Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο τότε πρόεδρος Συνδέσμου Επιχειρήσεων Σούπερ Μάρκετ Ελλάδος (ΣΕΣΜΕ) K. Βερόπουλος – απεβίωσε το 2003 – σε μία κατ’ ιδίαν συζήτηση σχετικά με τον σύνδεσμο και τις προοπτικές του είχε πει τα εξής: «Ο ΣΕΣΜΕ υπάρχει επειδή οι αλυσίδες που είναι μέλη του αντιμετωπίζουν ορισμένα κοινά προβλήματα έναντι του κράτους. Οταν αυτά λυθούν, τότε και ο ΣΕΣΜΕ θα διαλυθεί και τούτο διότι τα συμφέροντα του κάθε μέλους του είναι ανταγωνιστικά έναντι των άλλων. Και είναι τέτοιος ο ανταγωνισμός που επικρατεί στην αγορά, που αυτός θα μεταφερθεί και εντός του συνδέσμου». Ο πολύπειρος K. Βερόπουλος, σκληρός και κυνικός στις διαπιστώσεις του, επί της ουσίας δεν έπεσε και τόσο έξω. Βεβαίως ο ΣΕΣΜΕ υπάρχει και λειτουργεί, αλλά αρκετοί πλέον αναρωτιούνται αν έχει το ειδικό βάρος που είχε πριν από λίγους μήνες. Ηδη ο μεγαλύτερος λιανεμπορικός όμιλος, η Carrefour-Μαρινόπουλος AE, με επιστολή της ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τον σύνδεσμο.


Οι μεγάλοι της αγοράς, που αποτελούσαν ουσιαστικά την προηγούμενη διοίκηση του ΣΕΣΜΕ, η οποία οδηγήθηκε σε παραίτηση μετά την καταδικαστική απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως είναι οι κκ. Π. Παντελιάδης (Μετρό AE), N. Βερόπουλος (Αφοί Βερόπουλοι AEBE), M. Αποστόλου (Ατλάντικ AE) και η κυρία Μάνια Σκλαβενίτη (I&Σ Σκλαβενίτης AEE), είναι ουσιαστικά αποστασιοποιημένοι. Την ίδια τακτική ακολουθεί και ο κ. K. Μαχαίρας επικεφαλής της AB Βασιλόπουλος AE, ενώ μακρόθεν παρακολουθούν τις εξελίξεις οι κκ. Δ. Μασούτης (Μασούτης AE) και B. Χειμωνίδης (Πέντε AE).


Το σύνολο των μελών της σημερινής διοίκησης, που αποτελείται από τους κκ. Απ. Αλεξάκη (πρόεδρο) Χρ. Γουντζίδη (γενικό γραμματέα) Δ. Βερούκα (αντιπρόεδρο), K. Μεταλληνό (ταμία) και μέλη τους κκ. Στ. Μπαλάσκα, Εμμ. Μαρή, Δημ. Γέγο, I. Σπανό και N. Παλαιολόγο, εκπροσωπεί αποκλειστικά μεσαίου μεγέθους αλυσίδες σουπερμάρκετ και κυρίως της επαρχίας. Ενδεικτικό της νοοτροπίας που επικρατεί στη νέα ηγεσία του Συνδέσμου είναι και το πρώτο κιόλας υπόμνημα που κατέθεσε στον υφυπουργό Ανάπτυξης κ. I. Παπαθανασίου την περασμένη Τρίτη. Κεντρικό σημείο του υπομνήματος ήταν η κοστολόγηση της πλαστικής σακούλας και η άμεση – και όχι έμμεση όπως συμβαίνει σήμερα – επιβάρυνση του καταναλωτή, προκειμένου να περιοριστεί η χρήση της και το κόστος με το οποίο επιβαρύνεται ούτως ή άλλως η επιχείρηση. Χωρίς φυσικά να παραβλέπονται και οι σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.


Δύο ημέρες αργότερα με δική της ανακοίνωση η εταιρεία Αφοί Βερόπουλοι AEBE ανέφερε πως «η διοίκηση του ομίλου επιθυμεί να ενημερώσει το καταναλωτικό κοινό ότι στα 32 χρόνια παρουσίας της στην ελληνική αγορά ουδέποτε επιβάρυνε τους πελάτες της με το κόστος πλαστικής σακούλας μεταφοράς των προϊόντων και ούτε προτίθεται να αλλάξει τη συγκεκριμένη πολιτική της στο μέλλον. H προσφορά της σακούλας δωρεάν θεωρούμε ότι είναι μία αυτονόητη και στοιχειώδης παροχή στον κάθε πελάτη που πραγματοποιεί τις αγορές του στα καταστήματά μας, ώστε να διευκολυνθεί να μεταφέρει τα προϊόντα που αγόρασε». Επιβεβαιώνοντας έτσι την αποστασιοποίησή της από τα δρώμενα του συνδέσμου σημειώνει πως «οι προτάσεις οι οποίες ανακοινώθηκαν από τον ΣΕΣΜΕ ήταν απόψεις του διοικητικού του συμβουλίου, στο οποίο ο όμιλος Σ/M Βερόπουλος δεν συμμετέχει».


Λέγεται μάλιστα πως όσα αναφέρθηκαν στο εν λόγω υπόμνημα λίγες ημέρες πριν, τα είχε αναφέρει ο νυν πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ στον υφυπουργό Ανάπτυξης, σε συνομιλία που είχε μαζί του. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν αυτός που τον παρότρυνε να τα συντάξει εν είδει υπομνήματος για να μελετηθούν από την ηγεσία του υπουργείου. Την ίδια ημέρα που το υπόμνημα έφτασε στο υπουργείο με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, αρμόδιες πηγές του υπουργείου έλεγαν πως «βρισκόμαστε σε δημόσια διαβούλευση με τον ΣΕΣΜΕ». Αξίζει να σημειωθεί πως η έννοια της «δημόσιας διαβούλευσης» που χρησιμοποιεί η πολιτική ηγεσία, είναι συνώνυμη με την παλαιότερη έκφραση «θα… το συζητήσουμε».


Σύμφωνα πάντως με το υπόμνημα το κόστος της πλαστικής σακούλας που παρέχεται στους καταναλωτές υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στο 0,3% των ετήσιων πωλήσεων μιας αλυσίδας σουπερμάρκετ. Εξάλλου, οι δύο ισχυροί discounters της ελληνικής αγοράς, η Lidl και η Dia, χρεώνουν τις σακούλες ως ιδιαίτερα προϊόντα.