Ο στόχος του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης είναι «το πλησίασμα των λαών» και η ανάδειξη κάθε χρόνο μιας διαφορετικής πτυχής του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η υλοποίηση του θεσμού της ΠΠΕ στη διαδρομή των δεκατριών χρόνων (1985-1997) ανέδειξε δύο κεντρικά ζητήματα: α) τη μεγάλη πολυμορφία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπου συναντώνται η διαφορετικότητα με τις «κοινές ρίζες» του, και β) την αμφίδρομη και ετεροβαρή σχέση μεταξύ του θεσμού της ΠΠΕ και της ευρωπαϊκής πόλης.


Η έρευνα, μέρος των συμπερασμάτων της οποίας παρουσιάζεται εδώ, εστιάστηκε σε τέσσερις από τις δεκατρείς ΠΠΕ που υλοποίησαν τον θεσμό ως σήμερα, ήτοι την Αθήνα, τη Γλασκώβη, την Κοπεγχάγη και τη Θεσσαλονίκη. Οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή αυτού του δείγματος από το σύνολο των ΠΠΕ είναι οι εξής:


* Η Αθήνα εισηγήθηκε μέσω της αειμνήστου Μελίνας Μερκούρη ­ τότε υπουργού Πολιτισμού ­ την ιδέα του θεσμού στην Επιτροπή των Υπουργών Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


* Η Γλασκώβη θεωρείται, κατά γενική ομολογία, η πλέον επιτυχημένη Πολιτιστική Πρωτεύουσα του πρώτου κύκλου.


* Η Κοπεγχάγη κλείνει τον πρώτο κύκλο με πολύ θετικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο.


* Η Θεσσαλονίκη ανοίγει τον δεύτερο κύκλο του θεσμού και φιλοδοξεί να καταταγεί στην πρώτη σειρά από άποψη επιτυχίας, ενσωματώνοντας στο πρόγραμμα των έργων και των εκδηλώσεων την εμπειρία του θεσμού κατά τον πρώτο κύκλο εφαρμογής του.


Τα ζητήματα που διερευνήθηκαν ήσαν: α) η διάρθρωση των πολιτιστικών λειτουργιών που περιελήφθησαν στο επίσημο Πρόγραμμα των Εκδηλώσεων και β) οι θεματικές που προσδιορίζονται από τα έργα και γενικότερα τις επεμβάσεις, ακόμη και τους προβληματισμούς, που αναπτύχθηκαν γύρω από τη σχέση του θεσμού με τον αστικό χώρο. Ειδικότερα:


Η Αθήνα ΠΠΕ 1985 εστιάστηκε στον κλασικό ορισμό του πολιτισμού ως έκφρασης λόγου και τέχνης. Η μεγαλύτερη συνεισφορά της είναι η εισήγηση της ιδέας του θεσμού. Εδωσε έμφαση στη διαχρονικότητα της Αθήνας ως λίκνου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Φώτισε τις απώτερες ρίζες του που ως δάνειες απεδέχθη η «εκπολιτιζόμενη» τότε Ευρώπη, καθώς και τον (νεο-)κλασικισμό που η ίδια εισήγαγε ως αντιδάνειο στοιχείο από τη «γηραιά ήπειρο». Η ανάδειξη αυτού του γόνιμου διαλόγου επιχειρήθηκε συμβολικά κυρίως μέσω του πολιτισμού του θεάματος, της ακρόασης, της θέασης και του λόγου. Υστέρησε, βέβαια, από την άποψη των δεικτών πολιτιστικής υποδομής σε σχέση με τη Γλασκώβη και την Κοπεγχάγη. Κάλυψε όμως έναν ευρύ γεωγραφικό χώρο και αξιοποίησε την υπάρχουσα πολιτιστική υποδομή της πόλης και της περιφέρειας. Ως πόλη – ιστορικό πρότυπο και ως εισηγήτρια του θεσμού των ΠΠΕ, έδωσε το στίγμα της στον τρόπο εξέλιξης της ευρωπαϊκής πόλης ως μια πόλη της περιφέρειας που σημάδεψε ­ και σημαδεύτηκε από ­ τις μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας.


Η Γλασκώβη ΠΠΕ 1990, η πιο σημαντική βικτωριανή πόλη της Κοινοπολιτείας, επεχείρησε την πιο πλατιά ερμηνεία του θεσμού της ΠΠΕ. Κάλυψε ένα πρωτοφανές σε μέγεθος πρόγραμμα υποστήριξης ευπαθών κοινωνικών ομάδων (άτομα με ειδικές ανάγκες, τρίτη ηλικία κλπ.). Διεύρυνε τα όρια του προγράμματος τονίζοντας έτσι το δικαίωμα στη διαφορετικότητα μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, κάνοντας πράξη την αρχή της πολυ-πολιτισμικότητας. Παρουσίασε αξιόλογη πολιτιστική υποδομή ­ υπάρχουσα και νέα ­ στους τομείς του θεάματος, της ακρόασης, της θέασης, του λόγου και της συμμετοχής των πολιτών. Αρθρωσε το φιλόδοξο Πρόγραμμα των Εργων στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της πόλης. Εστιάστηκε στην αναζωογόνηση του ιστορικού της κέντρου ως τόπου κατοικίας, πολιτισμού και αναψυχής και στην «ανακύκληση» του πολιτιστικού κτιριακού της αποθέματος. Ανέδειξε την ιστορική της φυσιογνωμία φωτίζοντας την ιδιαίτερη ιστορική διαδρομή της ως μεγάλου εμπορικού λιμανιού του Βορρά κατά την προβιομηχανική και βιομηχανική εποχή. Η πρότασή της για την ευρωπαϊκή πόλη είναι ότι η ανανέωσή της μπορεί να προέλθει από την αναζωογόνηση των ιστορικών της συνοικιών, την αναβάθμιση των χώρων πολιτισμού, καθώς και τον μετασχηματισμό περιοχών και υποδομών παρωχημένων τρόπων παραγωγής ώστε να ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες.


