Το χρυσό Αγόρι της δεκαετίας του ’80, ο τραγουδιστής των προσφάτως νεκραναστημένων Culture Club, ο ανδρόγυνος επικριτής της Μάργκαρετ Θάτσερ, βρέθηκε στην Ελλάδα με την ιδιότητα του d.j. Μόνο που τώρα πλέον δεν μπαίνει στον κόπο να ρωτήσει «Do you really want to hurt me?» («Θέλετε στ’ αλήθεια να με πληγώσετε;»)


«Ι know all there is to know about the crying game,


I’ve had my share of the crying game»


«Γνωρίζω τα πάντα για το παιχνίδι των λυγμών,


Είχα το δικό μου μερίδιο από το παιχνίδι των λυγμών»


[Από το τραγούδι «The Crying Game» (1964) του Ντέιβ Μπέρι, που διασκευάστηκε το 1992 από τον Μπόι Τζορτζ για την ομώνυμη ταινία του Νιλ Τζόρνταν.]



Νομίζω ήταν σε κάποιο παλιό φύλλο του «Guardian» που είχα διαβάσει ότι αν η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν τη δεκαετία του ’80 ο βασιλιάς της Βρετανίας, τότε ο Μπόι Τζορτζ, ο γιος ενός ιρλανδού οικοδόμου, ήταν αδιαμφισβήτητα η βασίλισσά της. Τα έβαλα κάτω και διαπίστωσα ότι ανέβηκαν στον θρόνο την ίδια περίπου περίοδο. Η Σιδηρά Κυρία στις πρώιμες εκλογές τον Ιούνιο του 1983 όταν εξελέγη για δεύτερη φορά πρωθυπουργός, έχοντας πείσει τους συμπατριώτες της ότι τα Φόκλαντ είναι πιο δικά τους και από τη Βόρεια Ιρλανδία. Το unisex Αγόρι οκτώ μήνες νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1982, όταν μαζί με την μπάντα του, τους Culture Club, διακόρευσε τη μωρά παρθένο της Μάγχης τραγουδώντας «Do you really want to hurt me?» («Θέλεις στ’ αλήθεια να με πληγώσεις;») και πουλώντας διεθνώς πάνω από επτά εκατομμύρια αντίτυπα.


Τη Θάτσερ ουδέποτε επιθύμησα να γνωρίσω διά ζώσης. Με τον Μπόι Τζωρτζ πάλι με συνδέει, διά βίου φοβάμαι, η ονειροπόλος έξις της εφηβείας. Σήμερα που βρίσκεται μπροστά μου, αυτός ο θηλύφρων γίγαντας από το παρελθόν με το τεράστιο καπέλο και τα ακόμη πιο θεόρατα μάτια με το μαύρο eyeliner, νομίζω ότι εγώ σιγά σιγά μικραίνω, συρρικνώνομαι, γίνομαι ξανά 12 χρόνων και βάζω μηχανικά στο πικ απ το «Karma Chameleon». Η συνάντησή μας λαμβάνει χώρα στις τρεις τα ξημερώματα στο κλαμπ της Αθήνας που τον φιλοξενεί για μια βραδιά ως guest d.j. Στεκόμαστε όρθιοι, δίπλα σε μια μπάρα, η μουσική κάπου στο φόντο, εκείνος κάνει κάθε τόσο μορφασμούς αηδίας με τη σαμπάνια γ’ διαλογής που του έχουν σερβίρει. Δεν έχω πολύ ώρα στη διάθεσή μου για την αποδόμηση του ειδώλου των παιδικών μου χρόνων. Ο 39χρονος πλέον Τζορτζ Ο’Ντάουντ έχει να βγει σε λίγο στα πλατό. Εδώ και επτά χρόνια είναι d.j. του πρακτορείου Red Parrot ­ και από τους 10 δημοφιλέστερους της Βρετανίας. Ισως όχι η ιδεώδης συνέχεια για τον σούπερ Μπόι της δεκαετίας του ’80 που ψηφιζόταν επί σειρά ετών ταυτόχρονα ο Καλύτερος Τραγουδιστής και η Καλύτερη Τραγουδίστρια της Χρονιάς. Καλύτερα όμως να χρυσοπληρώνεσαι για να παίζεις τους αγαπημένους δίσκους, από το να σε αποκαλούν «βαρόνη Θάτσερ».


