Η εταιρεία κατόρθωσε να επιβιώσει στη διάρκεια της Κατοχής και να ανασυγκροτηθεί αμέσως μετά – ο Α. Μεταξάς πέθανε το 1954 -, ενώ μόλις το 1963, όταν κατασκευάζεται το νέο εργοστάσιο και από τον Πειραιά μεταφέρεται στην Κηφισιά, μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία.


Η μεταφορά των εγκαταστάσεών της ολοκληρώθηκε το 1968. Οι κκ. Σπ. και Η. Μεταξάς, γιοι του Αγγελου, που ανέλαβαν, κατόρθωσαν να μεγαλώσουν την επιχείρηση διευρύνοντας τον αριθμό των αγορών στις οποίες εξαγόταν το «Γνήσιον Μεταξά», αξιοποιώντας τις νέες παραγωγικές δυνατότητες του νέου εργοστασίου. Εφθασε μάλιστα το προϊόν να εξάγεται σε 110 χώρες.


* Οι δεκαετίες του ’70 και του ’80


Ωστόσο οι εξελίξεις στη διεθνή αγορά τη δεκαετία του ’70 και κυρίως τη δεκαετία του ’80 ήταν κοσμογονικές. Οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι του κλάδου των ποτών είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν με εντατικούς ρυθμούς τη διεθνή αγορά στα χέρια τους. Η κατάσταση άλλαζε δραματικά. Την πόρτα των αδελφών Μεταξά χτύπησαν αρκετές μεγάλες διεθνείς εταιρείες, ως αγοραστές, αφού όλες ήθελαν να εντάξουν το «ειδικής κατηγορίας προϊόν» στην γκάμα των πωλήσεών τους.


Το 1988 μάλιστα η Μεταξάς ΑΕ ήταν η μοναδική ελληνική εταιρεία που συμπεριελήφθη στον κατάλογο των 100 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του διεθνούς κλάδου των ποτών. Και το 1989, συμπληρώνοντας ακριβώς 100 χρόνια λειτουργίας, «άλλαξε χέρια». Είναι η τρίτη γενιά της οικογένειας, τα παιδιά του Ανδρέα Μεταξά (1896-1980), οι κκ. Σπύρος και Ηλίας Μεταξάς. Αγοράστρια ήταν η πολυεθνική Grand Metropolitan, που ανήκε στην International Distillers & Vitners (IDV) και αργότερα μεταβιβάστηκε στην United Distillers & Vitners – πρόκειται για τη μεγαλύτερη πολυεθνική ποτών στην παγκόσμια αγορά. Τον Νοέμβριο του 1999 την απέκτησε η ολλανδική εταιρεία Bols Royal Distilleries.


Σήμερα η σταδιοδρομία του προϊόντος στη διεθνή αγορά παραμένει σημαντική. Εξάγεται σε 75 χώρες και κατατάσσεται στα πρώτα πέντε εισαγόμενα ποτά στη Γερμανία και στην Αυστρία, καθώς και στις περιοχές της Βαλτικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Το σύνολο της ετήσιας παραγωγής ανέρχεται σε 900.000 εννεάλιτρα κιβώτια, από τα οποία μόνο τα 300.000 διακινούνται στην ελληνική αγορά. Στη διάρκεια του 2005 οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 35,8 εκατ. ευρώ και τα κέρδη της σε 6,4 εκατ. ευρώ.


Η Σ. και Η. και Α. Μεταξάς ΑΕ είναι μία από τις ελάχιστες ελληνικές εταιρείες που η ηλικία τους εκτείνονται σε τρεις αιώνες. Και το «Γνήσιον Μεταξά» συνεχίζει το ταξίδι του.