Εξι βιβλία για επτά νεοέλληνες ποιητές, από τα οποία τα δύο ήδη κυκλοφορούν (για τον Σολωμό και τον Καβάφη) και τα οποία ονομάζει βιβλιάρια τραπέζης, με την έννοια ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να κάνει απ’ αυτά αναλήψεις. Ταυτόχρονα η μετάφραση της «Ιλιάδας» που προχωρεί οργανωμένα και με ορίζοντα ολοκλήρωσης τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης πατάει εξίσου γερά στο αρχαίο και στο νέο διεκδικώντας τη συμφιλίωση της φιλολογίας με τη λογοτεχνία. Από την άποψη αυτή, ο τίτλος της σειράς «Γραφή και Ανάγνωση», υπό τον οποίο στεγάζονται τα βιβλία του για τους ποιητές, υποδηλώνει ότι ο αναγνώστης και ο ποιητής συνυπάρχουν σαν ζευγάρι, κάτω από τον θόλο της ίδιας της ποίησης που, ευτυχώς, δεν είναι προνόμιο κανενός. Αυτή η εκδοτική επικαιρότητα είναι η αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.


– Γιατί στις τελευταίες σας επιφυλλίδες στο «Βήμα» επιμένετε τόσο πολύ στον Ομηρο;


«Ισως από ένα είδος αποστροφής να εμπλακώ στη συζήτηση για το θολό θέμα της διαφθοράς και για τα συμπτώματά της. Αλλωστε πιστεύω ότι πρέπει να μετακινηθούμε από τη λέξη διαφθορά στη λέξη φθορά, με το επιχείρημα ότι ο λόγος περί διαφθοράς είναι μάλλον φενάκη και βιτρίνα για να αποκρυβούν τα συμβαίνοντα σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο γενικότερης και κρισιμότερης φθοράς. Υπάρχει όμως και ένα συγκεκριμένο αίτιο για την επικέντρωσή μου, όχι γενικότερα στον Ομηρο, αλλά στην «Ιλιάδα». Ξεκίνησα από τον Σεπτέμβριο τη μετάφρασή της που προχωράει με ταχύ ρυθμό, καθώς έχει συντελεσθεί η μετάφραση πέντε ραψωδιών. Είναι ευκαιρία να πω ότι μου έκανε κατάπληξη το άμεσο ενδιαφέρον που έδειξε το Ιδρυμα Κωστόπουλου, και ο ίδιος ο κ. Κωστόπουλος προσωπικά, για την έγκριση ενός είδους χορηγίας για τη μετάφραση αυτή. Για να ξαναγυρίσω όμως στις επιφυλλίδες, τα θέματα που έχω επιλέξει γι’ αυτές σχετίζονται με το πώς προβάλλεται το ζεύγος απανθρωπίας και ανθρωπιάς στα ομηρικά έπη. Είναι ένα θέμα επίκαιρο, που το παρουσίασα και στον πολύ επιτυχημένο κύκλο μαθημάτων στην Ελληνοαμερικανική Ενωση».


– Είστε κλασικός φιλόλογος αλλά ασχολείστε με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Τι είδους είναι αυτή η σχέση;


«Η ενασχόλησή μου με τη νεοελληνική λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση είναι παλιά υπόθεση, προγενέστερη της συνεργασίας μου με «Το Βήμα». Ξεκίνησε μέσα στη δεκαετία του ’60 με κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Εποχές» του Οργανισμού Λαμπράκη και στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Κριτική» του Μ. Αναγνωστάκη. Πάντοτε μ’ ενδιέφερε η νεοελληνική λογοτεχνία, και εξαιτίας κάποιων δασκάλων που τόνωσαν το ενδιαφέρον στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και μετά στη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Λίνος Πολίτης ήταν ένας απ’ αυτούς. Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να διασταυρώσω τις δύο περιοχές, την αρχαιογνωσία και τη νεογνωσία, την αρχαιογλωσσία και τη νεογλωσσία, δεδομένου ότι αυτές οι δύο περιοχές βρέθηκαν κατά καιρούς, για λόγους ιδεολογικούς ή ψευδοϊδεολογικούς, σε μια παραμορφωτική διάσταση ή σε μια εξίσου παραμορφωτική σύνταξη».


– Ποια είναι η αιχμή αυτής της διασταύρωσης;


«Είναι η διερεύνηση ποιητικών δειγμάτων όπου εμφανίζονται, είτε στο σύνολο του ποιήματος είτε στον πυρήνα του, θέματα αρχαιοελληνικά. Με ενδιαφέρει να δω πώς συμπεριφέρεται το νεοελληνικό ποίημα απέναντι στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο και τι προκύπτει στο επίπεδο της εφαρμοσμένης γλώσσας, δηλαδή της λογοτεχνίας».