«Το σκέφθηκα πολύ για να έρθω ξανά»


Μιλάμε αναπόφευκτα για τον εν Αθήναις δημόσιο λιθοβολισμό του πριν από 15 χρόνια. Στις 26 Ιουλίου του 1985, στο πλαίσιο του «Rock in Athens», στο Παναθηναϊκό Στάδιο. «Ηταν μία εξαιρετικά επώδυνη και βίαιη εμπειρία για μένα» λέει για την πρώτη εκείνη επίσκεψή του στην Ελλάδα με τους Culture Club. Χαμογελάει. «Το σκέφθηκα πολύ να έλθω ξανά». Τον ρωτώ αν το αντιμετώπισε ως μια οργανωμένη αντι-γκέι βιαιοπραγία. «Η αλήθεια είναι ότι την ώρα που βρισκόμουν στη σκηνή και μου εκσφενδόνιζαν πέτρες και μπουκάλια με άμμο πίστευα ακριβώς αυτό. Ισως γιατί τότε ήμουν παρανοϊκά ευαίσθητος ως προς αυτό το θέμα. Θυμάμαι βέβαια και τον Ντέιβ Γκάαν από τους Depeche Mode(σ.σ.: έτερο γκρουπ που φιλοξενήθηκε στο εν λόγω φεστιβάλ) που είχε εισπράξει μπουνιά από έναν άγνωστο την ώρα που περπατούσε στο κέντρο της Αθήνας! Τελικά όμως διαπίστωσα ότι τα επεισόδια ήταν θέμα κακού τάιμινγκ. Κάποιοι τύποι ήθελαν να μπουν στο στάδιο χωρίς εισιτήριο. Ετυχε εκείνη την ώρα να βρισκόμαστε εμείς πάνω στη σκηνή. Η τέλεια αφορμή για να διαλύσουν τη συναυλία».


Βιάζομαι να τον ρωτήσω ποια θεωρεί τη μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από την ομοφυλοφιλία. «Ααα… Το ότι υπάρχει κάπου εκεί έξω, μακριά». Χαζεύω το παχύ στρώμα του μέικ απ πάνω στο πρόσωπό του, αυτό το ανδρόγυνο προσωπείο που πλαισιώνει τα καπέλα και τις περσόνες του από τότε που ως νεορομαντικός ιππότης, άγνωστος ακόμη, προτού τον συναντήσει ο Μάλκομ Μακ Λάρεν, περιόδευε στα υπόγεια μπαρ του λονδρέζικου Σόχο. Μου έρχεται στο μυαλό η «Mattachine Society», η πρώτη αμερικανική οργάνωση ομοφυλοφίλων που ιδρύθηκε το 1950 στο Λος Αντζελες. Η οποία πήρε το όνομά της από μια γαλλική μεσαιωνική εταιρεία ηθοποιών που έπαιζε με μάσκες ­ η μεταμφίεση ως αντίδοτο στον κοινωνικό εξαναγκασμό.«Αν θέλεις τη δική μου γνώμη πιστεύω ότι όλοι είμαστε όλα. Ο καθένας από εμάς είναι ένα σύνολο σεξουαλικών πιθανοτήτων. Αν δεν ισχύει αυτό, πώς να εξηγήσεις όλον αυτόν τον τρόμο; Πώς γίνεται να φοβάσαι κάτι με το οποίο δεν έχεις καμία απολύτως προσωπική ανάμειξη; Ολοι είμαστε “αδελφές”, όλοι είμαστε straight, όλοι είμαστε δολοφόνοι, αμαρτωλοί, άγιοι. Οτιδήποτε βιώνουμε συναισθηματικά έξω στον κόσμο υπάρχει ήδη μέσα μας. Ο πόλεμος, η πείνα, η ηδονή, ο τρόμος, τα δάκρυα, η ευτυχία, όλα δεν είναι παρά η αντανάκλαση της δικής μας εσώτερης εμπειρίας και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί ο κόσμος φοβάται την ομοφυλοφιλία. Οταν ένας ετεροφυλόφιλος άνδρας κάνει τα πάντα για να διαπομπεύσει έναν γκέι είναι σαν να θέλει πάση θυσία να συνθλίψει εκείνο ακριβώς το κομμάτι του εαυτού με το οποίο αδυνατεί να έλθει αντιμέτωπος. Πάρε για παράδειγμα τον ρατσισμό. Οι ρατσιστές επιδίδονται σε ένα αλλόκοτο μίσος του εαυτού τους. Ετσι, αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να εντοπίσουν κάποιον που θεωρούν ότι βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από αυτούς: έναν μαύρο, έναν Εβραίο, μια γυναίκα. Τελικά, η ρίζα όλων των δεινών είναι η ανικανότητα των ανθρώπων να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Στους άνδρες το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο. Οι γυναίκες έχουν ένα βασικό συναισθηματικό πλεονέκτημα ­ από έφηβες ακόμη έχουν τόσο σημάδια της φύσης να τους υπενθυμίζουν τι και ποιες είναι. Είμαι πεπεισμένος ότι αν οι άνδρες είχαν έμμηνο ρύση ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος. Μμμμμ… Ωραίος τίτλος δεν είναι αυτός;». Τελικά δεν είναι τα ευμεγέθη καπέλα του και το ρίμελ του που «ενοχλούν»: «Οταν είσαι διάσημος γίνεσαι πάραυτα μια σανίδα για να πετούν οι άλλοι πάνω σου τα βελάκια με τις ανασφάλειές τους. Γι’ αυτό οι ετεροφυλόφιλοι άνφρες με κοιτούν αποτροπιασμένοι και με ρωτούν: “Μα καλά, γιατί ντύνεσαι έτσι;”. Η ίδια η ύπαρξή μου θέτει υπό αμφισβήτηση την αρρενωπότητά τους!».


