«Η Εκκλησία θα έχει εθνικούς επισκόπους και εθνικό κλήρο που θα διαφυλάσσουν την ιδιαιτερότητα του μακεδονικού λαού(…)». Αυτό το απόσπασμα είναι από το ψήφισμα που εξέδωσε η Κληρικολαϊκή Συνέλευση «μακεδόνων ιερέων και λαϊκών», η οποία συγκλήθηκε στις 4 Μαρτίου 1945 και δείχνει την πολιτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ανδρώθηκαν και γαλουχήθηκαν τα τελευταία εξήντα χρόνια κληρικοί, μοναχοί, αρχιερείς και πιστοί της σχισματικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των Σκοπίων. Μιας Εκκλησίας που πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί στη διεκδίκηση της εθνικής ταυτότητας του λαού και με ανακοινώσεις της ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή ότι θα παραμείνει αταλάντευτη στις θέσεις της για «τη διεκδίκηση του ονόματος Μακεδονία, του μακεδονικού έθνους, της μακεδονικής γλώσσας και της μακεδονικής Εκκλησίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι για να θεμελιώσουν τις θέσεις τους οι επίσκοποι της «Μακεδονικής» Εκκλησίας επικαλούνται, ακολουθώντας το παράδειγμα των πολιτικών ηγετών της χώρας, ιστορικά πρόσωπα. Η κυβέρνηση των Σκοπίων μιλάει για τον Μέγα Αλέξανδρο. Η «Μακεδονική» Εκκλησία διεκδικεί τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό, τον Απόστολο Παύλο και τους θεσσαλονικείς ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο.


Αποκομμένος από το σώμα όλων των ορθοδόξων προκαθημένων, ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μακεδονίας κ. Στέφανος ηγείται μιας Εκκλησίας που συγκροτείται, όπως δηλώνεται από τους ίδιους τους Σκοπιανούς, από 13 μητροπόλεις, δέκα επισκοπές, 500 ιερείς και 2.000 ναούς και μοναστήρια. Ακόμη, υπάρχουν έξι επισκοπές που βρίσκονται στη Διασπορά. «Αιχμή του δόρατος» του κ. Στέφανου αποτελούν οι Επισκοπές Αμερικής και Καναδά, καθώς και Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, με πιστούς μετανάστες, μέλη των σκληρότερων πυρήνων διεκδίκησης των θέσεων της γειτονικής χώρας.


* Οι ανακοινώσεις


Καθ’ όλη τη διάρκεια των προσπαθειών που κατέβαλλε ο ειδικός μεσολαβητής του ΟΗΕ κ. Μάθιου Νίμιτς για την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης στο θέμα του ονόματος οι ιερείς και αρχιερείς της Εκκλησίας των Σκοπίων με δηλώσεις τους καλούσαν την κυβέρνησή τους να «παραμείνει σταθερή και αταλάντευτη στις θέσεις της». Χαρακτηριστική του κλίματος που κυριάρχησε στους κόλπους της Ιεραρχίας ήταν η ανακοίνωση που εξέδωσε η Γραμματεία της Ιεράς Συνόδου στις 22 Φεβρουαρίου, όταν ο κ. Νίμιτς παρουσίασε τις προτάσεις του. «Η Εκκλησία της Μακεδονίας» επισημαίνεται στην ανακοίνωση «πρέπει να τονίσει ιδιαίτερα σε κάποιους κύκλους που συζητούν το όνομα «Μακεδονία» πως πρέπει να καταλάβουν ότι υπάρχει μακεδονικός λαός, μακεδονική γλώσσα, μακεδονική Ακαδημία, μακεδονική Εκκλησία. Αυτό ιδιαίτερα πρέπει να στηρίξουμε ώστε να μην μπορούν να αμφισβητήσουν τη μακεδονική εθνική μας ταυτότητα».


Πιο δυναμική στις τοποθετήσεις της η Επισκοπή Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά διακήρυσσε: «Θα κρατήσουμε κάθε μακεδονικό ή οτιδήποτε έχει σχέση με αυτό το όνομα, γιατί αυτή είναι η εθνική μας ταυτότητα και η Εκκλησία μας. Είμαστε μαζί με το κράτος της πατρίδας μας που προσπαθεί να αντιδράσει στις επιθέσεις από έξω, που θέλουν να πειράξουν την εθνική μας ταυτότητα που την έχουμε από αιώνες και αναφέρεται στο σύνταγμά μας. Θα συνεχίσουμε να έχουμε αυτό το όνομα με το οποίο μας ξέρουν σ’ όλον τον κόσμο».


* Η ταυτότητά τους


Στις 26 Μαρτίου, λίγα 24ωρα πριν από τη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι, η Ιεραρχία των Σκοπίων εκδίδει νέα ανακοίνωση στην οποία επισημαίνει: «Η Ορθόδοξη Μακεδονική Εκκλησία, βλέποντας ότι ακόμη μία φορά προσπαθούν να θίξουν την ταυτότητά της και βλέποντας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κράτος της Μακεδονίας, κάνει ακόμη μία έκκληση ώστε να ακουστεί το όνομά μας στον κόσμο και να ταυτιστεί με τη μακεδονική ταυτότητά μας. Σήμερα ο μακεδονικός λαός χάρη και στην υψηλή εθνική συνείδηση μπορεί και πάντα μπορούσε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που προέρχονται από τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμη και όταν τον απειλούν. Εχοντας τους φίλους μας και την προστασία τους, σήμερα η δική μας γενιά πιστεύει στον Θεό που για ακόμη μία φορά θα μας βοηθήσει να δείξουμε την αλήθεια στον κόσμο και να αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας».