– Τι προκύπτει;


«Πάντως όχι μια νέα ιδεολογία. Θέλω να δείξω ότι η συνάντηση των δύο γλωσσών και η τριβή τους εκμαιεύουν ένα τρίτο στοιχείο, ένα τρίτο σώμα. Ας πούμε, σπινθήρες που φωτίζουν μ’ έναν διαφορετικό τρόπο και τον έναν κόσμο και τον άλλον, και τη μία γλώσσα και την άλλη. Δεδομένου ότι η αρχαία ελληνική γραμματεία ορίζεται σωστά ως κόσμος κειμένων, ένας κόσμος που λανθάνει, αναπαύεται ή κοιμάται, όλη αυτή η διαδικασία είναι ένα είδος αφύπνισης των κειμένων, και από τη μία πλευρά και από την άλλη. Για παράδειγμα, τι συμβαίνει όταν ο Σολωμός συναντά τον Ησίοδο στο ιταλόφωνο σχεδίασμα «Το αηδόνι και το γεράκι»;».


– Πώς συμπεριφέρονται τα νέα ποιήματα σε σχέση με τα αρχαιοελληνικά πρότυπα;


«Θα ανέφερα τρεις συμπεριφορές, την ταυτοσημία, την ετεροσημία και την παρασημία. Η ταυτοσημία είναι μια συντηρητικότερη στάση. Η παραδοσιακότερη ποίηση, ακόμη και η παλαμική, όταν ασχολείται με αρχαιοελληνικά θέματα κινείται στην ταυτοσημία. Η ετεροσημία, που αρχίζει και καθιερώνεται με τον Καβάφη και επαναλαμβάνεται με εξίσου πρωτότυπο τρόπο με τον Γιάννη Ρίτσο, είναι ανατρεπτική στάση. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί θέματα από τον Ομηρο κι από την αισχυλική τραγωδία, αντιμετωπίζοντας μ’ έναν εντελώς κριτικό τρόπο τον πρωτότυπο μύθο κι ως ένα σημείο εκμοντερνίζοντάς τον, με την καλύτερη σημασία της λέξης. Η παρασημία είναι μια διακριτική και ειρωνική στάση. Τη συναντάμε στον Σεφέρη, όπου δεν υπάρχει εντυπωσιακή ανατροπή αλλά διάθεση για απόκλιση και συγκέντρωση του ενδιαφέροντος σε περιθωριακά στοιχεία του όλου μύθου.


Αυτή η συνάντηση αρχαιογνωσίας και νεογνωσίας είναι μια έμμονη ιδέα, διαπερνά όλη τη δουλειά μου, σε όλα τα επίπεδα, όπως φαίνεται και από τα πέντε εγχειρίδια του προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση»».


– Η ποίηση είναι υπόθεση των λίγων ή των πολλών;


«Ολη η δουλειά μου, και η μεταφραστική και η δοκιμιακή, είναι να συγκροτηθούν προτάσεις και κείμενα ανοικτά. Αυτό προκύπτει από την άποψή μου ότι η ποίηση δεν είναι υπόθεση μόνο των ποιητών, δεν είναι καν υπόθεση των ποιημάτων. Είναι υπόθεση μιας διάχυτης ποίησης που αφορά όλον τον κόσμο – το Σύμπαν ολόκληρο. Και σ’ αυτό το «κύκλωμα» της διάχυτης ποίησης πρέπει να είναι ενεργητικός ο ρόλος του αναγνώστη ή της ανάγνωσης έναντι της γραφής».


– Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος και σε κοινό τόμο Σαχτούρης και Σινόπουλος. Γιατί απουσιάζει ο Παλαμάς;


«Η δική μου γενιά είχε μια αντίδραση στην παλαμοκρατία. Αλλά νομίζω ότι ο Παλαμάς επιδέχεται μιας νέας ανάγνωσης, που μακάρι να την κάνουν οι νεότεροι».


– Το πρώτο βιβλιάριο είναι αφιερωμένο στον Σολωμό. Τι λέτε γι’ αυτόν;


«Ενδέχεται να είναι ο πιο απόκρυφος. Το γεγονός ότι περιβάλλεται με τον μύθο του εθνικού ποιητή δημιουργεί την ψευδή εντύπωση μιας επικοινωνίας. Αλλά η ποίησή του είναι εξαιρετικά δύσκολη, με πρωτοποριακά χαρακτηριστικά. Για να την προσλάβει κανείς θέλει υψηλή ένταση κι ένα άλλης τάξεως ενδιαφέρον».