Η Κοπεγχάγη ΠΠΕ 1996 κάλυψε με πρωτοφανή σε συμμετοχή τρόπο το ζήτημα της σύγχρονης πόλης και της σχέσης της με τη φύση. Ανέδειξε τη σημαντική υποδομή που διαθέτει για τον πολιτισμό του θεάματος, της ακρόασης, της θέασης και συμμετοχής των πολιτών, ενώ υστέρησε σε χώρους διαλόγου και παιδείας. Υπενθύμισε ότι η πόλη είναι μια ολότητα και μόνο η θέασή της είναι αποσπασματική. Η αναζήτηση της διαχρονικότητας συμπεριέλαβε τόσο την ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης ως σημαντικού εμπορικού κέντρου της Βόρειας θάλασσας όσο και τη δημιουργία νέας υποδομής για την πόλη του επόμενου αιώνα. Οι πέντε μείζονες αστικές αναπλάσεις ανέδειξαν την πρόθεση βελτίωσης της ποιότητας ζωής των κατοίκων μέσω του μετασχηματισμού του αστικού χώρου με εστίαση στην περιφέρεια της βιομηχανικής πόλης, τον σημερινό «εξωτερικό της δακτύλιο». Τόνισε τον πολιτιστικό χαρακτήρα ως κυρίαρχο στο ιστορικό κέντρο.


Η Θεσσαλονίκη ΠΠΕ 1997 αποδύεται σ’ έναν αγώνα αναβάθμισης της εικόνας, των θεσμών και της πολιτιστικής της υποδομής. Από το πρόγραμμα εκδηλώσεων του α’ τετραμήνου προκύπτει ότι η υποδομή που διαθέτει είναι για δραστηριότητες θεάματος, ακρόασης και θέασης (εκθεσιακοί χώροι κυρίως), ενώ υπολείπονται σημαντικά οι χώροι διαλόγου και πνευματικών εκδηλώσεων. Τα «επτά κεφάλαια» που επεξεργάστηκε για την πολιτιστική και την εν γένει αναβάθμιση της αστικής της υποδομής εστόχευσαν: 1) στην ανασύσταση του αστικού χώρου μέσω των ιστορικών ιχνών και προθέσεων και την ανάδειξη της ιστορίας της πόλης ως αυτόνομης πολιτισμικής αξίας, 2) στη διαστολή του κέντρου της πέραν του Εμπορικού Ιστορικού Κέντρου κυρίως μέσω των νέων εγκαταστάσεων της Α’ Προβλήτας του Λιμένα, 3) στον επαναπροσδιορισμό των Πυλών της πόλης, θέσεων με έντονο λειτουργικό και συμβολικό χαρακτήρα, 4) στη συνύφανση του πολιτισμού των μεγάλων ιστορικών εποχών με τον πολιτισμό της καθημερινότητας και της αναζήτησης για καλύτερη ποιότητα ζωής, 5) στη διαπλοκή της φύσης και της πόλης σ’ ένα χαλαρό πλέγμα πλήρων και κενών, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, στις «περιοχές διαταραχής», όπου κάθε μεγάλη πόλη αντιμετωπίζει το κρίσιμο δίλημμα αν θα εξελιχθεί σε σύγχρονη μητρόπολη ή θα εξακολουθεί να διογκώνεται ως μεγαλούπολη, 6) στη συνθετική αντίληψη του φαινομένου της πόλης ως ολότητας.


Η διαδρομή από την Αθήνα – ΠΠΕ 1985 στη Θεσσαλονίκη – ΠΠΕ 1997 αναδεικνύει την αυξανόμενη ανάγκη για συμμετοχή στην πολιτιστική δημιουργία μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων, χωρίς οι παραδοσιακές μορφές έκφρασης ­ η «υψηλή» κουλτούρα ­ να χάνουν την ελκτικότητά τους. Ο θεσμός των ΠΠΕ συνεισφέρει στην κατανόηση του κοινού και πολύμορφου πολιτισμικού υποβάθρου πάνω στο οποίο δημιουργούν οι λαοί της Ευρώπης.


Ο θεσμός της ΠΠΕ αναδεικνύεται ως σημαντική, αν όχι μοναδική, ευκαιρία για την προώθηση πιλοτικών σχεδίων αστικής ανανέωσης και δίνει το στίγμα του προβληματισμού εις ό,τι αφορά τη μετεξέλιξη της ευρωπαϊκής πόλης.


Σε αντίθεση με την ιστορική και τη βιομηχανική, η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη οφείλει να ενθαρρύνει την έκφραση των πολιτισμικών ιδιομορφιών και εκδοχών, στον βαθμό που είναι «αφ’ εαυτής» πολυπολιτισμική. Σήμερα, όπου τα πραγματικά δίκτυα επικοινωνίας αντικαθίστανται, ακριβέστερα υποκαθίστανται, από τα δίκτυα υψηλής τεχνολογίας, οι «αόρατες» πόλεις που δημιουργούνται δεν θα πρέπει να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα των πραγματικών πόλεων, αλλά να υποστηρίξουν την αναζήτηση για πιο ανθρώπινες κοινωνίες όπου η πρόσωπο-με-πρόσωπο επαφή δεν θα χάσει ποτέ την αξία και γοητεία της.