Η Ετήσια Πραγματική Επιβάρυνση ή ΕΠΕ ενημερώνει τον καταναλωτή για το συνολικό κόστος ενός δανείου ή μιας αγοράς καταναλωτικών αγαθών με δόσεις. Είναι ένας αριθμός εκφρασμένος επί τοις εκατό, κάτι ανάλογο δηλαδή με το επιτόκιο.
Για τον υπολογισμό της ΕΠΕ λαμβάνεται υπόψη το συνολικό κόστος αγοράς ενός προϊόντος με δόσεις. Δηλαδή σε ένα δάνειο ή προϊόν αξίας π.χ. 200.000 δρχ. που εξοφλείται με 12 δόσεις των 20.000 δρχ. το συνολικό κόστος είναι 240.000 δραχμές.
Στη συνέχεια, στο ποσό αυτό προστίθενται και όλα τα άλλα έξοδα που τυχόν επιβαρύνουν την αγορά, όπως έξοδα φακέλου αν πρόκειται για καταναλωτικό δάνειο, έξοδα παρακράτησης κυριότητας αν πρόκειται για αγορά αυτοκινήτου ή η συνδρομή αν πρόκειται για πιστωτική κάρτα κλπ. Αν υποθέσουμε ότι τα επιπλέον έξοδα είναι 24.000 δρχ., τότε στο παράδειγμα που αναφέραμε το συνολικό κόστος διαμορφώνεται στις 264.000 δραχμές.
Το ποσό αυτό διαιρείται διά του αριθμού των μηνιαίων δόσεων στις οποίες πρόκειται να εξοφληθεί και προκύπτει μια νέα υποθετική μηνιαία δόση, ήτοι 22.000 δρχ. στο εν λόγω παράδειγμα. Με βάση τη δόση αυτή αναζητείται η ΕΠΕ. Γίνεται δηλαδή ο εξής υπολογισμός: τι επιτόκιο αντιστοιχεί σε ένα δάνειο 200.000 δρχ. όταν η μηνιαία δόση είναι 22.000 δραχμές; Ετσι προκύπτει η ΕΠΕ.
Στην περίπτωση των καταναλωτικών δανείων ή των αγορών με δόσεις η ΕΠΕ υπολογίζεται εύκολα και ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στο συνολικό κόστος της πίστωσης. Στις πιστωτικές κάρτες ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο. Για να υπολογιστεί η ΕΠΕ των πιστωτικών καρτών, όλα τα χαρακτηριστικά μιας κάρτας, δηλαδή επιτόκιο, συνδρομή, περίοδος χάριτος κλπ., εφαρμόζονται στο εξής υποθετικό παράδειγμα: κάποιος πραγματοποιεί μια αγορά ύψους 1 εκατ. δρχ. το οποίο εξοφλεί σε 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Από το ύψος της δόσης που προκύπτει υπολογίζεται η ΕΠΕ.
Οι τράπεζες που εκδίδουν πιστωτικές κάρτες υποστηρίζουν ότι η ΕΠΕ που προκύπτει από την εφαρμογή του πιο πάνω παραδείγματος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κανείς δεν χρησιμοποιεί την κάρτα του εφάπαξ, πραγματοποιώντας μία αγορά την οποία εξοφλεί σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αναφέρουν οι τράπεζες. Αντίθετα, υποστηρίζουν, πραγματοποιεί πολλές αγορές σε ακαθόριστα χρονικά διαστήματα και εξοφλεί τον λογαριασμό του πληρώνοντας κάθε φορά ένα ποσοστό του υπολοίπου που μπορεί να κυμαίνεται από 7% ως 100%. Μπορεί μάλιστα, επισημαίνουν, να εξοφλήσουν την οφειλή τους άτοκα, εκμεταλλευόμενοι την περίοδο χάριτος, όπως ονομάζεται το χρονικό διάστημα των περίπου 50 ημερών από τη χρέωση του λογαριασμού στο οποίο δεν υπολογίζονται τόκοι.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ΕΠΕ αποτελεί μια ένδειξη για το αν μια κάρτα είναι φθηνή ή ακριβή. Οχι όμως και το καθοριστικό κριτήριο επιλογής μιας κάρτας. Τα κριτήρια επιλογής ποικίλλουν ανάλογα με τον τρόπο που χρησιμοποιεί κάποιος την πιστωτική του κάρτα. Κάποιος, για παράδειγμα, που εξοφλεί κάθε μήνα τον λογαριασμό του δεν έχει λόγο να ενδιαφέρεται για το επιτόκιο παρά μόνο για το ύψος της συνδρομής, αφού η συνδρομή καθορίζει το κόστος χρήσης της κάρτας στην περίπτωση αυτή. Αντίθετα, για κάποιον που πληρώνει με δόσεις θα πρέπει να επιλέξει μια κάρτα με χαμηλό επιτόκιο και ανάμεσα σε δύο κάρτες με το ίδιο επιτόκιο αυτή με τη χαμηλότερη συνδρομή.