Η συζήτηση μάς έχει οδηγήσει από μόνη της στη Σιδηρά Κυρία και το περιβόητο άρθρο 28 (Clause 28) του Νόμου των Τοπικών Αρχών που αφορά «την απαγόρευση της διάδοσης της ομοφυλοφιλίας από σχολεία, όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης κτλ». Ο ακτιβιστής Μπόι δεν χάνει ως σήμερα ευκαιρία να το παραδίδει εις την κοινήν χλεύην μέσα από τραγούδια του ή και πάνελ του BBC.«Αυτό που ο κόσμος δεν έχει συνειδητοποιήσει είναι ότι το εν λόγω άρθρο προωθήθηκε από τη Θάτσερ ακριβώς την περίοδο που έγινε γνωστή η ασθένεια του AIDS. Εκμεταλλεύθηκε δηλαδή τη συγκεκριμένη κρίση για να σκορπίσει τον πανικό στην κοινή γνώμη. Η κυβέρνηση των Συντηρητικών ισχυριζόταν ότι κάποιοι μπαίνουν στα σχολεία “για να κάνουν τα παιδιά μας ομοφυλόφιλους”. Ακόμη και σήμερα οι εφημερίδες στη Βρετανία γράφουν κατεβατά για κάποια μυστηριώδη “γκέι” προπαγάνδα, που έχει πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Ουδείς βέβαια είναι σε θέση να καταδείξει σε τι συνίσταται».


Αραγε ένα δημόσιο πρόσωπο, π.χ. ένας πολιτικός με ομοφυλοφιλική κλίση είναι υποχρεωμένος να κοινοποιεί στους υποψήφιους ψηφοφόρους του τον σεξουαλικό προσανατολισμό του; «Αυτή η καταναγκαστική κατηγοριοποίηση είναι ακόμη ένας εύσχημος τρόπος να κρατάμε την ομοφυλοφιλία, όπως σου είπα, μακριά από εμάς, εκεί έξω. Και οι ίδιοι οι γκέι ευθύνονται γι’ αυτό. Και εγώ ο ίδιος έχω συμβάλει σε αυτό. Παλαιότερα, απαιτούσα οι πάντες να δηλώνουν ανοιχτά ότι είναι ομοφυλόφιλοι. Και όμως είναι προσωπική υπόθεση. Για τον ίδιο λόγο που δεν σε αφορά τι έφαγε ο τάδε πολιτικός χθες το βράδυ ή αν δένει τη γυναίκα του στα κάγκελα του κρεβατιού τους, δεν σε αφορά ποσώς αν προτιμά να έχει σχέσεις με άνδρες. Πιστεύω ότι όταν κάποιος αποφασίζει να μιλήσει ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά του, οφείλει να το πράττει για τον σωστό λόγο. Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να πιεστεί να το κάνει. Δες τι έγινε με τον Τζορτζ Μάικλ. Ουδείς θα γνώριζε σήμερα ότι είναι ομοφυλόφιλος, αν δεν τον είχαν συλλάβει επ’ αυτοφώρω σε δημόσιες τουαλέτες του Λος Αντζελες. Η όλη υπόθεση βγήκε στο φως με τον πλέον εξευτελιστικό τρόπο. Ο Ελτον Τζον, από την άλλη, είναι κλασικό παράδειγμα καλού τάιμινγκ. Ο χρόνος που επέλεξε να ανοιχτεί για τη σεξουαλικότητά του ήταν ζωτικής σημασίας για την καριέρα του. Αν το είχε “ομολογήσει” τη δεκαετία του ’70 δεν θα ήταν, πίστεψέ με, αυτό που είναι σήμερα».


