«Kανένα ναυάγιο, όσο βαθιά κι αν βρίσκεται, δεν είναι πλέον απόλυτα ασφαλές και προστατευμένο, καθώς η εξέλιξη της τεχνολογίας των καταδύσεων χρησιμοποιείται ήδη πολύ αποτελεσματικά για τη λεηλασία του υποθαλάσσιου αρχαιολογικού πλούτου». H προϊσταμένη της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων κυρία Κατερίνα Δελλαπόρτα είναι κατηγορηματική όταν αναφέρεται στους κινδύνους που διατρέχουν τα αρχαία που βρίσκονται στη θάλασσα. Αν ως πριν από λίγα μόλις χρόνια η κατάδυση σε μεγάλα βάθη ήταν αδύνατη, σήμερα η τεχνολογία επιτρέπει ακόμη και την ανάπτυξη δραστηριότητας, άρα την ανέλκυση ναυαγίων ή αντικειμένων από αυτά. H εξέλιξη τίθεται στην υπηρεσία της αρχαιοκαπηλίας, η αντιμετώπιση της οποίας καθίσταται όλο και δυσκολότερη, ενώ παράλληλα έχουν προκύψει και νέα ζητήματα νομικής φύσεως μεταξύ των χωρών στις περιπτώσεις που ενάλιες αρχαιότητες εντοπίζονται σε διεθνή ύδατα. Πρόκειται ακριβώς για το θέμα που συζητήθηκε στο Ραμπάτ του Μαρόκου στη σύνοδο εμπειρογνωμόνων των μεσογειακών χωρών, την οποία συγκάλεσε η UNESCO από 6 ως 10 Μαρτίου για την «Προώθηση της σύμβασης προστασίας της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς». Παρούσα ήταν φυσικά και η Ελλάδα διά της κυρίας Δελλαπόρτα.


Συνέχεια της Γενικής Διάσκεψης της UNESCO που έγινε το 2001, οπότε υιοθετήθηκε απ’ όλες τις χώρες-μέλη κείμενο για την «Προστασία της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς», υπήρξε αυτή η σύνοδος, η οποία επί της ουσίας απετέλεσε ένα μέσο πίεσης για την επικύρωσή της αλλά και επίλυσης των διαφορών μεταξύ των χωρών. Γιατί, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό με τον οποίο έγινε δεκτή η σύμβαση, η προσεκτική μελέτη της απέδειξε ότι ορισμένες διατάξεις αντίκεινται στα συμφέροντα κάθε χώρας. Και έτσι η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου προστασίας προσκρούει στις απόψεις τις οποίες πρεσβεύουν τα κράτη για θέματα που αφορούν κυρίως το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας.


H θέση της Ελλάδας, σαφής και το 2001 και τώρα, ήταν η αποχή από την ψηφοφορία. «H σύμβαση περιλαμβάνει διατάξεις που περιορίζουν τα εδαφικά δικαιώματα του ελληνικού παράκτιου κράτους στη θάλασσα» επεξηγεί η κυρία Δελλαπόρτα. Για παρόμοιους λόγους άλλωστε είχε καταψηφιστεί από την Τουρκία, ενώ από τις πέντε μόνο μεσογειακές χώρες που την είχαν αρχικώς υπογράψει η επικύρωση έχει γίνει μόνον από δύο, τη Βουλγαρία και τη Σλοβενία.