Σχολιάζοντας τα όσα συμβαίνουν στην Εκκλησία των Σκοπίων ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας των Σλαβικών Εκκλησιών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννης Ταρνανίδης σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα»: «Δυστυχώς και στην περίπτωση των Σκοπίων φαίνεται ότι οι χριστιανοί έχουν λησμονήσει τον προορισμό και τον στόχο τους και συναγωνίζονται τους πολιτικούς στον φανατισμό και στον εθνικισμό και όχι στην ωριμότητα που απαιτούν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, των κοινωνιών και ιδιαίτερα των χριστιανικών κοινωνιών». Ακούγεται, προσθέτει ο κ. Ταρνανίδης, «ότι κάποιοι ρασοφόροι από εκείνη την πλευρά δεν έχουν ούτε τη λογική των πολιτικών τους και έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα παράλογου εθνικισμού γιατί δεν έχουν την ωριμότητα να σκεφθούν πού οδηγεί η εθνικιστική αντιπαράθεση».


* Το imperium


Πολλές αντιδράσεις έχει προκαλέσει σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες η επιμονή των επισκόπων της Μακεδονικής Εκκλησίας να οικειοποιηθούν σημαντικά πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ο Απόστολος Παύλος, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο βούλγαρος ηγεμόνας Σαμουήλ Β’ και οι θεσσαλονικείς ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος εμφανίζονται ως οι θεμελιωτές της Εκκλησίας των Σκοπίων και οι εγγυητές της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος.


«Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, ο Απόστολος Παύλος, ο μαθητής του Ιησού, άρχισε να διαδίδει τον χριστιανισμό στη Μακεδονία και αλλού στη βαλκανική χερσόνησο. Επισκέφθηκε αυτή την περιοχή σε δύο ευκαιρίες κατά τις περιοδείες του στην Ευρώπη και στην Ασία. Τον ακολουθούσαν ο Τιμόθεος και ο Σίλας, ο οποίος παρέμεινε στη Μακεδονία αμέσως μετά την αναχώρηση του Αποστόλου Παύλου» αναφέρεται στο site της Εκκλησίας των Σκοπίων. Γεγονός που, όπως εκτιμάται, δείχνει ότι η Εκκλησία υιοθετεί την πολιτική αντίληψη περί της Μακεδονίας του Αιγαίου, καθώς είναι γνωστό ότι ο Απόστολος των Εθνών κήρυξε στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια, ο δε μαθητής του Σίλας διέμενε στους Φιλίππους και δεν πέρασε ποτέ από τα Σκόπια και την ευρύτερη περιοχή της Ανω Μακεδονίας.


Για τον Φλάβιο Πέτρο Σαββάτιο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανό, επικαλούνται το ότι γεννήθηκε στο Ταυρίσιο της Ιλλυρίας το 482 μ. Χ. κοντά στα Σκόπια. Μάλιστα οι Σκοπιανοί αναφέρουν ότι προς τιμήν της γενέτειράς του ως αυτοκράτορας δημιούργησε στην περιοχή μια καινούργια πόλη, την Ιουστινιανή την Πρώτη. Ακόμη υποστηρίζουν ότι αναγνώρισε τον πρώτο μητροπολίτη της περιοχής ως αυτοκέφαλο αρχιεπίσκοπο.


Για τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο υπενθυμίζουν το πνευματικό έργο των μαθητών τους Κλήμεντος και Ναούμ στην Αχρίδα. Οσο για τον βούλγαρο ηγεμόνα Σαμουήλ δηλώνουν ότι ανύψωσε την Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας σε Πατριαρχείο.


Το χρονικό του σχίσματος


Η Εκκλησία των Σκοπίων αποσχίστηκε επισήμως από το Πατριαρχείο το 1969. Αμέσως χαρακτηρίστηκε σχισματική από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η αντίδραση του Πατριαρχείου Σερβίας, το οποίο επί μία εικοσαετία συζητούσε και διαπραγματευόταν με τους σκοπιανούς αρχιερείς, οι οποίοι διεκδικούσαν τη «Μακεδονική Εκκλησία του μακεδονικού λαού». Ολα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’40 και επισημοποιήθηκαν με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο στις 4 Μαρτίου 1945 όταν 300 λαϊκοί και κληρικοί της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας των Σκοπίων συμμετείχαν σε κληρικολαϊκή συνέλευση και αποφάσισαν την ίδρυση «Αρχιεπισκοπής Αχρίδος ως Μακεδονικής Αυτόνομης Εκκλησίας η οποία δεν θα είναι υποταγμένη σε καμία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία». Στις 22 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους το Πατριαρχείο Σερβίας από το οποίο αποσχίστηκαν δήλωνε ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει τις αποφάσεις αυτές. Στις 8 Οκτωβρίου του 1945 συνέρχεται νέα κληρικολαϊκή συνέλευση στα Σκόπια και αποφασίζει την ίδρυση ανεξάρτητης Εκκλησίας. Από τότε ως και σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την επανένταξή της στο Πατριαρχείο Σερβίας, όμως όλες οι πρωτοβουλίες έπεφταν στο κενό. Η στήριξη που προσέφερε ο Τίτο στην ηγεσία του κλήρου των Σκοπίων και κυρίως η ανάγκη παρουσίας μιας αυτοκέφαλης και ισχυρής Εκκλησίας ενός λαού που προσπαθεί να αναγνωριστεί διεθνώς ως απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν επέτρεπε την υπαγωγή της σε καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Ετσι, ως και σήμερα η Εκκλησία των Σκοπίων βρίσκεται εγκλωβισμένη στο εσωτερικό και στον στείρο εθνικισμό της διεκδικώντας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την αναγνώρισή της.