Ο σαρκικός επιζήσας


Οσοι περνούν από δίπλα μας, εκτός φαντάζομαι από τον μάνατζέρ του τον Γουόκερ, είναι πεπεισμένοι ότι τόση ώρα αγωνίζομαι επί ματαίω να πάρω απαντήσεις από ένα ομιλούν καπέλο.«Οχι δεν θεωρώ ότι είμαι εκκεντρικός. Κατά μία έννοια τα ρούχα, το μέικ απ είναι ένας είδος πανοπλίας, ένα κέλυφος. Από τη μία πλευρά με προστατεύουν, από την άλλη με καθιστούν περισσότερο ευάλωτο. Οσοι με βλέπουν έτσι ντυμένο δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία ότι έχουν να κάνουν με έναν ηλίθιο, ένα καπέλο με φρύδια. Ελάχιστοι μπαίνουν στον κόπο να δουν αν υπάρχει τίποτε κάτω από την επιφάνεια. Κάποτε ήμουν και εγώ έτσι ­ μου ερέθιζε τη φαντασία μια ιδιόρρυθμη, εξωτική εμφάνιση. Και κάποια στιγμή χώνεψα ότι δεν φθάνει ένα καπέλο για να είναι κάποιος ενδιαφέρων». Ο εκθρονισμός και η ηρωίνη ήλθαν λίγο μετά την ημιτελή συναυλία στο Καλλιμάρμαρο. Θυμάμαι εκείνο το πρωτοσέλιδο της «Sun», που μου είχε φέρει το 1986 η μητέρα μου από το Λονδίνο: «Ο Μπόι Τζορτζ έχει έξι εβδομάδες ζωής». Ο Μπόι στη Χώρα των Λευκοχρόων Ουσιών, οι ταμπλόιντ δεν περίμεναν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα τέτοιο λαβράκι. Του εκμυστηρεύομαι ότι έκλαιγα νυχθημερόν όταν το πληροφορήθηκα ­ όπως φαντάζομαι και όλα τα κοριτσάκια του πλανήτη που είδαν τον πλαστικό ποπ πρίγκιπά τους να τρυπιέται με βελόνες. Μου απαντά απλά: «Και εγώ έκλαιγα τότε». Ο αλλοπρόσαλλος τύπος που έχω απέναντί μου είναι ένας σάρκινος επιζήσας με το δικό του μερίδιο στο «Παιχνίδι των Λυγμών». «Μα όλοι δεν είμαστε επιζήσαντες; Απλώς όταν είσαι γνωστός σε κοιτούν σαν να είσαι ο μοναδικός. Αν είσαι εργάτης σε ένα εργοστάσιο και χάσεις τη δουλειά σου έχεις δύο λύσεις: να καταρρεύσεις και να στρώσεις τον πισινό σου και να προχωρήσεις. Τις ίδιες ακριβώς επιλογές είχα και εγώ. Αυτό που βοήθησε να βγω από τον βάλτο είναι η ικανότητά μου να χλευάζω τη ζωή μου και όλα αυτά που μου συμβαίνουν. Πράγμα που η Μαντόνα ακόμη δεν έχει καταφέρει».