H σύμβαση


Στις βασικές αρχές της σύμβασης φαίνεται να συμφωνούν όλοι: Ορισμός της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς, προτεραιότητα της διατήρησης των αρχαιοτήτων κατά χώρα, ότι δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι δραστηριότητες που διεξάγονται στη θάλασσα να μη αποβαίνουν επιβλαβείς για τα ενάλια και, τέλος, ότι πρέπει να συνεργάζονται για τη διασφάλισή τους. Το πρόβλημα ωστόσο επικεντρώνεται στα διεθνή ύδατα, όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί η εθνική νομοθεσία κάθε χώρας. Εκεί καταγράφονται και οι δυσκολίες. Οπως επισημαίνει η κυρία Δελλαπόρτα, νεωτεριστικό είναι το σύστημα που καθιερώνει η σύμβαση για τη γνωστοποίηση κάθε αρχαιολογικής ανακάλυψης εντός των διεθνών υδάτων, δηλαδή την αποκλειστική οικονομική ζώνη και την υφαλοκρηπίδα, ενώ ειδικό καθεστώς προβλέπεται για τα πολεμικά ή άλλα κρατικά πλοία και αεροσκάφη. «H τελική εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι, προκειμένου να συμβιβασθούν και να ικανοποιηθούν οι διαφορετικές αντιλήψεις μεταξύ των κρατών για θέματα εφαρμογής του δικαίου της θάλασσας, των πολεμικών πλοίων κτλ. αλλά και για ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, οι διατάξεις της έχουν αποκλίνει από την παραδοσιακή αντίληψη περί της αρχαιολογικής προστασίας, τουλάχιστον όπως αυτή εφαρμόζεται στην Ελλάδα» λέει η κυρία Δελλαπόρτα.


Δυσκολία εφαρμογής


Αλλά και πρακτικά είναι αμφίβολο αν μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά ως εργαλείο προστασίας οι τρόποι που προβλέπει η σύμβαση. Ετσι στην περίπτωση ανεύρεσης ενός ναυαγίου σε διεθνή χορικά ύδατα οι διαβουλεύσεις μεταξύ των όμορων χωρών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και χρονοβόροι. Μεταξύ των άλλων πρέπει να αποδείξουν ότι συνδέονται με πολιτιστικούς, αρχαιολογικούς και ιστορικούς δεσμούς με το εύρημα, ενώ δεν διευκρινίζεται σε ποιον ανήκει η αρμοδιότητα της προστασίας του. Κι αν εντοπισθεί ένα τουρκικό, για παράδειγμα, ναυάγιο στα ελληνικά χορικά ύδατα η Ελλάδα θα υποχρεούται να έρθει σε διαβούλευση με την Τουρκία για την προστασία του.


Παρ’ ότι λοιπόν η σύμβαση αποτελεί κατ’ αρχάς ένα μεγάλο βήμα στην προστασία της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς αναγνωρίζει πόσο ιδιαίτερα ευάλωτη και εκτεθειμένη σε κινδύνους είναι, η ασάφεια κάποιων διατάξεων σε συνδυασμό με ουσιώδη ζητήματα που άπτονται του Δικαίου της Θάλασσας (Σύμβαση του 1982 των Ηνωμένων Εθνών), όπως η δικαιοδοσία και ο ρόλος του παρακτίου κράτους, έχει οδηγήσει σε αυτή τη διάσταση μεταξύ των μεσογειακών χωρών. H Ελλάδα ως χώρα με μεγάλη αρχαιολογική κληρονομιά αλλά και σημαντικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της είναι η «πρωταγωνίστρια» σε τέτοιες συνόδους. Από την άλλη όμως σοβαρές είναι και οι απαιτήσεις της, που επί του παρόντος τουλάχιστον δεν ικανοποιούνται.


Νόμοι και παράνομοι


Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της UNESCO, τουλάχιστον 3 εκατομμύρια ναυάγια βρίσκονται διασκορπισμένα στα βάθη των θαλασσών. Αλλά και όσον αφορά τον ελληνικό χώρο στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων έχουν καταγραφεί πληροφορίες και στοιχεία για περίπου 1.000 ναυάγια, ενώ χαρτογραφημένα είναι περίπου 300. Κι αυτό παρ’ ότι μόλις τα τελευταία τρία χρόνια έχει αρχίσει η συστηματική χαρτογράφηση των ελληνικών βυθών με μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας, ενώ τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν καταχωρούνται στην τράπεζα δεδομένων, που λειτουργεί από το 2001 στην αρμόδια Εφορεία. H μάστιγα της αρχαιοκαπηλίας όμως είναι μεγάλη. H ίδια η Εφορεία Εναλίων, όπως λέει η προϊσταμένη της, κυρία Κατερίνα Δελλαπόρτα, είχε «συνάντηση» με αρχαιοκάπηλους που λεηλατούσαν ναυάγιο στη θαλάσσια περιοχή της Νισύρου, όταν πραγματοποιούσε αναγνωριστική υποβρύχια έρευνα σε μεγάλα βάθη με τη βοήθεια του βαθυσκάφους «Θέτις». Και βέβαια η αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα δεν γνωρίζει σύνορα αφού, σύμφωνα με την επίσημη έκθεση της UNESCO και πάλι, ήδη από το 1974 το σύνολο των γνωστών ναυαγίων στις τουρκικές ακτές έχει λεηλατηθεί.