– Ο Σεφέρης;


«Θα πρέπει να του αναγνωριστεί ότι οργανώνει και καταθέτει μια ποιητική γλώσσα που εφεξής γίνεται κοινό ταμείο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει μετασεφερικός ποιητής που να μην αντλεί από το γλωσσικό ταμείο του Σεφέρη, χωρίς να δημιουργείται η εντύπωση της μίμησης, όπως θα συνέβαινε με τον Κάλβο ή τον Καβάφη. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν κι άλλα πράγματα για τον Σεφέρη που έχουν διαστραφεί, για παράδειγμα, από μια αμερικανική σχολή, ότι είναι ελληνότροπος – που μόνο αυτό δεν είναι. Μιλώντας εξομολογητικά, ο Σεφέρης μπορεί να αποδεικνύεται παρηγορητικός ποιητής όταν κανείς βρίσκεται σε άγριο ζόρι».


Ο Ελύτης έχει κρυφά σημεία;


«Εχει και πρέπει να εντοπιστούν για να φανεί ο καθαρότερος και ο σημαντικότερος Ελύτης. Πιστεύω ότι τα ποιήματα του εσωτερικού λυρισμού είναι εξαιρετικής στάθμης και σοφίας. Τα πράγματα διαφέρουν με τον εξωτερικό του λυρισμό, τον επικολυρισμό, που έχω την αίσθηση ότι σε λίγο θα ανήκει σε μια παρωχημένη αντίληψη. Πιστεύω ότι ο Ελύτης, χωρίς να το ομολογεί, προσπαθεί να προαγάγει την ποιητική παράδοση του Σικελιανού, ενός πολύ μεγάλου ποιητή, που στην πραγματικότητα μένει αμελέτητος».


– Ο Ρίτσος;


«Είναι συγκλονιστικός. Θα πω για τον Ρίτσο ότι είναι χρυσός και πέτρες. Αρνείται να κάνει διάκριση ανάμεσα σε πολύτιμα μέταλλα και ευτελέστερες ύλες. Συνδυάζει αυτά τα δύο στοιχεία και η επιτυχία είναι καταπληκτική. Ως ένα σημείο επιδιώκει να καταργήσει την πλουτοκρατική αντίληψη της ποίησης στον βαθμό που αυτή αναζητά το υψηλό και το πολύτιμο, υποτιμώντας το ευτελές και το καθημερινό».


– Σαχτούρης και Σινόπουλος;


«Οι μεγάλες μου αγάπες, τους δίδαξα στη Θεσσαλονίκη. Ειδικά ο Σινόπουλος νομίζω ότι είναι ο σημαντικότερος μεταπολεμικός ποιητής. Για διάφορους λόγους, αδιάγνωστους, έμεινε έξω από το γήπεδο. Τα τελευταία του ποιήματα είναι σπαραχτικά».


– Τον «Σολωμό» τον αφιερώνετε στον Λίνο Πολίτη, τον «Καβάφη» στον Γ. Π. Σαββίδη. Τι δηλώνουν οι αφιερώσεις;


«Ο Πολίτης ήταν δάσκαλος. Καλλιέργησε τη φιλότητα, μέσα από την οποία δημιουργήθηκαν σχέσεις και έργα. Η αφιέρωση στον Σολωμό δικαιωματικά του ανήκει. Τον δίδαξε και το έργο του αποτέλεσε το θεμέλιο των σολωμικών σπουδών. Επιπλέον στον Πολίτη οφείλω την επιβίωσή μου, την οικονομική και τη συγγραφική, στους άσχημους καιρούς. Ηταν άρχοντας. Ο Γ. Π. Σαββίδης ήταν συνάδελφος και οι καλύτερες στιγμές μας ήταν τα κοινά μας μαθήματα τη δεκαετία του ’70. Ηταν ο κατ’ εξοχήν συνομιλητής. Διαθέσιμος και πρόθυμος να σε στηρίξει. Διεκδίκησε σωστά την υψηλότερη τιμή του φιλολόγου που δεν θέλησε να τη νοθεύσει κάνοντας λογοτεχνικού τύπου ανοίγματα. Η παρέμβασή του, όπως με τον Καβάφη και τον Σεφέρη, ήταν σωτήρια για το κύρος της φιλολογίας και ειδικότερα της νεοελληνικής φιλολογίας».


Τα βιβλία για τον Σολωμό και τον Καβάφη (εκδόσεις Πατάκη) θα παρουσιαστούν μεθαύριο Τρίτη 19 Φεβρουαρίου στις 8 μ.μ. στο Μουσείο Μπενάκη (οδός Κουμπάρη). Ομιλητές: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργης Γιατρομανωλάκης.