Η γκέισα με τη σόουλ φωνή


Η χρυσή εποχή των Culture Club, τότε που εγώ η ίδια πλήρωνα την ετήσια συνδρομή μου στο φαν κλαμπ τους, τότε που οι βρετανικές coiffures είχαν λανσάρει ράστα κουπ Μπόι Τζορτζ, οι ψυχίατροι αποκωδικοποιούσαν με στόμφο την επίδρασή του στη σεξουαλική χειραφέτηση των τινέιτζερ, τότε που από το Μπάκιγχαμ ως το Τόκιο άπαντες έψαχναν να βρουν από πού ξεφύτρωσε αυτή η δυτικοθρεμμένη γκέισα με τη μαύρικη φωνή που δήλωνε ότι προτιμά ένα φλιτζάνι τσάι από το σεξ, όχι αυτή η εποχή δεν του έχει λείψει. «Θα ήμουν εξαιρετικά θλιβερός αν περνούσα το υπόλοιπο της ζωής μου αναπολώντας. Ούτως ή άλλως, το παρελθόν το κουβαλώ πάντα μαζί μου, γιατί ο περισσότερος κόσμος με θυμάται από εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου. Είμαι αναπόσπαστο κομμάτι των αρχών της δεκαετίας του ’80. Από τότε όμως έχω προχωρήσει. Και το πρόβλημα με μέρη όπως η Ελλάδα είναι ότι έχουν μείνει με την εντύπωση ότι έκτοτε έχω περιπέσει σε ένα καλλιτεχνικό κώμα. Και όμως εδώ και επτά χρόνια είμαι επαγγελματίας d.j. και παραγωγός, έχω τη δική μου ραδιοφωνική εκπομπή, τη δική μου δισκογραφική εταιρεία, γράφω κάθε εβδομάδα για τη “Sunday Express”, σε λίγους μήνες κυκλοφορώ ένα νέο σινγκλ με τίτλο “Vanity Case”…». Ακόμη και αυτοί οι Culture Club ξαναγεννήθηκαν από τις στάχτες μαζί με πλείστους άλλους μεταμοντέρνους Λαζάρους (τους Human League, τους Duran Duran, τους ABC), στο πλαίσιο μιας επαληθευμένα εξαργυρώσιμης νοσταλγίας. Μαζί τους ο αδιαμαρτύρητα ανακυκλούμενος Μπόι, των δεκαετιών του ’80, του ’90 και ποιος ξέρει πόσων ακόμη. «Τον Σεπτέμβριο ετοιμάζουμε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και ένα άλμπουμ με remix παλιών και καινούργιων κομματιών. Οπως βλέπεις δεν εξανεμίστηκα με τον τελευταίο κόκκο της κλεψύδρας των ’80ς».


Του υπενθυμίζω ότι τότε που ήταν ακόμη 22-23 χρόνων λάτρευε έναν στίχο του Ντέιβιντ Μπάουι: «as ugly as a teenage millionaire» (= «άσχημος σαν εκατομμυριούχος έφηβος»). «Ηταν η εποχή που έβγαζα πολλά λεφτά και, ναι, με είχαν κάνει να δείχνω άσχημος. Η φήμη μπορεί να σε κάνει αποκρουστικό ακόμη και όταν ο τραπεζικός λογαριασμός σου σού επιτρέπει να περιβάλλεσαι με όμορφα αντικείμενα. Δεν είδες πώς έχει καταντήσει η ποπ σκηνή σήμερα; Πάντως αν με ρωτούσαν σήμερα ποιος είναι ο αγαπημένος στίχος θα ανέφερα μερικούς της Τζόνι Μίτσελ, της μεγαλύτερης για μένα εν ζωή ποιήτριας: “Everybody is saying that hell is the hippiest way to go, Ι don’t think so but I’m going to take a look around it though” (“Ολοι λένε ότι η κόλαση είναι ο πιο κουλ τρόπος να φύγεις. Δεν το πιστεύω όμως θα ρίξω μια ματιά”)».


Εχει έλθει η ώρα να πάει στην κονσόλα με τους δίσκους του. Η τσάντα του γράφει «Don’t take shit from moody djs» (σ.σ.: απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον της απόδοσης στα ελληνικά). Με ρωτάει αν θέλει να φωτογραφηθούμε μαζί του, ως φαν και σταρ πλέον, έστω και αν αμφότεροι έχουμε πλέον αποποιηθεί κατά τι τις εν λόγω ιδιότητες. Σε λίγο ο Μπόι Τζορτζ φεύγει. Και ο κούνελος της ποπ εφηβείας μου, καλοχορτασμένος πλέον, βυθίζεται ξανά μέσα σε ένα τεράστιο, αλαζονικό σχεδόν καπέλο.