Ναυάγια, δηλαδή «κλειστά σύνολα» προσδιορισμένης χρονολογίας, αρχαίες κατασκευές ή άλλου είδους οικιστικά σύνολα είναι οι υποβρύχιοι αρχαιολογικοί χώροι της Ελλάδας αλλά και των γειτονικών, μεσογειακών χωρών με παράλληλες ιστορικές διαδρομές. Ολα αυτά προστατεύονται από τις διατάξεις του ισχύοντος Αρχαιολογικού Νόμου 3028, ο οποίος μάλιστα προβλέπει και την προστασία πολιτιστικών αγαθών, που εντοπίζονται εκτός της αιγιαλίτιδος ζώνης και των χωρικών υδάτων σε θαλάσσιες ζώνες όπου η Ελλάδα μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία της σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.


H προστασία


Οσον αφορά το σύστημα προστασίας, συνίσταται κατ’ αρχάς στην κήρυξη ορισμένων ενάλιων αρχαιολογικών χώρων ως προστατευόμενων.


«Οι δυσκολίες αστυνόμευσης και προστασίας των αρχαίων ναυαγίων όμως είναι μεγάλες» τονίζει η κυρία Δελλαπόρτα, καθώς η γεωμορφολογία της χώρας ευνοεί την παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων από τη θάλασσα. Με τα σύγχρονα μέσα ο εντοπισμός τους είναι εύκολος, ενώ τα αρχαία αντικείμενα ανελκύονται παράνομα και προωθούνται στις αγορές του εξωτερικού μέσα από οργανωμένα δίκτυα αρχαιοκαπήλων. H προϊσταμένη της Εφορείας άλλωστε έχει να αναφέρει ως παράδειγμα την περίπτωση γάλλου βιολόγου ο οποίος διενεργούσε συστηματική αρχαιοκαπηλία σε βυζαντινό ναυάγιο στο Καστελόριζο διοχετεύοντας στην Ελβετία εφυαλωμένα πινάκια, τα οποία σήμερα εκτίθενται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. «Τα συχνά περιστατικά αρχαιοκαπηλίας στις ελληνικές θάλασσες κυρίως από αλλοδαπούς καθιστούν τη στάση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας περισσότερο επιφυλακτική, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως εσφαλμένα έχει ειπωθεί από ορισμένους, ότι κάθε αυτοδύτης θεωρείται και αρχαιοκάπηλος» λέει η κυρία Δελλαπόρτα.


Πλήγμα


Κατόπιν αυτών αποτελεί πλήγμα για την προστασία των ενάλιων αρχαιοτήτων η ψήφιση νόμου που έφερε στη Βουλή το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας πριν από λίγους μήνες, με τον οποίο ανοίγει ο δρόμος για τον καταδυτικό τουρισμό χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, έτσι, επιτρέπεται ανεξέλεγκτα η χρήση μηχανημάτων, όπως ανιχνευτές μετάλλων, βαθυσκάφη, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης κτλ., με σκοπό την αναψυχή. Πρόκειται μάλιστα για μια εξέλιξη η οποία έχει σχολιασθεί δυσμενώς και από τον ξένο – ιταλικό κυρίως – Τύπο, καθώς ως τώρα η Ελλάδα εθεωρείτο πρότυπο στην προστασία των ενάλιων αρχαιολογικών θησαυρών.


«Τον τελευταίο χρόνο εμφανίζονται νέα, άγνωστα ευρήματα στο εξωτερικό, για τα οποία υπάρχει σοβαρότατη υποψία από τις ιταλικές αρχές ότι προέρχονται από τη θάλασσα» λέει η κυρία Δελλαπόρτα. Πρόκειται για ελληνικές αρχαιότητες, αν και δεν έχει προσδιορισθεί ακόμη αν προέρχονται και από ελληνικές θάλασσες. Κανείς δεν μπορεί να επαναπαύεται…